Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Οψάργας ονειρεύτηκα πως εξανάχτιζα την πατρίδα μου.
Έψαξα και βρήκα όλα όσα χρειαζόμουν για το χτίσιμο.
Μια χαχαλιά χώμα, όπου είχε στάξει το πρώτο μου δάκρυ.
Μια πέτρα όπου είχα πρωτοσκοντάψει και πρωτοσβολώθηκα.
Ένα απομεινάρι της ξερής καβαλίνας που ‘χα τρίψει κι έβαλα πάνω στην πληγή του γονάτου μου, για να μη κακοσυνέψει.
Το παραθυρόφυλλο της γειτονοπούλας, που το άνοιγε όχι για να μπει ο ήλιος, μα για να βγει ο ήλιος από τα μάθια της και να φωτίσει τον κόσμο όλο και μένα μαζί.
Την καμπάνα της Παναγίας, τον ήχο της οποίας δε μπόρεσε ποτές να μιμηθεί και το πιο αριστουργηματικό μουσικό όργανο.
Τη γέψη της πρώτης γκαζόζας που ήπια στο καφενείο της πλατείας, κι ας μη την ήπια ολάκερη μιας και ήτανε μοιρασμένη σε τρία ποτήρια.
Την μυρωδική καταιγίδα στο μπακάλικο του Λιοδακομανόλη, από βοτάνια, μοσχολίβανο, ρέγγες, παστές σαρδέλες, κριθαροκούλουρα, καραμέλες, λάδι, ρακή, πράσινο σαπούνι και κρασί.
Τη μυρωδιά της αθρωπιάς που σκέπαζε ολάκερο το χωριό κι έφτανε ίσαμε τα μνήματα σκεπάζοντας τα κι αυτά.
Τον γαϊδουράκο των θειαδών μου που πρωτοκαβαλίκεψα κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μου από το φόβο μη τυχόν και γκρεμιζόμουνα από τα δυσθεόρατα ύψη που θαρρούσα πως βρισκόμουνα.
Τη γλύκα και τη δροσεράδα του κορμού του γαϊδουράγκαθου, που μασούλαγα με κλειστά τα μάθια, από φόβο μην επόριζε απο κει και χανότανε η απόλαψη κι η ευτυχία.
Το δίφραγκο που ‘χα κλέψει από την τσέπη του κύρη μου και το ‘καμα όλο μαστίχες και τις μασούσα όλες μαζί μέρες ατέλειωτες, κι ας εχώραγαν με το ζόρι στην παιδική μου μπούκα.
Τα γειτονάκια μου, ξυπόλητα όπως εγώ, με χιλιομπαλωμένα πατελονάκια όπως το δικό μου, με κάσα στα γόνατα και στους αστραγάλους όπως κι εγώ, μα και με το συγκλονισμό που γεννούσε η προσπάθεια μας ν’ ανακαλύψουμε, λέει, τη φωλιά του θεόρατου όφι, του στοιχιού που κατα που ακούγαμε από τους μεγαλύτερους βρισκότανε σε μια σπηλιά δίπλα στο Φαράγγι και κατατρομοκρατούσε τους περασάρηδες. Κι αφού δε βρίσκαμε το φιδοστοιχιό, εψάχναμε να βρούμε εκείνο το βάτο που υπήρχε, λέει, στην καρδιά του χωριού και κάθε που έκαναν επίθεση οι Τούρκοι για φονικά και πλιάτσικο, μια φωνή έβγαινε μέσα από το βάτο και δοποιούσε τους χωριανούς να χωστούνε.
Τη μεθυστική μυρωδιά της γιαγιάς μου, σαν με κρατούσε αγκαλιά και μου ‘λεγε παραμύθια με δράκους και στοιχιά, που όλα τους νικιότανε από έναν άντρα Κρητικό, που ‘χε πατέρα Κρητικό και μάνα και γυναίκα Κρητικές.
Το ζόρε που έβανα βοηθώντας τον κύρη μου να βγάλει τα στιβάνια του, καθισμένος στη μύτη του κάθε στιβανιού βαστώντας κόντρα για να σέρνει ο κύρης μου τον πόδα του και να βγει από το στιβάνι.
Την εικόνα της μάνας μου πάνω από την ξύλινη σκάφη με την αλουσά και τα λερωμένα ρούχα και τον ιδρώτα της που ‘τρεχε μέσα στη σκάφη, προσθέτοντας αγάπη στην αλουσά.
Τις ατέλειωτες ”καλημέρες”, ”καλησπέρες”, τα ατέλειωτα ”με το καλό”, ”καλωσόρισες”, ”έλα από το σπίτι να πιούμε μια” μαζί με τα ”όφου Παναγία μου”, με τα οποία ήμουν βέβαιος πως τρεφόντουσαν οι αγγέλοι που φυλάγανε το χωριό μου, τις Γκαγκάλες.
Όλα ετούτανα κι ακόμη άλλα τόσα εμάζωξα στον ύπνο μου και ξανάχτισα την πατρίδα μου.
Στην ψυχή μου την έχτισα.
Για να ‘μαι σίγουρος πως δε θα κιντινέψει ποτές από κανένα, ντόπιο ή ξένο, μακελάρη πατρίδων.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι συνταξιούχος Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας