Πατεράκης Γεώργιος Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Εκπαιδευτικός
ΚΟΥΣΕΣ 30-7-2021 (Ομιλία στην πλατεία του χωριού)
Σ’ ένα πλούσιο και πληθωρικό θέμα όπως αυτό των Κουρμούληδων ο ομιλητής αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα με κύριο αυτό του μεγέθους και του όγκου των πληροφοριακών στοιχείων που έχει να διαχειριστεί και επιλέγοντας να τα χωρέσει μέσα σε μια ημίωρη ομιλία.
Ας σκεφτούμε τη συμπύκνωση εννοιών που θα πρέπει να γίνει, αν για μια μόνο πτυχή του θέματος έχουμε εκδώσει το γνωστό σχετικό βιβλίο επτακοσίων είκοσι 720 σελίδων καθώς και το δεύτερο, περιληπτικό ογδόντα περίπου σελίδων.
Υπάρχουν βέβαια πολλές πτυχές που θα πρέπει να αναπτυχθούν, και θα απαιτούσαν χρόνο για ακαδημαϊκές πανεπιστημιακές παραδόσεις ενός τουλάχιστον εξαμήνου.
Για να μην μακρηγορήσουμε όμως αλλά και για να μην παραλείψουμε ουσιαστικά σημεία, οργανώσαμε τη σκέψη μας σε διαφάνειες, περιοριζόμενοι σε μια σύντομη περίληψη του υλικού σε πυκνό τηλεγραφικό λόγο, για τον οποίο και επικαλούμαστε την επιείκειάν σας.
Το Βυζάντιο αντιμετώπιζε πολλούς εξωτερικούς εχθρούς και εσωτερικές αδυναμίες ως και το 824 μ.Χ που έχασε την Κρήτη από τους Άραβες.
Οι Σαρακηνοί Άραβες κατέλαβαν το νησί, και απέκρουσαν έπειτα αρκετές απόπειρες των Βυζαντινών για την ανάκτησή του.
Ο στρατηλάτης αραβομάχος στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς επέτυχε το 961 μ.Χ. και ανέκτησε την Κρήτη εφαρμόζοντας πολλές πολιτικές και πρακτικές για να διατηρήσει την Κρήτη στον κορμό του Βυζαντίου, αφού έγινε και αυτοκράτορας.
Εγκατέστησε αμέσως βετεράνους του στρατού του, Αρμένιους, Σλάβους, άνδρες εκ Πισειδίας της Μ. Ασίας (Πιτσίδια) αλλά και πάλι τα μέτρα δεν επετύγχαναν το σκοπό τους. Τότε εγκατέστησε ισχυρές οικογένειες του Βυζαντίου, αφοσιωμένες στον αυτοκρά[1]τορα, τα γνωστά δώδεκα Αρχοντόπουλα.
Άλλοι υποστηρίζουν πως αυτά ήταν ντόπιες ισχυρές οικογένειες που ενίσχυσε το Βυζάντιο, ποικιλότροπα, ώστε να μένουν πιστές στον αυτοκράτορα.
Στον Μυλοπόταμο εγκατέστησε τους Φωκάδες, στα Σφακιά τους Σκορδίλιδες, στο Ρέθεμνο τους Χορτάτζηδες, στα αμαριώτικα τους Βαρούχηδες και στη Μεσαρά τους Βλαστους, [2] «… οι δε άρχοντες και στρατιώται Βλαστοί να έχουν και αυτοί ταις πρώταις τους μερίδαις εις ταις Μεσαραίς ως και πρώτον», αναφέρει το σχετικό έγγραφο. Στην οικογένεια ακούγονταν και αναφέρονται τα ονόματα : Δημήτριος, Στέφανος, Συμεών, Ιωάννης, Προκόπιος, Μανουήλ, Μάρκος και Γεώργιος.
Οι Βλαστοί στάθηκαν ευνοημένοι και πιο τυχεροί από τις άλλες αρχοντικές οικογένειες, αφού ο τόπος τους ήταν ο πιο πεδινός, έφορος και πολύ παραγωγικός. Πλούτησαν και η περιουσία τους εκτοξεύτηκε στα ύψη, σε σημείο να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και εκτός Κρήτης.
Έφτασαν δε να δανείζουν με χρυσό και τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου στις πολεμικές τους επιχειρήσεις.
Σε χρυσόβουλα των αυτοκρατόρων Ανδρόνικου Β΄ Παλαι[1]ολόγου (1324) και Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1332) εμφανίζεται για πρώτη φορά το επώ[1]νυμο των Κουρμούληδων με την βυζαντινή υποκοριστική κατάληξη –ίσης, ως Συμεών Κουρμουλίσης.
Κάτι ανάλογο με την ιδιωματική κατάληξη των κρητικών σε –άκης.
Επί ενετοκρατίας η οικογένεια μαζί με τις άλλες αρχοντικές της Κρήτης κατόρθωσαν με αγώνες να αναγνωριστούν από την Βενετία ως ευγενείς.
