Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Όπως και αν πιάσουμε το θέμα της ελιάς, ότι και να πούμε και για το λάδι, θα είναι λίγα, αφού έχει στη πλάτη του ολόκληρη ιστορία! Ο Έλληνας και ειδικά ο Κρητικός, είναι στενά δεμένος με την ελιά και το λάδι, τώρα και 3000 χρόνια, αφού οι τροφές επιβίωσης του, ήταν πάντα τα βασικά προϊόντα: σιτάρι κρασί και λάδι!
Ωστόσο κι άλλες φορές έχουμε αναφερθεί στις ελιές της Μεσαράς, και τη πορεία τους στο χρόνο. Είπαμε για τα κοκολόγια, για την εξέλιξη της ελιάς στη Μεσαρά, για τις χονδρολιές που χάνονται, αλλά εδώ θα περιοριστούμε περισσότερο στα λαογραφικά κυρίως θέματα που αφορούν γενικά το θέμα «ελιά και λάδι», αφού κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο χρόνο.
Το λάδι από την αρχαιότητα
Οι παλαιστές κατά την αρχαιότητα, πριν μπουν στην αρένα, άλειφαν τα σώματα τους με λάδι.
Το ρόπαλο του Ηρακλή ήταν από αγριελιά, και το φύτεψε στην Ολυμπία, όπου φύτρωσε, έβγαλε φύλλα και κλαδιά, και με αυτά στεφάνωναν τους ολυμπιονίκες!
Οι σπονδές προς τους θεούς, γινόταν με προσφορές κρασιού και λάδι, για να τους ευχαριστήσουν ή να τους εξευμενίσουν. Οι Μινωίτες πάντως παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες λαδιού και μάλιστα έκαναν και εξαγωγή και σε χώρες της Αφρικής. Μινωικές ελιές υπήρχαν για πολλά χρόνια, και υπάρχουν ακόμα στη Κρήτη.
Το ελαιόλαδο κατά τον Ιπποκράτη, είχε ιαματικές ιδιότητες, επούλωνε τις πληγές, θεράπευε την ναυτία, την αϋπνία, τη χολέρα και πολλές δερματικές παθήσεις. Έκανε επίσης υγιή μαλλιά, και απάλυνε το δέρμα.
Η ελιά από πολύ παλιά, υπήρξε προκάτοχος του χριστουγεννιάτικου δένδρου.
Μην ξεχνάμε το λάδι στο βάπτισμα που είναι δύναμη πηγής φωτός, και συμβολίζει τη νέα ζωή.
Οι 20 μνημειακές ελιές της Κρήτης
Υπάρχουν πολλές γέρικες αιωνόβιες ελιές ακόμα στη Κρήτη , και θα αναφέρουμε μονάχα τις είκοσι.
Η «ελιά του Αζοριά» στο χωριό Καβούσι. Η «Μεγάλη Ελιά Αερινού» σε 700 μέτρα υψόμετρο στα Φαλεσιανά. Η «Υψωμένη Ελιά» στο Βατόλακου. Η «μνημειακή ελιά Καμηλαρίου»(Μάνα Ελιά). Το «Μνημειακό άλσος ελιάς Αμαρίου». Η «Μνημειακή ελιά Σαμωνά» στον οικισμό Κυλίντρα. Η «Ελιά Άνω Βουβών». Η «Μνημειακή Ελιά Γρε Ελέ» ή Γριά Ελιά, που βρίσκεται στο Κάτω Τρίποδο Μυλοποτάμου . Η «Μνημειακή Ελιά Αγίου Γεωργίου» στη Κάντανο. Η «Μνημειακή Ελιά Παλιών Ρουμάτων» στα Χανιά.
Η «Μνημειακή ελιά Πανασού» στο Ηράκλειο. Η «Μνημειακή Ελιά Μαθαίνας» στη Λάστρο Σητείας. Η «Μνημειακή Ελιά Γράμπελας» στο Ανισαράκι Καντιάνου.
Η «Μνημειακή Ελιά Γόρτυνας». Η «Μνημειακή Ελιά Γέννας». Η «Μνημειακή Ελιά Φουρκολιά». Η «Μνημειακή Ελιά Παλιάμα» Η «Μνημειακή Ελιά Καμάρα Δελιανών».
