Στη Δεξαμενή, ο κυρ Αλέξανδρος σκυθρωπός και μαζεμένος πλησίασε τον Μιλτιάδη Μαλακάση.
– Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο!
Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος:
– Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;
– Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;
– Πέθανε η τάδε…
Την είχα ”αδικήσει” και τώρα θέλω να πενθήσω.
Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο ”αδίκημα” της είχε κάνει!
Τουλάχιστο την απάτησε και ύστερα την εγκατέλειψε…
Κι όμως το ”αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο – έτσι το ένιωθε!
Όταν ήτανε δώδεκα ετών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς, και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη – Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα.
Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί.
Αλλά ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο ”βάραθρο της ακολασίας”!
Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα.
Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό.
Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κι είδε την κοπέλα να… γδύνεται!
Αυτό ήταν το μεγάλο ”αδίκημά” του.
Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο.
Αλλά τώρα πήγε επίτηδες.
Και ”ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού…”.
Κώστας Βάρναλης
………………………………………………………..
Απόσπασμα από το βιβλίο: ”Αισθητικά Κριτικά Σολωμικά”
Πηγή: Πρόσωπα