Ισότιμοι άρχοντες των Βενετών εποίκων, που έφθασαν στο νησί.
Στην ταξική κοινωνία της εποχής στην Κρήτη τα μέλη της οικογένειας ανήκαν στην τάξη των Αρχοντορωμαίων.
Η περίοδος που ακολούθησε όμως στο Βυζάντιο ήταν περίοδος παρακμής με εναλλαγές στο θρόνο, εσωτερικές στάσεις και επαναστάσεις, εξωτερικές απειλές, από τους Πέρσες, τους Άραβες, τους Οθωμανούς αλλά και τους Λατίνους – Φράγκους, με το Σχίσμα των Εκκλησιών και τους Βενετούς, που κατέλυσαν την Βυζαντινή αυτοκρατορία διαμοιράζοντας τα εδάφη της στην Δ΄ σταυροφορία 1204.
Διάφορες αιτίες και σκοπιμότητες μετέβαλαν και άλλαξαν τα αρχικά επώνυμα των βυζαντινών αρχοντικών εκείνων οίκων που εγκαταστάθηκαν στο νησί. Άλλα υποχώρησαν και εξαφανίστηκαν (Χορτάτσαι, Αγιοστεφανίτες, Νομικοί, Αργυρόπουλοι κλπ) και άλλα μεταλλάχτηκαν σε νέα.
Από τους Φωκάδες προήλθαν οι Καλλέργηδες του Μυλοποτάμου-Ανωγείων.
Από τους Σκορδύληδες των Σφακίων προήλθαν οι Πάτεροι και οι Παπαδόπουλοι. Από τους Βλαστούς της Μεσαράς λοιπόν έτσι προήλθαν οι συνώνυμοι Κουρμούλη[1]δες, ισχυροποιούμενο κυρίως το επώνυμο αυτό των Βλαστών, μετά την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης.
Τα βαπτιστικά ονόματα που συναντούμε στους Κουρμούληδες είναι τα ίδια των Βλαστών που προαναφέραμε.
Η παράδοση αναφέρει και πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν, πως η αλλαγή του επω[1]νύμου έγινε για να αποφύγει η οικογένεια τις συνέπειες, από την αναγνώρισή της από τους [3] Τούρκους που επικράτησαν τελικά στο νησί (1669 και μετά).
Τότε δηλαδή που και οι Βυζαντινές οικογένειες της Κρήτης αναγκάστηκαν ή να εκπατριστούν, ή να προσαρμοστούν.
Έξυπνοι, ευφυείς, δαιμόνιοι και οξυδερκείς, οι Βλαστοί, προκειμένου να αποφύγουν μάλιστα τις συνέπειες και να διατηρήσουν τη δύναμη, τον πλούτο και τα βυζαντινά προνόμια που διατήρησαν ακόμη και επί Βενετοκρατίας, υποκρίθηκαν τον εξισλαμισμό τους.
Ήταν η μόνη λύση.
Ασφαλής και αποτελεσματική μέθοδος επιβίωσης, στη λαίλαπα του γιανιτσαρισμού, που έπληττε τον τόπο τους.
Πολλοί αρχοντοβενετσιάνοι έδειξαν το δρόμο και τη μέθοδο.
Με μια απλή δήλωσή τους στον Οθωμανό ιεροδίκη, επέτυχαν την επιβίωση και τη συγκαλυμμένη συνέχεια της οικογένειας.
Διατήρησαν τον πλούτο, το κύρος, την αυτονομία, την περιουσία και τους δυο αμυντικούς πύργους τους, που τους εξασφάλιζαν άνεση και ασφάλεια από τις απειλές και επιθέσεις των ντόπιων ασύδοτων «ξεκουκούλωτων», Οθωμανών.
Η υποκρισία τους αυτή είχε και τις συνέπειες της.
Το ηθικό βάρος της αλλαξοπιστίας τους. Διατήρησαν την αίγλη, τον πλούτο και κρυφά την πίστη τους (Κρυπτοχριστιανοί).
Υπέφεραν όμως από τύψεις για τον εξισλαμισμό τους.
Παρά την άδεια που έδωσε ο κρητικός πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος Πελοπίδας, επιτρέποντας την επιφανειακή μόνο αλλαξοπιστία τους, μια ομάδα από την οικογένεια θέλησαν ν’ αποκαλυφτούν, δηλώνοντας δημόσια την αληθινή Χριστιανική τους πίστη.
Όμως στην ομαδική πορεία τους προς την Πόρτα του πασά, στο Μεγάλο Κάστρο, τους πρόλαβε στα στενάκια μόλις μπήκαν στην πόλη, ο Φιλικός μητροπολίτης Ηρακλείου Γεράσιμος Παρδάλης μέσω ενός διάκου του.
Τους κάλεσε στο δεσποτικό μυστικά.