Υπάρχουν ακόμα δύο αιωνόβιες ελιές με την ονομασία «Γριά Ελιά, που βρίσκονται , η μια βορειοανατολικά της Γαλιάς, και η άλλη βόρεια των Βοριζίων.
Το λάδι η ελιά, και τα διάφορα έθιμα
«Μετά Βαίων και κλάδων», υποδέχτηκαν οι Ισραηλίτες και κυρίως τα παιδιά τον Χριστό, κατά την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα, και χάριν αυτής της ανάμνησης, επεκράτησε και το έθιμο με του στολισμού των εκκλησιών με Βάγια. Την Κυριακή των Βαίων, μια βδομάδα πριν το Πάσχα δηλαδή, ο παπάς έκοβε φύλλα μακριά χουρμαδιάς, κλαριά δάφνης και δενδρολίβανου, όμως και από άλλα δένδρα, ιτιάς, μυρτιάς και φυσικά ελιάς! Όλα αυτά λέγονται «Βάγια», και με αυτά στόλιζαν τις πόρτες και στα παράθυρα της εκκλησίας, ανάλογα τι δένδρο από αυτά υπάρχει σε κάθε τόπο. Σε κάθε παράθυρο και σε κάθε πόρτα, τοποθετούσε δύο φύλλα χουρμαδιάς δεξιά αριστερά. Μάλιστα κάποιοι παπάδες όπως ο παπά Γιάννης από τη Γαλιά, έκοβε τα φύλλα χουρμαδιάς ένα μήνα με είκοσι μέρες πριν, και τα πέτρωνε (παράχωνε) στη κοπριά, όπου τους έριχνε νερό. Μετά όταν τα ξεσκέπαζε την ημέρα των Βαίων, αυτά ήταν κατάλευκα, και πολύ εντυπωσιακά! Από αυτά τα μακριά φύλλα, έκοβε τις λευκές πλέον λόγχες, και έδενε τους σταυρούς, περίπου εκατό με διακόσιους, και τους μοίραζε ένα σε κάθε πιστό στην εκκλησία, μαζί με ένα κλαράκι ελιάς που έκοβε από ένα ανθισμένο κλάδο που του πήγαινε κάποιος στην εκκλησία.
Οι πιστοί παραλαμβάνοντας το σταυρό με το κλαράκι ελιάς, και έριχναν χρήματα στον δίσκο του παπά, γιατί ως γνωστόν, δεν πληρωνόταν ο κλήρος εκείνα τα χρόνια.
Μια βδομάδα πριν των Βαίων, της Σταυροπροσκύνησης, μοιράζουν και τις «ροδαριές» στην εκκλησία, που ήταν ένα μικρό ματσάκι λουλούδια. Κάποιοι μάλιστα έναν βασιλικό τον έκαναν τάξιμο των Βαίων στην εκκλησία, να τους πάνε καλά τα πράγματα. Έτσι εκείνη την ημέρα των Βαίων πήγαιναν τον βασιλικό μαζί με τη γλάστρα! Εκεί ο παπάς με ένα ψαλίδι έκοβε τα κλαριά του βασιλικού και τα έβαζε σε ένα πανέρι, μαζί με άλλα λουλούδια, όπου έφτιαχναν τις ροδαριές που μοίραζε στο τέλος πάλι ο παπάς στην εκκλησία, με τον κόσμο να άφηνε πάλι τον οβολό του. Καταργήθηκε η χρηματική ενίσχυση των πιστών, όταν οι παπάδες έγιναν πλέον μισθωτοί.
Τις ροδαριές αυτές τις φύλασσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού για όλο το χρόνο, μαζί με το κλωναράκι ελιάς και τον σταυρό των Βαίων.
Πίστευαν τότε, πως αν ένα παιδί αρρωστήσει, έπαιρναν ένα κομματάκι από το ξερό πλέον κλαράκι ελιάς, η ακόμα και άλλο κλαρί της ροδαριάς, και το έβαζαν στο θυμιατό, και με αυτό το θυμίαμα θύμιαζαν το παιδί, λέγοντας μια προσευχή, ώστε το παιδί να γιατρευτεί.
Πίστευαν δηλαδή πως η ροδαριά και το κλαράκι ελιάς, έχουν θαυματουργές ιδιότητες.
Στη Κρήτη η χρίση του λαδιού της ελιάς σαν φάρμακο, υπήρχε μέχρι και τα τελευταία χρόνια. Όταν κάποια πληγή πήγαινε να κακοφορμίσει, είτε κάποιο τραύμα στο γόνατο από πέσιμο, αλλά και σε έγκαυμα κλπ, σαν φάρμακο κοπάνιζαν μια πράσινη ελιά και άλειφαν το πάσχον σημείο με το λάδι της, και πραγματικά έφερνε καλό αποτέλεσμα! Αν και σήμερα πλέον η επιστήμη έχει αποδείξει πως το λάδι της ελιάς περιέχει ειδική αντιβίωση, ώστε να γιατρεύει η ίδια η ελιά τις πληγές της από τα σπασμένα κλαριά.
Όταν πονούσε επίσης το αυτί κάποιου, κυρίως παιδιού, έβαζαν σε ένα σπίρτο λίγο βαμβάκι, το βουτούσαν στο λάδι του καντηλιού ή του λίχνου, και έβαζαν μια δυο σταγόνες στο πάσχον αφτί.
Ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς μας, μας μάθαιναν πως άμα μας δάγκωνε σφίγγα ή μέλισσα, να τρέχουμε γρήγορα να βάζουμε λάδι, ώστε να μη πρηστεί το σημείο!
Όταν τελείωνε η ελαιοκομική περίοδος του μαζέματος της ελιάς , τότε ο αγροφύλακας του χωριού, ανακοίνωνε τη λήξη λέγοντας: «Από αύριο θα είναι ελεύθερα τα κοκολόγια»! Αυτό σήμαινε πως όποιος ήθελε μπορούσε να πάρει ένα καλάθι και να μαζέψει ξένες ελιές από όπου ήθελε! Ένα πανάρχαιο έθιμο που δυστυχώς σταμάτησε, όμως ήταν ιδανικό για την ενίσχυση του πολύ φτωχού, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα! Στα κοκολόγια πήγαιναν κυρίως παιδιά ή και ηλικιωμένες γριούλες που δεν είχαν καν πόρους, και πουλούσαν τις ελιές με το κιλό στον μπακάλη, για να εξοικονομήσουν κάποια απαραίτητα. Τα δε παιδιά, για να πάρουν ζαχαρωτά, αλλά συνήθως για να ενισχύσουν οικονομικά τους γονείς τους.
Δεισιδαιμονίες προλήψεις και παρατηρήματα για την ελιά
Ούτε η ελιά ξέφυγε από τις δεισιδαιμονίες των διαφόρων εποχών, που αφορούσαν βέβαια τις παλιές βενετσιάνικες ελιές! Κάποτε όταν έπιαναν δυνατά μελτέμια και φυσούσε δυνατός άνεμος, κατέστρεφε πολλές ελιές, γιατί έσπαγαν όλοι οι κλάδοι τους! Πίστευαν τότε, πως αν τοποθετήσουν μια πέτρα δυνατή στον κορμό της ελιάς, «θα είναι η ελιά γερή σαν πέτρα», και δεν θα τη πιάνει ο αέρας να τη σπάσει! Αργότερα βέβαια με την εξέλιξη, κατάλαβαν πως αυτό ήταν λάθος, και πως απλά έλειπε το κάλιο από την ελιά!
Έτσι καταργήθηκε το έθιμο, και απλά έβαζαν από ένα σακί χωνεμένη κοπριά στο κάθε δένδρο! Μετά άρχισαν να βάζουν στύλους σαν υποστυλώματα κόντρα, κάτω από τους κλάδους, τα λεγόμενα «μποντέλια, όταν περίμεναν μεγάλη παραγωγή. Αύγουστο και Σεπτέμβριο πριν αρχίσουν οι μεγάλοι αέρηδες, έκοβαν στύλους περίπου δυο μέτρα από πουρνάρια πλατάνους λεύκες ή ακόμα κα από σπασμένους κλάδους των ελιών, και στην άκρη άφηναν ένα δίχαλο μια πιθαμή.
