Κείμενο – διατύπωση: Γεώργιος Χουστουλάκης
Ίσως θα ήταν καλό, να γνωρίζει ο κόσμος σήμερα τι θα τραβούσε αν ζούσε 80 χρόνια πριν, και να δει με τα ίδια του τα μάτια, το πώς περίπου γινόταν μια συνηθισμένη ιατρική επέμβαση εκείνα τα σκληρά δύσκολα χρόνια!
Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο για σε εκείνους που φοβούνται να πάνε στον οδοντίατρό τους, για ένα σφραγισματάκι, πόσο μάλλον δε, να τον επισκεφθούν για να τους αφαιρέσει ένα δόντι! Τώρα μάλιστα που υπάρχει η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης, και μάλιστα γίνεται και τοπική αναισθησία! Σήμερα που υπάρχουν στην υπηρεσία του ασθενή όλα τα σύγχρονα μέσα.
Μια φήμη που κυκλοφορούσε στη κατοχή
Αμέσως μετά τη κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, βγήκε μια φήμη, πως οι Γερμανοί διαθέτουν ειδικό σύστημα ραντάρ από αεροπλάνο, που είναι σε θέση να εντοπίσει όπλα και πυρομαχικά, σε οποιοδήποτε σημείο και αν είναι κρυμμένα!
Αυτό το άκουσε και η μάνα του νεαρού Μύρο από τη Γαλιά, και πήγε σε μια θυρίδα του σπιτιού τους, και έκρυψε ένα όπλο του μακαρίτη του άνδρα της, και μπροστά μάλιστα έβαλε και μια πέτρα για να μη φαίνεται!
Μετά τη φήμη αυτή, για καλό και για κακό, η γυναίκα πήγε και πήρε από τη θυρίδα το όπλο, και κάπου το πέταξε ή το έκρυψε. Πάντως δια παντός το εξαφάνισε, και ουδέποτε μαρτύρησε τι το έκανε, μέχρι και που πέθανε!
Όμως εκεί στη θυρίδα, είχαν μείνει οι δύο σφαίρες του όπλου αχρησιμοποίητες με τους κάλυκες τους…
Όταν ένα παιδί παίζει με τις σφαίρες
Τις δύο αυτές σφαίρες, τις πήρε ο μικρός Μύρος, τις έβαλε στη τσέπη του, και πήγε στη ρεματιά της Κουτσουνάρας, που υπήρχε ποτάμι με πηγή, και εκεί με ένα τσεκουράκι, άρχισε να κοπανάει τη μία, για να αφαιρέσει το μπαρούτι που περιείχε μέσα ο κάλυκας.
Το μπαρούτι το ήθελε για να το χρησιμοποιήσει για να κατασκευάσει σκλαπατζίκια (αυτοσχέδια βαρελότα)!
Κάποια στιγμή όμως, εκεί που κοπάναγε τη σφαίρα, μια σφυριά χτυπάει κατά λάθος και το καψούλι, και φυσικό και επόμενο, η σφαίρα σκάει και εκρήγνυται!
Η μύτη της σφαίρας, η βολίδα δηλαδή πήγε αλλού, εν τούτοις το καψούλι (πυροκροτητής), αν και πολύ μικρό, καρφώθηκε στο μάγουλο του παιδιού.
Έτρεξε λίγο αίμα, αλλά πήγε στο καβούσι (πηγή) και ξεπλύθηκε καλά, και καθάρισε το αίμα, να μην το δε η μάνα του και του τα ψάλλει! Μάλλον το παιδί δε κατάλαβε ακριβώς τι είχε γίνει…
Έτσι τελικά το μόνο που φαινόταν, ήταν ίσα μια ελάχιστη γρατζουνιά!
Πάει στο σπίτι, τον βλέπει η μάνα του, η οποία φυσικά πρόσεξε τη μικρή αυτή γρατζουνιά, και τον ρωτάει:
-«Ηντά ‘χει το μάγουλό σου»?
-«Πράμα, ένα ξύλο μου κάρφωσε!», απαντά !
Αυτό ήταν, καμία, νύξη πλέον, κανείς δεν του ξανάπε τίποτα, μέχρι που ξεχάστηκε το θέμα για κάμποσες μέρες…
Και ύστερα ήρθε η μόλυνση
Κάποια στιγμή μετά από λίγες μέρες, άρχισε να πρήζεται το μάγουλο του Μυρωνιού, και η μόλυνση είχε ξεκινήσει.
Το πρήξιμο μέρα με τη μέρα μεγάλωνε, πρήστηκε η μασέλα, πρήστηκαν τα μάγουλα, πρήστηκε γενικά όλο το πρόσωπο, και δεν μπορούσε το παιδί ούτε να φάει!
Στη συνέχεια πρήστηκε και όλο το κεφάλι, σε σημείο σχεδόν να μην αναγνωρίζεται, και τέλος έκλεισαν και τα μάτια από το πρήξιμο. Δεν μπορούσε να ανοίξει καν το στόμα του, και τέλος με δυσκολία γινόταν ακόμα και αυτή η αναπνοή!
Το επόμενο στάδιο θα ήταν σίγουρα, θάνατος από μόλυνση!
Επίσκεψη στον πραχτικό Βαγγέλη Μπαμπιονίτη στους Κισσούς
Την επομένη δίχως άλλο, με προτροπή της μάνας του, πήρε το παιδί ο μεγάλος του αδερφός ο Γιώργης, και πήγαν με το γαϊδούρι τους στους Κισσούς, και εκεί επισκέφτηκαν το σπίτι του πραχτικού «γιατρού» Βαγγέλη Μπαμπιονίτη, ο οποίος εκτός από την εμπειρία του σε πολλά ιατρικά θέματα, δεν διέθετε κανένα πτυχίο, ή σχετική άδεια.
Η «διατριβή» του «γιατρού»
Λέγανε τότε κάποιοι, πως έμαθε τη δουλειά του, γιατί έτυχε λέει να διαβάσει «το βιβλίο του αρχαίου Σωκράτη»!
Προφανώς εννοούσαν του αρχαίου Ιπποκράτη, γιατί ο φιλόσοφος Σωκράτης δεν ασχολήθηκε με τέτοια, αλλά δεν ήξεραν απλά να το προφέρουν σωστά!
Μπορεί όμως και να του έδειξαν πράγματι τη δουλειά, και κάποιοι άνθρωποι που ήξεραν.
Ο Μπαμπιονίτης τέλος πάντων βλέπει το παιδί.
-Κάτσε στη καρέκλα, του λέει.
Άρχισε να ψηλαφεί το κεφάλι του παιδιού προσεχτικά με τα δάχτυλα, και κάπου στο μάγουλο, ένοιωσε το δέρμα να’ ναι πιο μαλακό, και κατάλαβε πως σε εκείνο το σημείο υπήρχε σίγουρα το πρόβλημα!
Τα «χειρουργικά εργαλεία» του «γιατρού»
Για τη συνέχεια ο «γιατρός», πιάνει ένα μαχαίρι μυτερό, το βάζει στη φωτιά να κάψει καλά, και στη συνέχεια το βουτά αμέσως στη ρακή!
Αφού το καυτηρίασε, στη συνέχεια το καρφώνει στο μαλακό σημείο στο μάγουλο, και καρφώνοντας το απέξω, το μαχαίρι φτάνει μέχρι το κόκαλο της μασέλας!
Εντοπίζει το σημείο που ήταν το καψούλι, και το αφαιρεί με το μαχαίρι αυτό.
Για τη συνέχεια πιάνει δύο κουτάλια, και τα βάζει στο στόμα, με τη στενή πλευρά προς τα μέσα, ένα στη μια μασέλα και ένα στην άλλη.
Σκοπός του ήταν τα κουτάλια αυτά, να τα κάνει μοχλούς και να καταφέρει να ανοίξει έτσι τις δύο ακίνητες μασέλες, γιατί ήταν τόσο πρησμένο το στόμα που δεν άνοιγαν με άλλο τρόπο!
Αφού κατάφερε και άνοιξε επιτέλους το στόμα με τα κουτάλια – μοχλούς, πήγε και έκοψε και ένα κομμάτι ξύλο περίπου πέντε εκατοστά, μάλλον από στελιάρι τσεκουριού, και το έχωσε στο στόμα του παιδιού. Τα κουτάλια κρατούσα κάποια κόντρα, κάτι σαν υπομόχλιο δηλαδή, αφού σε θέση που να πιέζουν τη πάνω με τη κάτω μασέλα, και κρατάνε έτσι ανοιχτό το στόμα, αφήνοντας όμως παράλληλα και κάποιο σημείο στο πλάι, για να επεμβαίνει με το πυρωμένο του σίδερο!
Συνεχίζοντας την «επέμβασή» του ο «γιατρός», και πιάνει ένα άλλο σίδερο 5 με 6 χιλιοστών μυτερό, αλλά στην άκρη η μύτη 2 εκατοστών έκανε ορθή γωνία.
Το γαμψό και μυτερό αυτό σίδερο που η μύτη του έκανε γωνία, το έβαλε κι αυτό στα κάρβουνα του τζακιού, μέχρι να πυρώσει και να κοκκινίσει και εκείνο καλά!
Η ώρα του «αναισθητικού»
Και τώρα ήρθε η ώρα, του «αναισθητικού» της εποχής.
Εκτός του Γιώργη του αδερφού του, στο «ιατρείο» ( κουζίνα με παρασθιά), ήταν και ένας συγχωριανός του «γιατρού», ο Αλέξανδρος.
Εδώ ο «γιατρός» μια και δεν υπήρχε ακόμα αναισθητικό, δίνει εντολές στους «βοηθούς» του, τον Γιώργη και τον Αλέξανδρο:
-Γιώργη, κάτσε συ στα πόδια του παιδιού, και αγκάλιασε το κρατώντας σφιχτά τα χέρια του κολλημένα στο πλάι του .
Εσύ Αλέξανδρε πχιάσε τονε από τα πόδια, και να μου τονε κρατάς σφιχτά, και φροντίσετε και οι διό σας να μη κουνιέται καθόλου!
Το πυρωμένο αυτό σίδερο, το πήρε και το ακουμπούσε στα σημεία την μόλυνσης, και πάνω στο σάπιο κρέας εσωτερικά και εξωτερικά, το οποίο φυσικά τσιτσίριζε και κάπνιζε! Όσο ψηνόταν η καμένη σάρκα, η μυρωδιά της έφτανε σε όλη τη γειτονιά!
Από τις αντιδράσεις του παιδιού, και ανάλογα το πόνο δηλαδή που ένοιωθε, καταλάβαινε ο «γιατρός» αν καυτηρίαζε σάπιο ή γερό κρέας!
Έτσι σταμάταγε όταν έβλεπε και σπαρταρούσε από το πόνο το παιδί.
Στο σάπιο κρέας βέβαια, το παιδί δεν καταλάβαινε πολύ πόνο, αλλά στο γερό τον ένοιωθε αβάσταχτο!
Ωστόσο έτσι όπως το βαστούσαν χειροπόδαρα, καθώς τον τραβολογούσαν από δω και από κει, από όλο αυτό το στραπάτσο, δεν είχε περιθώρια να τον πολυκαταλαβαίνει πόνο!
Έτσι ο «γιατρός» μετά από κάμποση ώρα, κατάφερε επιτέλους και έκαψε όλο το σάπιο κρέας του Μυρωνιού!
Μόλις τέλειωσε ο Μπαμπιονίτης με τα πυρωμένα σίδερα, έβγαλε τα κουτάλια και το ξύλο από το στόμα του παιδιού, και του έφερε στη συνέχεια ένα ποτήρι ρακή να ξεπλύνει καλά το στόμα του.
Οδηγίες μετά την επέμβαση
Στο Γιώργη τον αδερφό του, έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες να τις μεταφέρει στη μάνα τους:
-Να πεις τση μάνας σου, να του κάνει ταχτικά κομπρέσες στα μάγουλα με πιλάφι και ζεστό γάλα.
Α δεν έχει πιλάφι, μπορεί, πέ τση, να κοπανίσει και στάρι και να το κάνει χόντρο, να προσθέσει και ζεστό γάλα. Να τα βάλει ετανά ούλα τα πλαϊσερά σε ένα πετσετάκι, και να του τυλίξει τα μάγουλα για μερικές μέρες, μέχρι να ιδει να ξεπρήζουνται.
Άμα συνέλθει κάπως το κοπέλι, να τση πεις να βράσει στο τσικάλι κρασί δεντρολίβανο και κυπαρισόμηλα. Να του δίνει με κειονά το τσάι, να ξεπλύνει τη μπούκα του (στόμα) τρείς τέσσερις φορές τη μέρα.
Και πρόσεξε, να μη του δίδετε στερεά τροφή στην αρχή, οξο μόνο μαλακιά, δηλαδή γάλα και ψωμί μέσα μαλακωμένο, ρυζόγαλο, χόντρο, χυλό, τέθοια. Άμα ξεπρηστεί τελείως, ετότεσας να του δίδετε και στερεή τροφή.