Με ευχές και νουθεσίες τους απέτρεψε να υλοποιήσουν το σχέδιό τους και ενισχύοντάς τους πνευματικά τους υπέδειξε να συνεχίσουν να προσφέρουν από την ισχυρή και ασφαλή θέση τους, στην οποία βρίσκονταν, μέχρις ότου ξεκινήσει ο μεγάλος Αγώνας.
Διαλανθάνοντας της προσοχής των κατακτητών, έτσι οι Κουρμούληδες, προόδευσαν κοινωνικά συστήνοντας ισχυρό, αυτόνομο και δυναμικό πυρήνα, που τους επέτρεπε την ισχυροποίηση και σχεδόν αυτονόμησή τους στην απόμερη, και απόμακρη τότε από το κέντρο, Μεσαρά τους.
Η δράση και η συμπεριφορά των Κρυπτοχριστιανών Κουρμούληδων προς τους ραγιάδες Χριστιανούς, διέφερε και σκανδάλιζε τους αγάδες και μπέηδες γειτονικών χωριών, οι οποίοι αγαναχτισμένοι, τους παρενοχλούσαν και συχνά τους κατήγγειλαν στην εξουσία, για την ύποπτη στάση και την συμπεριφορά τους. [4]
Δεμένοι σφιχτά σε στενό οικογενειακό κύκλο-πυρήνα, με δικούς τους οπλοφόρους, φρουρά αλλά και με τη σιωπηρή ευγνωμοσύνη των χριστιανών Ραγιάδων της περιοχής που υποστήριζαν, μπορούσαν να προοδεύουν.
Κρυφά τελούσαν τα χριστιανικά τους καθήκοντα διατηρώντας στα βάθη των πύργων τους Χριστιανική εκκλησία-κατακόμβη (Αγίας Πελαγίας).
Δημόσια, επέκτειναν τις δραστηριότητές τους μέσα στο Μεγάλο Κάστρο, όπου απέκτησαν ακίνητα αλλά και ανταποκριτές στην Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη και στην Ευρώπη (Ολλανδία).
Κατέλαβαν μάλιστα και στρατιωτικά αξιώματα του Οθωμανικού στρατού, που τους επέτρεπαν την οπλοκατοχή και τη διατήρηση οπλαποθήκης.
Δυνατοί έτσι αντιμετώπιζαν με μαεστρία τις κατηγορίες και εξευμένιζαν τους αρμόδιους για τον έλεγχό τους, με δώρα και εκδουλεύσεις.
Ενισχύοντας τα παλικάρια τους, σχεδίασαν και θέλησαν να εκτελέσουν τον τοπικό τούρκο τύραννο της Μεσαράς Αγριολίδη-αγά.
Επιχείρηση που με την παρουσία τους στον πύργο του Αγριολίδη, κατέληξε δυστυχώς σε τραγωδία και το θάνατο του γνωστού Χαϊνη ιατρού Δημήτρη Λόγιου, από τον Άγιο Θωμά. Τ
ης μεγάλης εκείνης μορφής του σπουδαγμένου στην Ευρώπη (Ιταλία) γιατρού, που αν δεν έπεφτε θύμα προδοσίας του Αράπη υπηρέτη του Αγριολίδη, θα μπορούσε αργότερα, με τα προσόντα, τη σοφία και την ανδρεία που διέ[1]θετε, να ηγηθεί του επαναστατικού αγώνα στην Κρήτη του 1821.
Οι Κουρμούληδες από κατηγορούμενοι, τις πολλές φορές, παρουσιάζονταν κατήγοροι και αδικούμενοι των ασύδοτων και τυραννικών γειτονικών γενιτσάρων.
Ο αποσταλμένος από την Πύλη, Οσμάν πασάς ο «πνιγάρης» κυνηγός και τιμωρός των ασύδοτων αγάδων και γενιτσάρων στα Ρεθεμνοχανιώτικα, γύρω στους 500 από τους ο[1]ποίους έπνιξε, κάλεσε και τον Μιχ. Κουρμούλη (Χουσεΐν-αγα) της Μεσαράς τότε, σε από[1]λογία, έξω από τα τείχη του Μεγάλου Κάστρου (1813). Παρά το κλίμα πανικού που επικρατούσε τότε μεταξύ των ασύδοτων Οθωμανών, ο Κουρμούλης παρουσιάστηκε με θάρρος.
Μετά από τις ανακρίσεις που διεξήγαγε, και ώριμη σκέψη, που ακόμη και σήμερα προβληματίζει, όχι μόνο δεν τον τιμώρησε ο πασάς, αλλά τον παρασημοφόρησε επιπλέον.
Έτσι σταδιακά, οι Κουρμούληδες αναδείχτηκαν τοπάρχες της Μεσαράς, με ισχύ και καταξίωση ακόμη και μεταξύ των δυνατών αλλά και αδύναμων και αδικούμενων Οθωμανών.
