Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Φραγκοσυκιά τηνε λένε, καπλοσυκιά τηνε λέμε, «Όφου χαρώ τηνε και να μπόρουνα να τση ‘μοιαζα» τηνε λέω σαν στέκομαι ομπρός τση και τηνε καμαρώνω.
Ζηλεύγω τηνε απου ‘χει μαζωμένα όσα πεθυμώ, μα δεν τα ‘χω.
Μάνα τση περηφάνειας, φυτρώνει εκειά απού θέλει να φυτρώσει, δίχως να ρωτήξει κιανέναν, γιατί την ανάγκη κιανενούς δεν έχει.
Μυριοευτυχισμένη ριζώνει και θεριεύει εκειά απού μήτε αγκάβανος δεν φυτρώνει, στση βράχους, στση ξερολιθιές, στση γκρεμούς και στση δέτες.
Εκειά απού δεν μπορεί να σωπατήσει ο άθρωπος στένει το ριζικό τση.
Ζηλεύγω τηνε που δεν κανακεύει καμιά δύναμη, που δεν καταντά διακονιάρης απού ζητά νερό να πιεί και ψωμί να γευτεί.
Αμοναχή τση βρίσκει όσα χρειάζεται για να κρατιέται ολόρθη και περήφανη, ακόμη κι αν είναι ‘ποχρεωμένη να πέμπει τση ρίζες τση στα βάθητα τση γης για να βρούνε τον άρτο τον επιούσιο.
Ζηλεύγω τηνε απού το κάθε φύλλο τση είναι κι ένα κοπέλι τση κι όλα τα βαστά παραμάσκαλα, τα βυζαίνει, τα μεγαλώνει και τα ‘τοιμάζει να στέσουνε ντελόγο δικό τους ριζικό σαν ξεφύγουνε από την αμασκάλη τση και βρεθούνε σιμά σε μια πατουχιά γης.
Ζηλεύγω την αγριάδα τση, ζηλεύγω τση τσίτες τση, ζηλεύγω τηνε απού ‘χει γενεί ένα φρούριο αυτοπροστασίας τση, από τση δυνάμεις που θέλουνε να τη βλάψουνε.
Ζηλεύγω τση, που μοναχά οι αχτίνες του ήλιου και οι δροσοσταλίδες τση νύχτας τη φτάνουνε και τση περισσεύγουνε για να καλιμεντίσει.
Ζηλεύγω τση, που ακόμη κι άμα καταραμένη χέρα τηνε κόψει σύριζα, αυτή θα ξαναγεννηθεί και θα ξαναπορίσει στον ήλιο, για να συνεχίσει να τον βλογά και να συνεχίσει να βλογάται απ’ αυτόν.
Μα πλιά πολύ ζηλεύγω τηνε, γιατί την ώρα απου δεν καταδέχεται να ζητήξει το παραμικρό από κιανέναν, χαρίζει στον κάθε περασάρη, στον κάθε ξενομπάτη, ό, τι μπορεί να του χαρίσει για να γευτεί.
Δεν έχει αφέντες και ιδιοχτήτες η καπλοσυκιά, γιατί δε θέλει να ‘χει.
Κι άμα τύχει και βρεθεί κανάς άθρωπος και τη μαντρώσει και ντακάρει να τηνε κανακεύει, παύει να ‘ναι καπλοσυκιά και γίνεται «καλωπιστικός κάκτος», κατά που λένε οι σπουδαγμένοι γεωπόνοι.
Έχω μέσα και γύρω από το κονάκι μας πολλές καπλοσυκιές.
Κι έχω τη μεγάλη τύχη να θωρώ σαφί κάτι που πολύ θα ‘θελα να του μοιάσω.
«Όφου χαρώ τηνε και να μπόρουνα να τση μοιαζα» μονολογώ κάθε που θα παντήξομε.
Μονολογώ, ζηλεύγω και στεναχωρούμαι.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, με καταγωγή από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας