Γράφει ο Ζαχαρίας Μιχελάκης
Όπως είναι εδώ και λίγες ώρες γνωστό ο μεγάλος Μιχάλης Μπουρμπούλης δεν μένει πια εδώ.
Γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1939, και εζησε στην Ιθάκη τόπο καταγωγής της μητέρας του μέχρι που τελείωσε το Ναυτικό γυμνάσιο.
Για όσους δεν τον ξέρουν,
και ότι έγραψε μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, εκατοντάδες κείμενα στις διαφημιστικές εταιρίες , και εφημερίδες ότι σπούδασε δημοσιογραφία και σκηνοθεσία….
Θα ξέρουν σίγουρα κάποια από τα 200 τραγούδια του, που έδωσε στους καταξιωμένους συνθέτες, Χατζιδάκις,Θεοδωράκης, Κουγιουμτζής Ανδριόπουλος, Λάγιος, Χατζηνάσιος, Κοκοτος, Καλδάρας, Σέμσης….
Θαταν 12 του Μάρτη ( Χάρις Αλεξίου), Μην κλαίς ( Σωτηρία Μπέλλου)
Τα βεγγαλικά σου μάτια (Γιώργος Νταλάρας)….
Να παίζει το τρανζίστορ( Μαρινέλλα)….
Είστε πασίγνωστος στιχουργός ,τον ρωτάει η δημοσιογράφος.
– Αλήθεια γιατί στραφήκατε στο τραγούδι;
-Έίναι απλό. Άρχισα με το τραγούδι γιατί δεν μου βγάζανε ένα βιβλίο μου, και χρειαζόμουν χρήματα για να τα εκδώσω…..
Μήπως θα πρέπει και να ευχαριστήσουμε λέω εγώ ,τον εκδότη γιατί ίσως να μην έφταναν ποτέ στα αυτιά μας αυτά τα τραγούδια;;
Άρχισα να σας γράψω ,λίγους στίχους του, και δεν ήξερα που να σταματήσω….
Μη βαρεθείτε..πόσες φορές δεν τον τραγουδήσαμε, χωρίς να ξέρουμε ποιος ήταν κ στιχουργός.
Ας είναι το δικό μας
” Στο καλό να πας Μιχάλη Μπουρμπούλη ”
“τραγούδια είναι άντρες που σηκώνουνε τη γη
κι όχι ανύποπτοι φαντάροι που τους πάνε για σφαγή
τα τραγούδια είναι φεγγάρια που τα φτάνουν παλληκάρια
Τα τραγούδια είναι αίμα είναι πράγμα μαγικό
είναι φλόγα αναμμένη σε κορμί ελληνικό
τα τραγούδια είναι φεγγάρια που τα φτάνουν παλληκάρια”
* * “Δυο τρεις ιππότες απ’ τη Γιάλτα
βγήκανε νύχτα στη στεριά
κι αφού μοιράσαν τα δουκάτα
ρίξαν τα ζάρια τα βαριά.
Κι ο Κόσμος έγινε ταβέρνα,
τοπίο σεληνιακό,
καράβι που το εκυβέρνα
τσούρμο τρελό, μανιακό.
Χαμένοι κόποι·
Γης και ανθρώποι.
Τα καραβάνια απ’ τη Σελήνη
κι από τον ήλιο οι ορδές
αράξανε στη Μυτιλήνη
κι ένα πρωί στις Παγασές.
Του Ρήγα κάψανε τη Χάρτα,
βουλιάξανε και την Αργώ.
Αχ! Νίκο Γκάτσο, τα φουσάτα
θα κάψουν και την “Αμοργό”.”
* * Άναψα όλα τα φώτα κι έδωσα παράσταση
σαν πεθάνει η αγάπη δε γνωρίζει ανάσταση
Τα βεγγαλικά σου μάτια φέγγουν σαν το φώσφορο
σαν νυχτερινά καράβια που περνούν το Βόσπορο
Έκλεισες το φως και πήγες έγινες αόρατη
νέφος που το πήρε ο αέρας σε μια πόλη αυτόματη
Τα βεγγαλικά σου μάτια ένα ολοκαύτωμα
και η μοναξιά να πέφτει σαν βροχή στο πάτωμα
Είμαι πια εγκλωβισμένος στ’ άρωμά σου στ’ όνομά σου
και στα μάτια ναι στα μάτια τα ψυχρά βεγγαλικά σου
Τα βεγγαλικά σου μάτια φέγγουν σαν το φώσφορο
σαν νυχτερινά καράβια που περνούν το Βόσπορο.