Διέθεταν λοιπόν κοινωνική καταξίωση, οπλοστάσιο, ατομική φρουρά, πύργους[1]φρούρια, χρήμα, στάβλους αλόγων και πάνω από όλα, έμπιστους και αφοσιωμένους υπηρέτες, παλικάρια. [5]
Στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη 1770, η οικογένεια κινήθηκε δραστήρια για την εκ του αφανούς συνδρομή και επηρεασμό υπέρ των θυμάτων της επανάστασης. Δωροδοκώντας φύλακες, φρόντισαν να δραπετεύσουν από τον Κούλε του Μ. Κάστρου οι φυλακισμέ[1]νοι οπλαρχηγοί του Δασκαλογιάννη (1771), τους οποίους έκρυψαν στη συνέχεια σε σπήλαιο πάνω από τη Γέργερη.
Τη γνωστή από το γεγονός «Τρύπα του Κουρμούλη» μέχρι να τους φυγαδεύσουν έπειτα στα ερημωμένα από την επανάσταση Σφακιά, όπου διατηρούσαν πολ[1]λές κουμπαριές, στεφανώματα και φίλους.
Η δράση αυτή χρεώνεται στον Ιωάννη Κουρμούλη, πατέρα του κορυφαίου της γενιάς καπετάν Μιχαήλ Κουρμούλη.
Ο Μιχαήλ Κουρμούλης (1765-1824) γνωστός με το μωαμεθανικό όνομα «Χουσεΐν αγάς» υπήρξε ο μέγιστος με την εθνική και κοινωνική δράση του στα χρόνια του ξεσηκωμού της επανάστασης του 1821.
Ήταν γνωστός για τα υπέροχα ιπποτροφεία-στάβλους και τους γυμνασμένους πολεμικούς ίππους του, που έφεραν και το χαρακτηριστικό όνομα «Κουρμούλης» ως σήμα κατά[1]τεθέν, και ανήλθε στο στρατιωτικό αξίωμα του γιανιτσαρ-αγά, δηλαδή συνταγματάρχης των εντόπιων γενιτσάρων.
Η ζωή του μοιάζει με παραμύθι και η δράση και τα κατορθώματά του άγγιξαν το κατώφλι του μύθου, τόσο από το μέγεθος, το παράτολμο και το βάρος των ενεργειών του, όσο και από το απόκρυφο και τον μυστικισμό που κάλυπτε το όνομά του.
Μετά την αποκάλυψή του όμως θαυμάζουμε τον πόθο, την αφοσίωση στην εθνική υπόθεση, στο εθνικό συμφέρον, την ανιδιοτελή προσφορά του.
Ακολούθως το δραματικό τέλος του, τραυματίας πολέμου, οικονομικά κατεστραμμένος, υπήρξε, φιλοξενούμενος του καπετάν Μανόλη Τομπάζη στην Ύδρα.
Το έργο και την προσφορά του πλαισίωναν και υποστήριζε όλη η οικογένεια, με τα συμπεθεριά της, που από τους ξένους περιηγητές αναφέρονται γύρω στους ενενήντα οπλο[1]φόροι άνδρες της οικογένειας. Ο αδελφός του Γεώργιος, ο γιός του Δημήτριος, ο ανηψιός του Μανόλης, οι γαμπροί του, και τα παλικάρια τους αναφέρονται ως πρωταγωνιστές, ηγέτες και θύματα στα πεδία των μαχών του Αγώνα του 21, εντός και εκτός Κρήτης. [6]
Από τα παλικάρια συναγωνιστές του αναφέρουμε επιγραμματικά : προεπαναστα[1]τικά τον χαΐνη Λόγιο, αλλά και όσους διακρίθηκαν έπειτα, όπως τον Καμπιτομαθιό, τον Χουλογιάννη, τους Μελιδόνηδες, τον Ρωμάνο, τον Κόρακα, τον Ξωπατέρα, τον Μαλικούτη, τον Σκουντή, τον Κούρτικα, τον Μαστραχά, τους Ανωγειανούς και φοβάμαι ότι θα αδικούσα πολλούς αν δεν ανέφερα ονομαστικά, του Τσουδερούς του Ρεθύμνου (Γεώργιο και ηγούμενο Μελχισεδέκ) τους Χάληδες από τα Χανιά, κι άλλους γιατί όλη η Κρήτη από την μια άκρη στην άλλη, τον αποδεχόταν και συνεργάζονταν μαζί του.
Από τους Σφακιανούς πρωτοκαπεταναίους, ως και τον τελευταίο αγωνιστή και επαναστάτη, για να μην παραλείψουμε και πολλούς αδύναμους Οθωμανούς, που εκτιμούσαν την προσφορά του και αναγνώριζαν την κοινωνική καταξίωσή του επικαλούμενοι πολλές φορές την παρέμβασή του για την επίλυση διαφορών τους.
Μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία παραμονές της επανάστασης (1819) και μάλιστα ανήλθε στον βαθμό του «αιδεσίμου ιερέως» της.
Διέθετε το χαρακτηριστικό εφοδιαστικό έγγραφο (Πιστοποιητικό της ιδιότητάς του) και μπορούσε δηλαδή να κατηχεί και άλλους στα μυστήρια της Φιλικής Εταιρείας.
Τόσο σοβαρή ήταν η περίπτωσή τους που παραβρέθηκαν μάλιστα και οι δυο στις συνελεύσεις προετοιμασίας της επανάστασης πότε στα Χανιά, αλλά και στα τελετουργικά έναρξης της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη.
Στα «Γλυκά νερά» και της «Παναγίας της Θυμνιανής» στα Σφακιά, όπου από την «Καγκελαρία Σφακίων» απονεμήθηκε στον Μιχαήλ Κουρμούλη ο στρατιωτικός βαθμός του Πεντακοσίαρχου.
Ο ανώτατος των κρητικών επανα[1]σταστών, του 21 στην Κρήτη. Εικόνες της περίστασης μας δίδει πολύ παραστατικά η λαϊκή Μούσα :
Κοντό κι ειντά ’ναι η μάζωξη στο σφακιανό το(ν) κάμπο ;
Στην Παναγιά τη Θυμνιανή, δίπλα στσοι Κομητάδες,
μαζώνουντ’ ούλοι (γ)οι αρχηγοί τση Κρήτης οι αντρειωμένοι.
Ο[1]μορφονιοί, αμούστακα, γέροι και παλικάρια.
Απ’ ούλους ξεχωρίζουνε μια δεκαρέ νομάτοι.
Δείχνουνε σ’ αναστάτωση, σαν τ’ άγρια λιοντάρια.
Φορούνε ρούχα πλουμιστά, στην κεφαλή τουρμπάνι,
λαμποκο[1]πούν στη μέση(ν) τους μαχαίρια και μπιστόλες,
καδένες εις το(ν) μπέτη τους, μάλαμα καπνισμένες.
– Χριστέ μου !!! να ’ναι άπιστοι, κουρσάροι ή γενιτσάροι ;
Κι αν είναι, είντα γυρεύγουνε σε τούτονε τον τόπο ;
– Δεν είν’ κουρσάροι άπιστοι, ουδέ και γενιτσάροι.
Κατωμερίτες δείχνουνε, θεργιά ξαγριγεμένα.
Άντρες καλοστεκούμενοι, βαργιά αρματωμένοι. [7]
– Θεέ μου και οι Κουρμούληδες είναι τα παλικάρια !!!
και πιο απ’ όλους ξακουστός ο καπετάν Μιχάλης.
Προεπαναστατικά τώρα : θα πρέπει να αναφερθεί ότι (είχαν την ελευθερία κινήσεων) και πύκνωσαν τις μεταβάσεις τους προς τα Σφακιά και τα Χανιά, με ενέργειες που έμειναν παροιμιώδεις στην Ιστορία μας.
Από το συχνό πήγαινε-έλα, προέκυψε η ανάγκη ανάπαυλας και διαμονής στο μακρύ ταξίδι Κουσέ – Σφακιά – Χανιά, με τα τότε μεταφορικά μέσα της εποχής, με αποτέλεσμα την ενδιάμεση στάθμευση για ανάπαυση, ή διανυκτέρευση και διαμονή. Κάποιοι Κουρμούληδες ρίζωσαν στα χωριά Αγκουσελιανά και Σελλιά, και διακρίθηκαν στις μάχες που έγιναν στην περιοχή τους, τους κατιόντες των οποίων συναντούμε ως σήμερα στα μέρη αυτά.
Στα Χανιά, το Πάσχα 1821, ο Μιχαήλ Κουρμούλης αποκάλυψε την αληθινή πίστη του επισκεπτόμενος ξαφνικά τον ναό των Αγίων Αναργύρων, όπου μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και ήρθε σε συνεννοήσεις μετά με τους Φιλικούς Εταίρους του (επίσκοπο Μελχι[1]σεδέκ, Ρενιέρη κλπ.).
Πολύ παραστατικά μάλιστα η λαϊκή μούσα μας αναφέρει σχετικά :
Μεσ’ τα Χανιά βρισκότανε τη μεγαλοβδόμαδα
κι εξέτρεχε πολλές δουλειές απού ’χε στην αράδα.
Όμως, Μεγαλοσαβατιάτικο δεν είχε ξετελέψει,
κι όθε τα Μεσαρίτικα, πίσω να επιστρέψει.
Κι έτσι, να μεταλάβει σκέφτηκε, των θείων μυστηρίων
κρυφά, νύχτα τσ’ Ανάστασης, στην πόλη των Χανίων.
Σχεδίασε, μεσ’ τη νυχτιά, στα ξαφνικά να πάει,
σε εκκλησιά και στα κρυφά κι αυτός να μεταλάβει.
Διάλεξε δε και το ναό, Αγίων Αναργύρων
που ’ταν τότε δεσποτικός, στην πόλη των Χανίων.
Την ώρα της Ανάστασης Μεγα-Σάββατο βράδυ,
γλίστρησε, για την εκκλησιά, μεσ’ στο πυκνό σκοτάδι.
Πάνοπλος κι όπως ήτανε, π’ ανθρώπου νους δε βάνει,
μπαίνει στην εκκλησιά μ’ορμή και το καπότο βγάνει.
Βγάνει κι από την κεφαλή το πλουμιστό σαρίκι,
που το φορούσε χαμηλά κιανείς μην τον γνωρίσει.
Κι ελάμψανε τα άρματα !!! Αστράψαν οι μπιστόλες !!!
Μα οι Χριστιανοί απ’ το φόβο τους κιτρίνισαν σαν βιόλες.
Ποιος ήταν που δεν ένοιωσε τρόμο, παραλυσία,
σαν είδε Τούρκο μ’ άρματα μέσα στην εκκλησία;
Πορπατηχτός επήγαινε ίσια στο άγιο – Βήμα,
έκανε νόημα του παπά, που όλοι τους σαστίσαν.
Φόβο και αναστάτωση μα και απελπισία,
σκόρπισε η παράξενη του Τούρκου παρουσία.
Ετσά μεγάλες εορτές μα και χρονιάρες μέρες,
οι Τούρκοι μέσ’ τις εκκλησιές μ’ άρματα και μαχαίρες,
κάνανε χάζι μπαίνοντας, και τα ιερά μας βρίζαν,
ματοκυλούσαν Χριστιανούς κι έκαιγαν ό,τι βρίσκαν.
Όμως, σαν το αγίασμα εγλύκανε ο φόβος.
Ζωντάνεψε και των κεργιών το φως, του δέσποτα ο λόγος,
που ’δε από μέσα κι ένοιωσε το σύνθημα του ξένου,
των Φιλικών γνωρίσματα, που λίγοι μόνο ξέρουν,
και παίρνοντας στα χέρια του το Άγιο Ποτήρι
επρόβαλε ατάραχος εις την Ωραία Πύλη.
Κι ενώ του ’δίδε ήρεμα την θεία κοινωνία,
λίγο πρίχου να τέλειωνε η θεία λειτουργία, λέει : [8]
«…μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Μιχαήλ».
Λόγια, που σα να τά ‘ψαλλαν ουράνια Σεραφείμ.
Άκρα σιγή βασίλεψε μέχρι να μεταλάβει,
ο ξένος με τα τούρκικα και τη μεγάλη σπάθη.
Όλο το εκκλησίασμα, (…όσο ’χε μείνει ακόμα),
σύξυλο εστεκότανε και μ’ ανοιχτό το στόμα.
Δεν εμπορούσαν οι άμοιροι πράμα να καταλάβουν.
Άλλα εντουχιουντίζανε να γίνουν και να πάθουν.
Κι όσπου να συνηφέρουνε τ’ όμορφο εκείνο βράδυ,
μεσ’ το καπότο χάθηκε ο ξένος στο σκοτάδι.
Ποιος ήταν; δεν κατάλαβε κιανείς. Ούτ’ από πού ’χε έρθει,
Κι ο δέσποτας, συνέχιζε, με το «Χριστός Ανέστη…».
Εξαπατώντας τους τούρκους του Μεγάλου Κάστρου, που αναρωτιούνταν γιατί άδειαζε τις οπλαποθήκες του στο Μεγάλο Κάστρο, δήλωνε : « … για τους άπιστους ραγιάδες που κινούνταν συνωμοτικά».
Με τα όπλα αυτά όπλισε τα έμπιστα παλικάρια-συνεργάτες του.
Διάθεσε και τους ίππους των στάβλων του και ίδρυσε το πρώτο Ιππικό των επαναστατών.
Έπειτα κήρυξε επίσημα και δημόσια την επανάσταση, στο χωριό τους τον Κουσέ.
Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα και έγινε γνωστή η δημόσια αποκάλυψή τους, ο αρχιστράτηγος των Τούρκων Σερίφ-πασάς του Ηρακλείου (Σερασκέρης Κρήτης) επιθυμώντας να μεταπείσει τον Μιχαήλ Κουρμούλη, του έστειλε κολακευτική επιστολή, στο στρατηγείο του Κουρμούλη στη Μονή Βροντησίου, προσκαλώντας τον να επιστρέψει στις τάξεις των Οθωμανών υποσχόμενος συνάμα να τιμωρήσει όσους Οθωμανούς τον ενοχλούσαν.
Η απάντηση φυσικά, όπως δήλωνε ο γραμματέας του Λάζαρος Ιορδάνου, ήταν αρνητική, και έκτοτε απέφευγε να έχει επικοινωνία με τον πασά, αφοσιωμένος με ζήλο πλέον και ανοιχτά στον επαναστατικό αγώνα.