Πράγματι, σε 4, 5 μέρες πραγματικά, άρχισε να ξεπρήζεται το παιδί, γιατί το ξέπλυμα αυτό πράγματι, έπαιξε σπουδαίο ρόλο αντισηπτικής δράσης.
Όλο τον καιρό τη πέρναγε με το να τρώει γάλα κατσίκας με ψωμί μέσα, που το άφηνε λίγο και μαλάκωνε, και το έτρωγε με το κουτάλι, όπως κάνανε παλιά πολλά παιδιά της υπαίθρου.
Σε δέκα δεκαπέντε μέρες άρχισε να κλείνει η πληγή, και το παιδί πλέον έτρωγε κανονικά από όλα!
Απέδειξε τελικά ο Μπαμπιονίτης, πως γνώριζε πολύ καλά τη δουλειά του, και είχε επιτυχία για άλλη μια φορά!
Φυσικά η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή, χωρίς μάλιστα να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι, αφού μας τη διηγήθηκε ο ίδιος ο παθών, που και σήμερα ζει στην Αθήνα, και κοντεύει τα 95 του χρόνια! Είναι ο Γνωστός μας Μύρωνας Μαραγκάκης!
Λίγα λόγια για τον Βαγγέλη Μπαμπιονίτη
Ο Βαγγέλης Μπαμπιονίτης, παρόλο που παρουσιάσαμε μια τυπική επέμβασή του με περίπου εύθυμο τρόπο, ωστόσο ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ γνωστός παλιά στη Μεσαρά, και σε αυτόν πήγαιναν κυρίως φτωχοί, γιατί ήξεραν πως σίγουρα θα τους κάνει καλά, έστω κι αν πονέσουν, ακόμα και με τις πρωτόγονους μεθόδους του και με τα πραχτικά του.
Το σπουδαιότερο βέβαια ήταν, πως ποτέ δεν έπαιρνε λεφτά, μάλιστα σε καμία περίπτωση!
Δεν δεχόταν ούτε δώρα! Τυριά, ρακή, κρασί, οτιδήποτε δεν τα δεχόταν ποτέ, ήταν αρχή του.
-Πάρτα απόπαέ γιατί θα τα σφεντουρήξω άλλη μπάντα! Τους έλεγε!
Το μόνο που ήθελε, και θεωρούσε «πλερωμή» του, ήταν, «να γενεί καλά ο άνθρωπος»!
Έτσι έκανε πολλών λογιών επεμβάσεις, ακόμα και σπασίματα χέρια ή πόδια!
Συχνές επισκέψεις εκείνα τα χρόνια, είχε για πονέματα (μολύνσεις), κακά σπυριά, άνθρακες, προ πάντως ασθένειες που είχαν κολληθεί από άρρωστα ζώα.
Εκείνο τον καιρό, πολλοί φτωχοί, λυπόταν να πετάξουν το κρέας του άρρωστου ζώου τους, και από ανάγκη το έτρωγαν.
Όμως στη συνέχεια πετούσαν σπυριά, και μολυνόταν και εκείνοι την ίδια αρρώστια του ζώου!
Έτσι τι να κάνουν, πήγαιναν στο σπίτι του για να τους γιατρέψει!
Εκείνος έσπαγε τα σπυριά, έβραζε βότανα ειδικά για κάθε περίπτωση και έφτιαχνε τα δικά του αντισηπτικά, και καθάριζε καλά τις πληγές αυτές.
Έτσι κατάφερνε και τους γιάτρευε όλους!
Με ειδικότητα στα σπασίματα
Ειδικότητα ο άνθρωπος αυτός, είχε στα σπασίματα, χέρια πόδια. Είχε αναπτύξει σπουδαία τεχνική, μάλιστα δικιά του, και πάντα κατάφερνε να έχει τέλειο αποτέλεσμα, που θα το ζήλευαν ακόμα και σημερινοί ορθοπεδικοί!
Ανάλογα το σημείο του σπασίματος, ακολουθούσε και άλλη ταχτική.
Αν ήταν ας πούμε το σπάσιμο κάτω από το γόνατο, έκοβε καλάμια μετρημένα ακριβώς στο μήκος της κνήμης, τα πελεκούσε και τα τοποθετούσε περιφερειακά γύρω – γύρω δηλαδή από το πόδι, αφού πρώτα με ειδικές κινήσεις, ψαχουλεύοντάς το με τα δάχτυλα, επανέφερε το σπασμένο κόκκαλο στη σωστή του θέση.