Φόρτωναν τους στύλους αυτούς στα ζώα τους, και πήγαιναν όπου είχαν «καλή βεντέμα», για να «μποτελιάρουν» τους κλάδους που ήταν φορτωμένοι ελιές, μην αργότερα με το βάρος σπάσουν. Στην περίπτωση πράγματι που δεν έμπαιναν υποστυλώματα, οι κλάδοι κινδύνευαν από το βάρος του ελαιοκάρπου να σπάσουν με το πρώτο κιόλας φύσημα! Καμιά φορά λέγανε, «οι ελιές αγγίζουνε χάμε από το φορτωμό ντως», και εννοούσαν πως θα έχουν πολύ καλή σοδειά! Έτσι προληπτικά, ανασήκωναν έναν – έναν το κλάδο, και τοποθετούσαν από κάτω το στύλο. Υπήρχε ελιά, που είχε τρείς και τέσσερεις και πέντε στύλους γύρω – γύρω σαν υποστυλώματα!
Άλλο ελληνικό έθιμο με το λάδι, είναι εκείνο που έκαναν κάποτε οι ναυτικοί ας σε μεγάλες φουρτούνες. Έπαιρναν λίγο λάδι από το καντήλι του Άη Νικόλα, και το έριχναν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, γιατί πίστευαν πως έτσι θα γαληνέψει.
Του Προφήτη Ηλία πάλι, ο οποίος είναι στενά συνδεδεμένος με την ελιά στη Κρήτη, πίστευαν πως από εκείνη την ημέρα αρχίζει να μπαίνει το λάδι στην ελιά, με τη σχετική φράση!
«Από του Άι Λιά, μπαίνει στο λάδι η ελιά»!
Όμως του Προφήτη Ηλία επίσης, παρατηρούσαν και το φεγγάρι! Αν ήταν « γέμωση του φεγγαριού», οι ελιές θα ήταν λαδερές, αν ήταν «λίγωση», θα είχαν λίγο το λάδι!
Οι παλιοί είχαν πολλά άλλα «παρατηρήματα», όπως το να γνωρίζουν τον αυριανό καιρό από τα σύννεφα στα βουνά, από τη συμπεριφορά ζώων και φυτών κλπ. Έμπειροι παρατηρητές γνώριζαν καλά τα «μερομήνια» , με τα οποία μελετούν τις μέρες του Ιούλη αν βρέχει και τις υγρασίες του Αυγούστου, για να ξέρουμε αν θα έχουμε βροχές τον Δεκέμβρη ή χιόνια τον Γενάρη. Ακόμα παρατηρώντας τα άστρα, γνώριζαν « ήντα καιρό θα ξετελέψει η χρονιά», και προβλέψουν με επιτυχία τη φετινή σοδειά, αν είναι πλούσια σε λάδι ή όχι!!
Φράσεις και παροιμίες για το λάδι και την ελιά
Ολόκληρο βιβλίο θα μπορούσε να γραφτεί σχετικά με αυτά, γιατί η μισή ζωή του αγρότη είναι δεμένη με την ελιά και το λάδι, είτε σε χαρές είτε σε λύπες, και φυσικά οι σχετικές φράσεις και οι παροιμίες αμέτρητες!
Στη Μεσαρά που πρωτοστατεί στη λαογραφία, λέγανε κάποτε:
«Καλιά ‘ναι μια λαδέ, παρά μια ελιδέ».
Η φράση αυτή, θέλει να πει, πως «καλιά ‘ναι οι ελιές λαδερές έστω και αν είναι λίγες, παρά να είναι πολλές και να μην είναι λαδερές»! Είναι γνωστό πως οι λαδερές ελιές πήγαιναν πολύ καλά όταν είναι 3:1 αλλά δεν είναι καθόλου λαδερές, όταν πλησιάζουν τα 7:1, ή 10:1! Λένε πως οι ελιές αυτές «δε χύνουν λάδι», δηλαδή δε κατεβάζουν λάδι!!
Συνήθως εξαρτάται αυτό από τον τόπο και την περιοχή που βρίσκεται το κάθε λιόφυτο, τη φροντίδα που δέχεται, και αν ποτίζεται ή όχι. Το πολύ νερό πάντως δεν προσθέτει απαραίτητα και λάδι στην ελιά αντίθετα ευνοεί ην εμφάνιση μυκήτων. Υπήρχαν στη Κρήτη και ποικιλίες ελιές που δεν ήταν λαδερές, και έβγαζαν λίγο λάδι, όπως οι τσουνάτες, οι γαϊδουρολιές που ήταν μεγάλες σαν αυγά πέρδικας, οι μηλολιές και οι καλαματιανές. Όλες αυτές έβγαζαν πολύ κατσίγαρο και ελάχιστο λάδι!
Λέγανε κάποτε τη φράση: «Τρείς το λάδι, τρείς το ξύδι, πέντε το λαδόξυδο»! Συνήθως τη φράση αυτή την έλεγαν στους λογαριασμούς τους στο τέλος της δουλειάς. Τους έλεγαν και «εβραϊκούς λογαριασμούς»! Ήθελαν να πουν πάντως, πως δεν έβγαιναν στο τέλος κερδισμένοι, αφού δεν έπαιρναν αυτά που περίμεναν ή τους αναλογούσαν, αλλά έβγαιναν χαμένοι!
Έλεγαν: «Οι δυο πέτρες βγάζουνε το λάδι», γιατί πίστευαν στην αγάπη και συνεργασία του ζευγαριού, όπου «οι δύο πέτρες» συμβολίζουν τον σύζυγο και τη σύζυγοι.
«Ελιές απ΄τον πατέρα σου, αμπέλι από τα χέρια σου» έλεγαν γιατί οι ελιές έπρεπε να είναι μεγάλες, να βγάζουν πολύ λάδι, ενώ το αμπέλι έπρεπε να είναι νέο για να βγάλει καλό κρασί!
Άλλες φράσεις: «Έφαγε η φακή το λάδι, και κατάπιε το και πάει! Είναι παροιμιώδες το πολύ λάδι που πίνει η φακή και κυρίως η φάβα! Όσο κι αν βάλεις το πίνει, για να το σκέφτεται βέβαια πολύ αυτός που το στερείται!
«Αυτός δεν τρώγεται μηδέ με το λάδι μηδέ με το ξύδι»! Το λέμε για τον αχώνευτο και ασυμπάθηστο άνθρωπο.
«Αυτός είναι σα το νερό στο λάδι»! Λέμε και εννοούμε καθαρός και κρυστάλλινος, δηλαδή αθώος! Ή «’Ηβγαλες’ την-ε λάδι», δηλαδή πήγες πολύ καλά!
«Του βγήκε το λάδι», Λέμε για αυτόν που κοπίασε πολύ για να καταφέρει κάτι.
«Μη ρίχνεις λάδι στη φωτιά», λέμε σε όποιον βάζει φιτιλιές σε καβγάδες.
«Άθρωπος δίχως υπομονή, λυχνάρι δίχως λάδι». «Παλιό κρασί φρέσκο λάδι». «Α δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι. «Πρώτα θεμέλια του σπιτιού, κρασί ψωμί και λάδι».
«Νοέμβρη όργωμα κι ελιές, δεν απομένουν οι δουλειές»!
«Ο Θεός να φυλά τα λιόδενδρα, απ΄το νερό τα’ Αυγούστου»! Το πολύ νερό τον Αύγουστο μπορεί ακόμα και να ξεράνει ολότελα τις ελιές!
«Όποιος έχει στάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι, έχει του κόσμου τα καλά, και του Θεού τη χάρη». «Από τα νεφρά σου παιδί, κι απ’ την ελιά σου λάδι» .
Οι παραπάνω είναι ακόμα κάποιες παροιμίες του λαού μας.
«Λίγο είναι το λάδι στο καντήλι του», λέμε όταν είναι κάποιος βαριά άρρωστος, και το λάδι συμβολίζει τη διάρκεια ζωής.
Το λάδι είναι συνυφασμένο με χαρές και λύπες, στη βάφτιση λέμε: « ‘Απού ‘βαλε το λάδι να βάλει και το κλίμα» . Είναι μια παλιά ευχή της βάφτισης, που λέει πως όποιος βάφτισε το παιδί, να του βάλει αργότερα και στεφάνι!
Βάζουμε λάδι για το άναμμα του καντηλιού για προσευχή και θύμηση.
Είναι επίσης οι πολλές «ρίζες ελιές» συνδεδεμένες με τα πλούτη των ανθρώπων, που ο σκοπός είναι να πετύχουν μια «καλή λαδιά»! Τις πολλές πάντως «ρίζες ελιές» του μέλλοντα πεθερού, οι προξενητάδες τις τόνιζαν στον υποψήφιο γαμπρό! Έλεγαν του γαμπρού, πως ο πεθερός «στέκει καλά», και για να τον εξυψώσουν λέγανε του γαμπρού, ή του υποψήφιου συμπεθέρου διάφορα!
