Ο νεομάρτυρας Χριστόδουλος γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Κασσάνδρας, που ονομαζόταν Βαλτά.
Σε νεαρή ηλικία ήλθε στη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε το επάγγελμα του ράφτη.
Όταν πληροφορήθηκε ότι κάποιος χριστιανός Βούλγαρος, ετοιμαζόταν ν’ αρνηθεί τον Χριστό προμηθεύτηκε έναν μικρό σταυρό και πήγε στο καφενείο, όπου θα γινόταν η περιτομή του αρνησίχριστου.
Διέσχισε το πλήθος των γενιτσάρων, και ενώ χτυπούσαν τα τύμπανα, πλησίασε τον αρνησίχριστο, παρουσίασε τον σταυρό και του είπε: «Αδελφέ τι έπαθες, να η πίστη μας, να ο Χριστός, που σταυρώθηκε για την αγάπη μας, συ γιατί αφήνεις τον Χριστό τον σωτήρα σου και γίνεσαι Τούρκος;».
Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι, όρμησαν και συνέλαβαν τον Χριστόδουλο και με χτυπήματα τον οδήγησαν στον κριτή, όπου απαίτησαν τον θάνατο του.
Στην προτροπή του κριτή ν’ αρνηθεί τον Χριστό, ο Μάρτυρας με θάρρος απάντησε: «… και συ άφησε τον μωαμεθανισμό και γίνε Χριστιανός».
Αποδεικνύοντας έτσι την ακλόνητη πίστη του, παραδόθηκε στους δήμιους, οι οποίοι τον κρέμασαν κοντά στον ναό του Αγίου Μηνά στη Θεσσαλονίκη.
Το λείψανο του αγίου με καρφωμένο τον σταυρό στην πλάτη του, παρέμεινε γυμνό κρεμασμένο για δύο μέρες.
Κατόπιν οι Χριστιανοί, αγόρασαν το λείψανο του αντί 600 γροσιών και το έθαψαν με τιμές.