* * “Στην Ελλάδα κάνει κρύο κι ένας βάρβαρος βοριάς
με φορτώνει σ’ ένα πλοίο που το λέγαν Πειραιάς
ανοιχτήκαμε στη Δύση με τον ήλιο στα ψηλά
τα καράβια κρύβουν μίση και φαντάσματα πολλά
και την τρίτη μέρα φτάνει μήνυμα από τη στεριά
να μ’ αφήσουν σε λιμάνι και σε σκοτεινά νερά
Μη ρωτάς που ταξιδεύω μη ρωτάς
τη δροσιά, κι ό,τι ανασαίνει ν’ αγαπάς”
**Έρχομαι από την Ελευσίνα έξι τόνους φορτηγό
Το ραδιόφωνο ανοιγμένο
Το τσιγάρο αναμένο
Κι η Αθήνα μες στη στάχτη
Αραγμένο θωρηκτό.
Κοιμισμένος στο τιμόνι
διανυκτερεύοντας
μου την είχε στήσει
ο χάρος
και του πάω γυρεύοντας.
“** Μία ασπιρίνη και
καφές
κι ύστερα δυό τσιγάρα.
Και απόψε πάνε οι ψυχές στην ανηφόρα
τρίζοντας
σαν σκουριασμένα κάρα.
Αχ, να περάσει ο
πυρετός
να ρθούνε και δύο
φίλοι
κι αυτό που λένε
” εαυτός”
απ’ το βυθό του
ποτηριού να βγεί
θα βγει πάνω στα
χείλη.
** Ρίχνω στο γιαλό άσπρη μαύρη πέτρα
Ψάχνω να σε βρω φως μου αίσθημα παλιό
κάνω στο νερό μάγια,
όρκους ξόρκια
κάνω ένα σταυρό
νά’ χω τύχη να χαρώ.
**Το χατήρι μιας αγάπης
της αγάπης σου
μπέρδευα ήλιους και φεγγάρια στο
κρεβάτι σου
Για το χατήρι μιας αγάπης
της αγάπη σου
έγινα χάρτινη βαρκούλα
μες στο χάρτη σου
Φεύγουν οι ώρες
μιά παρέα περνάει
καρδιά μου
σε ουρανό φωτεινό
φεύγουνε οι ώρες
μη μ’ αφήσεις ακόμα
χαρά μου,
πριν μου πεις σ’ αγαπώ.
**Πώς έρχονται όλα τα πουλιά
με φως στην κάμαρα σου
με δαιμονίζουν τα μαλλιά
το μπλε στα τσίνορα σου
το αιγαιοπελαγίτικο
το μπλε το κυκλαδίτικο
Είσαι γλυκό του κουταλιού σε ασημένιο δίσκο
φιλί που αρωμάτισε
γλώσσα και ουρανίσκο.
* *Όλα έχουνε αλλάξει πρόσεξε θα μου κοπείς .
Χάσαμε την επαφή μας
σε ρωτώ αν με ξέρεις,
και δεν έχεις τι να πεις.
** “Άκου τι τρελό συμβαίνει
όταν πέφτουν στο χαλί
τα μετάξια και τα χτένια
απ’ το σώμα σου τρελή:
“Στο βινύλιο η βελόνα
τρίζει πάνω στις στροφές
και στο μπρίκι ξεχειλίζει
κι έξω χύνεται ο καφές”.
Τα ρούχα έχουν άρωμα
έχουν το άρωμά σου
και στο κλουβί τρελαίνονται
τα δυο πουλιά και δέρνονται
κι αυτοκτονούν μπροστά σου”
* * “Κόσμος στην αποβάθρα
Θα έρθει το καράβι πάλι
Διαβάζουμε τα νέα
Πετώντας τα στη θάλασσα σ’ ένα μπουκάλι
Και κάθομαι σκυφτός κι ακίνητος
Κόντρα στον ήλιο
Απ’ το Σεφέρη μουρμουρίζοντας
Συ που θα λέγαν Μπήλιο
Βράδυ στην αποβάθρα
Κι η θάλασσα να μεγαλώνει
Μένεις ή ταξιδεύεις
Ο τόπος τούτος σε πληγώνει
Και κάθομαι στη ζέστη ακίνητος
Μες τη φορμόλη
Που πάει ο κόσμος συλλογίζομαι
Ποιος θα φυλάξει αυτή
την πόλη!!
Στο καλό!!!!