Έτσι έλεγαν στον μέλλοντα γαμπρό, να τον κάνει πεθερό, «απού βάνει το λάδι στη στέρνα»!
Καθ’ ότι δηλαδή βγάζει τόσο πολύ λάδι, τόνους ολόκληρους, που δε χωρά σε πιθάρια! Αντίθετα πάλι, όταν θέλανε κάποιοι κακοπροαίρετοι να κατασυκοφαντήσουν και να υποτιμήσουν τον μέλλοντα συμπέθερο, ακόμα και πολλές ελιές να είχε, για να αποτρέψουν να προχωρήσει το προξενιό, έλεγαν:
«Μμμ σιγά το λαδά! Ούλες – ούλες τσι ελιές του, μπορείς να τσι βάλεις στην αμπασκάλη σου και να φύγεις»!
Αν ο γιός ή η κόρη τεμπελιάζουν σαν παιδιά, θα τους πει ο πατέρας: «Ανε το λαλείς ετσά, θωρώ σε μια μέρα με το λαδικό»! Εννοούν πως αν συνεχίσουν αυτή τη ταχτική, θα καταντήσουν διακονιάρηδες και ζητιάνοι να γυρίζουν στα χωριά να ζητιανεύουν λάδι!
Έλεγαν για τους πολύ φτωχούς, πως απ’ τη πείνα, «τρώνε τα κουκιά αλάδωτα»!
Ή έλεγαν, «δεν τρώνε λαδωμένο ψωμί στο σπίτι ντως»! Ήθελαν οικονομική στήριξη οι φτωχοί για να «λαδώσει το άντερό τους», όπως έλεγαν!
«Φάε λάδι κι έλα βράδυ» έλεγαν οι παλιοί, για να τονίσουν πως με την έλλειψη λαδιού, η δύναμη εγκαταλείπει το σώμα!
«Από την Έμπαρο κρασί κι από τη Βιάννο λάδι, κι από το Μυλοπόταμο ελιές και παξιμάδι», για να διαφημίσουν βασικά προϊόντα των περιοχών της Κρήτης!
«λαδοπίθαρο», τη «λαδοκουρούπα», όπου έβαζαν και διατηρούσαν το λάδι.
«Λαδοπετσέτες» για το τραπέζι της κουζίνας για να κρεμάνε τα παιδιά στο λαιμό τους να μην κάνουν τα ρούχα τους «λαδί λαδί»!
Τα «λαδόπανα» για να «παστρεύουν το τραπέζι» στο τέλος του φαγητού. Οι λαδοπετσέτες ήταν υφαντές, ενώ τα λαδόπανα ήταν πανιά κομμένα από άχρηστα ρούχα.
Επίσης είχαμε τα «λαδοτύρια», που ήταν τυριά διατηρημένα στο λάδι, τα «λαδοκούλουρα», που μέσα στη ζύμη έβαζαν λάδι αντί για βούτυρο, κλπ
Mαντινάδες και τραγούδια για ελιά και λάδι.
«Θωρείς τα τα μουρέλα μου τα πολυφορτωμένα,
Ούλα τα δίδω μάθια μου, για να σε πάρω εσένα.
Είναι δεντρά πολλά στη γης, σαν την ελιά δεν είναι,
Βρέχει, χιονίζει, λιάζεται μα πάντα δροσερή ‘ναι.
Για βάλε λάδι στην πληγή, να δεις πως θα γλυκάνει
Μα ο γιατρός εις το σεβντά, ίντα μπορεί να κάμει.
Απής ποκάμουν οι γ’ ελιές και φύγουν οι μαζώχτρες,
Αστροπελέκια και φωθιές, εις των πλουσιώ τσι πόρτες»!
Πολλά και τα λαϊκά ή κρητικά τραγούδια που μιλάνε για την ελιά και το λάδυ, όπως το γνωστό κρητικό τραγούδι του Μουντάκη :
«Εφταξε ο καιρός καλέ που πέφτουν οι ελιές
και τα λιόφυτα θα πιάσουν πάλι οι κοπελιές.
Μυλωνάδες και μαζώχτρες θα τα λέμε πότες – πότες,
κι αφορμή θα ‘ναι οι ελιές, να ‘χουμε χρυσές δουλειές/
Φύσηξε βοριά καλέ και ρίξε μια ψιλή βροχή
και για μας τους μυλωνάδες ήρθε τώρα η εποχή.
Να θωρούμε τις μαζώχτρες να τα λέμε πότες πότες
κι αφορμή θα ‘ναι οι ελιές να ‘χουμε χρυσές δουλειές.
Ολες οι γειτονοπούλες τα καλάθια θα βαστούν
και στη φάμπρικα θα μπαίνουν κάθε τόσο να ρωτούν
και θα μας παρακαλούνε για τσ’ ελιές τους να ρωτούνε
κι αναλόγως κάθε μια θα πληρώνει αλεστικά.
Πάρε το καλάθι κι έλα όμορφη μου κοπελιά
κι εγώ θα βαστώ τη σκάλα ν’ ανεβαίνεις στην ελιά.
Σα γεμίσεις το καλάθι θα πιαστούμε στα φιλιά
και θα βγάλουμε το λάδι από κάτω στην ελιά»!
Παιδικά τραγούδια
Η ΕΛΙΑ
Όπου κι αν λάχω κατοικία,
δεν μ’ απολείπουν οι καρποί.
μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
κι είμαι γεμάτη προκοπή!
Εδώ στον ίσκιο μου από κάτω
ήρθε ο Χριστός ν’ αναπαυτεί!
Κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του,
λίγο προτού να σταυρωθεί.
«Τραγούδια της Πατρίδος μου» Κωστής Παλαμάς
Η ελιά
Ευλογημένο να’ ναι ελιά το χώμα που σε τρέφει,
κι ευλογημένο το νερό που πίνεις απ’ τα νέφη
κι ευλογημένος τρεις φορές αυτός που σ’ έχει στείλει
για το λυχνάρι του φτωχού, για το άγιου το καντήλι.
Κωστής Παλαμάς
Η ελιά η τιμημένη
Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου
ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί,
κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του
λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
έχει στη ρίζα μου χαθεί.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
.
***
Ιωάννης Πολέμης
Πατρίδα τα λιοτρίβια σου
Πατρίδα τα λιοτρίβια σου
δουλεύουν νύχτα μέρα.
Με του λαδιού τη μυρωδιά
γεμίζουν τον αέρα.
Κι είν’ οι ελιές, Πατρίδα μου
ακούραστες γριούλες.
Με τον καρπό τους τρέφουνε
παιδάκια και μανούλες.
Κι είν’ οι ελιές Πατρίδα μου
δέντρα ευλογημένα,
που στέκονται στον άνεμο
με τα κλαδιά απλωμένα.
Μύθοι για την ελιά
Υπάρχουν άπειροι μύθοι και ιστορίες, αλλά εδώ βέβαια θα αναφέρουμε απλά ένα αρχαίο μύθο του Αισώπου «Κάλαμος και ελαία», που η ελιά δεν είχε κανένα υποστύλωμα!
Ένα δέντρο, λέει ο μύθος, μάλωνε με ένα καλάμι, για το ποιός έχει μεγαλύτερη δύναμη, αντοχή και ασφάλεια! Το δέντρο κατέκρινε το καλάμι, οτι είναι αδύνατο, και σκύβει σε όλους τους ανέμους, ενώ το ίδιο το δέντρο στέκεται πάντα όρθιο.
Το καλάμι δεν απάντησε τίποτε. Αργότερα ήρθε μια σφοδρή θύελλα, και το καλάμι γέρνοντας πλάγια στον άνεμο, με ευκολία γλύτωσε!
Η ελιά όμως από τη δύναμη του ανέμου έπεσε κάτω, σε σημείο που ξεριζώθηκε τελείως!
Ελιές συμισακές, τριτάρικες τετρατάρικες, αλλά και πενταρολόϊκες.
