«Ελληνικούς» σκελετούς στα Ιμαλάια, οι οποίοι χρονολογούνται μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα, ανακάλυψε ομάδα ερευνητών, δίνοντας νέα διάσταση στο μυστήριο γύρω από την αποκαλούμενη «Λίμνη των Σκελετών» στην υψηλότερη οροσειρά του κόσμου.
Η λίμνη, η οποία είναι επισήμως γνωστή με την ονομασία Ρούπκουντ (Roopkund), βρίσκεται σε υψόμετρο πέντε χιλιομέτρων και μυστηριωδώς αποτελεί «κατοικία» για τα λείψανα εκατοντάδων ανθρώπων.
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της έρευνας της, η οποία τιτλοφορείται «Αρχαίο DNA από σκελετούς στη λίμνη Roopkund αποκαλύπτει μετανάστες από τη Μεσόγειο στην Ινδία», η ερευνητική ομάδα εξέτασε 38 από αυτούς τους σκελετούς, και ανακάλυψε ότι 14 από αυτούς ανήκουν κατά πάσα πιθανότητα σε κατοίκους των ακτών της ανατολικής Μεσόγειου, ταιριάζοντας γενετικά στους σημερινούς πληθυσμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης.
Οι σκελετοί χρονολογούνται από την περίοδο μεταξύ του 1.600 και 1.900 μ.χ., με την παρουσία τους, ωστόσο, στην απομακρυσμένη αυτή περιοχή, να μην μπορεί να εξηγηθεί με σαφήνεια.
Αντιθέτως, το DNA των 23 άλλων σκελετών ταιριάζει γενετικά με τους σημερινούς κατοίκους χωρών της νότιας Ασίας (Ινδία, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Νεπάλ, Μπαγκλαντές). Οι συγκεκριμένοι σκελετοί υπολογίζεται ότι ανήκουν σε ανθρώπους που πέθαναν μία χιλιετία νωρίτερα, κάποια στιγμή μεταξύ του 7ου και 10ου αιώνα μ.χ. Ο τελευταίος σκελετός προήλθε από τη νοτιοανατολική Ασία.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα 13 από τα 14 άτομα από την «ελληνική» ομάδα φαίνεται να συμπίπτουν χρονικά, με αποτέλεσμα η εικασία ότι μπορεί να κινούνταν μαζί να είναι εύλογη. Αντιθέτως, οι νεκροί από τη νότια Ασία μάλλον δεν αποτελούσαν ενιαία ομάδα και πέθαναν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Η παρουσία των εκατοντάδων σκελετών στη μυστηριώδη λίμνη παραμένει ανεξήγητη, με τους ερευνητές να προβαίνουν σε διάφορες εικασίες. Ωστόσο, παρότι αρκετοί επιστήμονες κάνουν λόγο για θύματα επιδημιών, η οστεολογική εξέταση των 38 σκελετών οδήγησε στο συμπέρασμα οι άνθρωποι ήταν υγιείς σε γενικές γραμμές τη στιγμή του θανάτου τους.
Ολόκληρη η έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature.
Πηγή: kathimerini.gr