Θα πρέπει να σημειωθεί η λεπτομέρεια εδώ, ότι κατά την απονομή των στρατιωτικών βαθμών, από την «Καγκελαρία Σφακίων» δέκα Σφακιανοί πολέμαρχοι, κατέλαβαν ανώτερα αξιώματα και απλώθηκαν σ΄ όλη την Κρήτη.
Αναπτύχθηκε τότε ζηλότυπα μια εσωτερική αντίδραση από τους παραγκωνιζόμενους οπλαρχηγούς της Κεντρικής και Ανατολικής Κρήτης. Ένα ρεύμα «αντισφακιανιζόντων» αγωνιστών, που προσέβλεπαν με εμπιστοσύνη στην ηγετική μορφή του Κουρμούλη.
Προτιμούσαν ως ηγέτη τους, τον καπετάν Μιχάλη, ως ήπιου σοβαρού και μετριοπαθούς ηγέτη, που έφερε επίσημα και τον στρατιωτικό βαθμό του πεντακοσίαρχου.
Τον πρότειναν μάλιστα φορτικά και στην Πελοπόννησο, στον Δημήτριο Υψηλάντη, για να τον χρήσει ως Γενικό Αρχηγό του Αγώνα στην Κρήτη.
Θέση την οποία δεν αποδέχτηκε ο ίδιος, εκτιμώντας την φιλαρχία των υπόλοιπων συναρχηγών του, μα κυρίως φοβούμενος την αμφισβήτησή του σε κρίσιμες ώρες και αποφάσεις του Αγώνα λόγω της προηγούμενης αλλαξοπιστίας της οικογένειάς του. [9]
Έτσι ο Υψηλάντης, για να ξεπεράσει το αδιέξοδο, πήρε τη λάθος απόφαση και προχώρησε στο διορισμό του Μιχαήλ Αφεντούλη ως Γενικού Αρχηγού του Κρητικού αγώνα, (1822-1823).
Ο Αφεντούλης ξένος στην ψυχολογία των κρητικών και μάλιστα άξεστων οπλαρχηγών καπεταναίων, παρά τις αρχικές επιτυχίες των επαναστατών, δίχασε τους αγωνιστές στρεφόμενος κατά των Σφακιανών και παίρνοντας το μέρος των «αντισφακιανιζόντων».
Πάνω στο χρόνο, απογοήτευσε και ανακλήθηκε, αντικατεστημένος από τον υδραίο θαλασ[1]σόλυκο καπετάν Μανόλη Τομπάζη, ως Αρμοστή Κρήτης (1823).
Ο Τομπάζης ήταν καλός, δυναμικός, φιλοκρητικός και θαλασόλυκος, αλλά καπετά[1]νιος για τη θάλασσα, χωρίς στρατηγικές ικανότητες στην ξηρά.
Ο Μιχαήλ Κουρμούλης αγωνίστηκε με τα παλικάρια του στην Κεντρική κυρίως Κρήτη και γνώρισε σημαντικές επιτυχίες αναγκάζοντας τους Οθωμανούς των επαρχιών να καταφύγουν για προστασία στα κάστρα και μάλιστα με συνωστισμό, στο Μεγάλο Κάστρο.
Οργάνωσε την επαρχία και διαχειρίστηκε τα έσοδα από τις εγκαταλειμμένες περιουσίες των Οθωμανών της υπαίθρου για τη συντήρηση των παλικαριών και του ιππικού του.
Και με τους δύο Έλληνες Αρμοστές συνεργάστηκε άψογα και αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις μέχρις εσχάτων κατά του Χασάν-πασά, ο οποίος σκοτώθηκε στο Καστέλλι Πεδιάδος και αντικαταστάθηκε από τον Χουσείν-μπέη.
Παρά τις επιτυχίες του Κουρμούλη και των επαναστατών, ο ενωμένος Τουρκο-αιγυπτιακός τακτικός στρατός κατέπνιξε τελικά την επανάσταση της Κρήτης στα 1824 βυθίζοντας στον όλεθρο και την καταστροφή την έδρα των Κουρμούληδων στη Μεσαρά, και την Κρήτη ολόκληρη.
Κυνηγημένα τα παλικάρια της οποίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί. Τραυματίας πολέμου και ο Μιχαήλ Κουρμούλης, κατέφυγε με την στενή οικογένειά του, στο πλοίο «Τερψυχόρη» του Εμμ. Τομπάζη στους Καλούς Λιμνιώνες, απ’ όπου εκπατρί[1]στηκαν. Φιλοξενούμενος στο αρχοντικό των Τομπάζηδων στην Ύδρα ενεργούσαν από κοι[1]νού με τον Τομπάζη στην ελληνική κυβέρνηση για την ενίσχυση και αναζωπύρωση του Αγώνα της Κρήτης.
Άφησε την τελευταία του πνοή όμως, 1 η Ιουνίου 1824 και κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στην Ύδρα, με τιμές στρατηγού εν ενεργεία, παρά τον εμφύλιο τότε, που κατέτρωγε τα σπλάχνα της κυρίως Ελλάδας (δες εφημ. Ο Φίλος του νόμου).
Το έτος 1824 ήταν πανωλεθρία για τους επαναστάτες της Κρήτης.
Μέσα στο γενικό κλίμα καταστροφών σημειώνεται το μαρτύριο των Τεσσάρων Νεομαρτύρων του Ρεθύμνου [10] (Γεώργιος, Μανουήλ, Νικόλαος και Αγγελής) από τις Μέλαμπες, που ήταν κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες.
Εξουδετερώνεται το πρωτοπαλίκαρο του Κουρμούλη, ο Ιωάσαφ Μαρκάκης (Ξωπατέρας) πολιορκούμενος από αμέτρητο τούρκικο ασκέρι στον Πύργο του στην δίπλα Μονή της Παναγίας της Οδηγήτριας, για να τον κλάψει η λαϊκή μούσα με το γνωστό λαϊκό τραγούδι που αναφέρει υποτιμητικά για τους Τούρκους :
«Δεν είν’ αυτή παλικαριά μονό ‘ναι πουστουλούκι,
να πολεμούν ένα παπά εννιά χιλιάδες τούρκοι…».
Υπερβολές βέβαια της Μούσας, που δείχνουν το μέγεθος της κατασταλτικής δύναμης των Τούρκων, με την αλήθεια να είναι ότι κινήθηκαν εναντίον του 900-1200 Τούρκοι.
Ο Χασείν-μπέης αφού κατάστρεψε την Μεσαρά και επικράτησε στην Κρήτη, κυνήγησε τα παλικάριατης πάνω στο νησί αλλά και στα δίπλα νησιά, όπου είχαν καταφύγει.
Κατέστρεψε την Κάσο μάλιστα όταν οι κάτοικοί της αρνήθηκαν να του παραδώσουν τουλάχιστον τους Κουρμούληδες, που ήταν μεταξύ τους (Δημήτρης, Μανόλης, Αστρινός ).
Οι Κάσιοι τους φυγάδευσαν σε γειτονικά νησιά απ’ όπου κατέληξαν στην κεντρική Ελλάδα και τάχτηκαν κάτω από τις διαταγές των στρατηγών της (Παπαφλέσα, Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη κλπ.).
Παίρνοντας μέρος στις κυριότερες μάχες του ελληνισμού τότε (Μεσολόγγι, Μανιάκι, Σφαχτηρία, Μαραθώνα, Τρίπολη, Ναύπλιο, Φάληρο) έγραψαν λαμπρές σελίδες δόξης και έλαβαν την υπόσχεση ότι θα ενισχύονταν μετά, για την εκστρα[1]τεία ανάκτησης της Κρήτης τους.
«… Σ’έναν αγωνιστή μπροστά έκαιγε ένα καντηλάκι, σα να ήταν ιερό κόνισμα.
Κι όποιος έμπαινε και τον ρωτούσε το γιατί :
– Είναι ο άγιος Καραΐσκος, αποκρίνουνταν ξερά κι έκοβε την κουβέντα.
Ετούτος ήταν ο καπετάνιος του παππού του, του Ντελή-Μιχάλη.
Μια νύχτα που’ταν ταμπουρωμένοι οι Έλληνες στο Φάληρο, κοντά στην Αθήνα, κι είχαν στήσει αντίκρα οι Τουρκα[1]λάδες τα τσαντίρια τους, ο παππούς του μέθυσε.
Ο αρχηγός είχε βγάλει διαταγή, κανένας μην κουνήσει από το ταμπούρι του, ωσότου καταφτάσουν το πρωί κι άλλοι καπεταναίοι, λίγοι ήταν οι χριστιανοί μαθές, χιλιάδες οι Τούρκοι.
Μα ο παππούς του μέθυσε μαζί και με άλλους Κρητικούς – ποιος μπορούσε να τους κάμει ζάφτι;
Χίμηξαν όξω από τα ταμπούρια τους, μπήκαν στα τούρκικα τσαντίρια, άρχισαν τις κουμπουριές…
Πιάστηκαν χριστιανοί και Τούρκοι πριν της ώρας κι ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε.
– Τον πήρε στο λαιμό του, τον πήρε στο λαιμό του… μουρμούρισε ο καπετάν Μιχάλης.
Δεν πειράζει.
Κι ο παππούς μου σκοτώθηκε.
Όλοι θα σκοτωθούμε». [11]
Με το θαυμάσιο κείμενο αυτό περιγράφει ο μεγάλος Κρητικός λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης τα γεγονότα που κατέληξαν στο θάνατο αρκετών Ελλήνων και του Καραϊσκάκη στη μεγάλη μάχη του Φαλήρου που επακολούθησε με το δραματικό τέλος της (Απρίλιος 1827)».