Κάποτε οι πολύ πλούσιοι ή άκλεροι, που είχαν πολλές ελιές, δεν προλάβαιναν να τις μαζέψουν. Έτσι τις δίδανε σε πολύτεκνες οικογένειες κυρίως φτωχές να τις μαζέψουν, κατόπιν κάποιας συμφωνίας. Μπορεί αν οι ελιές ήταν λίγες να τις έδιναν «συμισακές», δηλαδή να μοιραστούν στο τέλος το λάδι στη μέση. Άλλες πάλι φορές μετά τα άλεση, έπαιρνε τρία μέρη λαδιού το αφεντικό και ένα η φτωχή φαμελιά! Αυτή η συνδιαλλαγή λεγόταν «τριτάρικες»! Αν όμως ήταν πολύ λαδερές και φορτωμένες οι ελιές, και στον φτωχό βιοπαλαιστή υπήρχε μεγάλη ανέχεια στην οικογένεια του, τότε στην απόγνωσή του, μπορούσε να τις πάρει «τετρατάρικες» ή ακόμα και «πενταρολόϊκες»! Έτσι έπαιρνε τέσσερα ή πέντε μέρη λαδιού το αφεντικό και ένα η οικογένεια του φτωχού. Στην πράξη και ως συνήθως, το αφεντικό είχε ένα πατητήρι στο σπίτι του, και εκεί μέσα άδειαζαν κάθ’ αργά τις ελιές που μάζευαν ημερησίως. Άμα γέμιζε το πατητήρι, τις σακιάζανε και τις πηγαίνανε για άλεσμα στη φάμπρικα, όπου φυσικά κανονίζανε τα συμφωνηθέντα σε λάδι κάθε φορά, συνήθως σε οκάδες, το τι θα πάρει ο κάθε ένας τους.
Καμιά φορά όμως τα κανονίζανε και σε σακιά. Αν έβγαιναν ας πούμε όλα – όλα εκατό σακιά, και ήταν «πενταρολόικες», θα έπαιρνε 80 σακιά το αφεντικό και 20 σακιά οι μαζωχτάδες.
Η ελιά και η μακροζωία του παλιού κρητικού
Οι παλιοί κρητικοί ζούσαν πολλά χρόνια, και στα 80 και 90 τους έκαναν ακόμα δουλειές! Περνούσαν πολλοί τα εκατό, και κάποιοι έφθαναν και τα 120! Το γεγονός πως ήταν 70 χρόνων εντυπωσίαζε τους ξένους, που το σώμα τους ήταν ακόμα δυναμικό και είχε συστατικά 50χρονου, και δεν άργησε αυτό να κινήσει την περιέργεια στους επιστήμονες τότε! Για το λόγο αυτό επισκέφθηκαν πολλά χωριά της Κρήτης, αναζητώντας υπερήλικες για να τους ρωτήσουν και να βρουν την αιτία!
Πήγαιναν σε κάθε χωριό που μάθαινα πως είχε υπερήλικα πάνω από τα εκατό, και τον ρωτούσαν διάφορα πράγματα. Ρωτούσαν τι έτρωγε, πως ζούσε γενικά ο κάθε ένας τους, για να βγάλουν συμπέρασμα στο « γιατί διατηρούνται τόσο καλά παρά την ηλικία τους»!
Κάποιοι έλεγαν πως έτρωγαν άλλοι λάχανα (χόρτα), και άλλοι πολλά όσπρια ακόμα και κυνήγια ! Τελικά το συμπέρασμα βγήκε πως έφταιγε μεν η κρητική διατροφή, αλλά κυρίως έφταιγε το λάδι! Ο κρητικός σπάνια χρησιμοποιεί λίπη όπως σε άλλα μέρη του κόσμου, αλλά καθημερινά και πολύ συχνά χρησιμοποιεί το αγνό παρθένο λάδι! Το λάδι πείστηκαν πως τελικά έδινε την μακροζωία στον παλιό κρητικό, σε συνδυασμό με τη μεσογειακή διατροφή του, γιατί χει επικρατήσει μέχρι τώρα να θεωρείται μεσογειακή διατροφή η κριτική διατροφή.
Πάντως τα περασμένα χρόνια η διατροφή του κρητικού ήταν λιτή, και βασιζόταν στα όσπρια χόρτα και το ψωμί, και ότι προέρχεται από το σιτάρι κριθάρι ή βρώμη. Μια φορά τον μήνα έτρωγαν κρέας, μπορεί και κάθε δυο ή και τρεις μήνες τα πιο φτωχά στρώματα, όμως η φύσει τους αντάμειβε με το να τους δίνει χρόνια!