Για τη συνέχεια έλεγε στο συνοδό του αρρώστου:
-Κράθιε μου εκειέ τα καλάμια σταθερά με τα χέργια σου.
Τότε εκείνος τύλιγε το σπασμένο πόδι με καθαρές λουρίδες από πανιά, έξω από τα καλάμια, και τέλος του έλεγε πάλι:
-Κράτα μου δα και εκειέ το πανί σφιχτά να μη σου ξετυλίξει!
Εδώ τώρα ήταν που στο πανί που το είχε για το εξωτερικό τύλιγμα, έκανε τη δική του μυστική πατέντα!
Έβαζε δηλαδή πάνω σε αυτό το πανί δικά του υλικά, όπως ασπράδια αυγών, αλεύρι, και κάτι άλλο που δεν γνωρίζουμε.
Τα ανακάτευε όλα αυτά μαζί πάνω στο πανί, τα άπλωνε, και έπειτα τύλιγε με αυτό εξωτερικά το πόδι. Σε μισή ώρα το μείγμα του είχε την ιδιότητα να ξεραίνεται. Πάντως δεν χρησιμοποιούσε γύψο. Αφού έπηζε, μετά από μια ώρα έλεγε στον ασθενή:
-Μη φοβάσαι, περπάτα δα κανονικά, και άμε στο σπίτι σου! Μόνο για κάμποσο καιρό να προσέχεις τα χτυπήματα και τα πεσίματα!
Ούτε και στα σπασίματα έπαιρνε ποτέ χρήματα, ούτε δεχόταν δώρα!
Στο δικαστήριο το Μπαμπιονίτη
Εν τούτοις, κάποιοι γιατροί της ευρύτερης περιοχής, του έκαναν αγωγή, και τον πήγαν στο δικαστήριο, για το λόγο ότι κάνει αυτή τη δουλειά, χωρίς να έχει άδεια!
Πράγματι, τον πήγαν δικαστικά, και στο δικαστήριο ο Βαγγέλης Μπαμπιονίτης, κρατούσε μαζί του και ένα αρνάκι και τα σχετικά εργαλεία του.
Τον κατηγόρησαν οι αντίδικοι του, γιατί κάνει μια υπεύθυνη δουλειά, χωρίς ειδική άδεια, και ότι πρέπει να προστατευτούν οι πολίτες!
Ξεκινά το δικαστήριο, και του απευθύνεται η κατηγορία:
-Γιατί κατηγορούμενε, κάνεις αυτή τη δουλειά χωρίς να διαθέτεις την απαραίτητη άδεια;
-Τι να τη κάνω την άδεια κύριε πρόεδρε!
Τότε πάει και πιάνει στα χέρια του το αρνάκι, και με τα χέρια του σπάει στο γόνατό του το μπροστινό ποδαράκι του αρνιού!
Στη συνέχεια το αφήνει κάτω, και το αρνάκι πλέον αδυνατεί να περπατήσει, πάει να σηκωθεί και πέφτει ξανάκάτω!
Τότε λέει του δικαστή:
-Εσύ δικαστή που πας να με καταδικάσεις, μπορείς να το ξανακάνεις να περπατήσει αυτό το αρνί;
Στράφηκε και στους κατήγορους του δικηγόρους αλλά και γιατρούς, και τους λέει:
-Ορίστε και σεις κατήγοροι και γιατροί, φτιάξετέ του το ποδαράκι, και κάνετέ το να ξαναπερπατήξει!
Το αρνί κάτω, το κοιτάνε όλοι τους που έσερνε το πόδι του και έπεφτε, έσερνε κι έπεφτε, και κανείς από αυτούς δεν αποφάσισε καν να το πλησιάσει! Αλλά ούτε και μιλούσαν!
Τότε εκείνος πιάνει το αρνί, και με τα χέρια του ψαχουλεύει με προσοχή το σπασμένο κόκαλο, και το βάζει ξανά επιτόπου στη θέση του. Πιάνει ένα ματσάκι θυμάρι και το βάζει γύρω από το πόδι αντί νάρθηκα.
Τυλίγει με λουρίδα από πανί το πόδι, και στο τέλος αλείφει και με το ειδικό μείγμα του, ασπράδια αυγού, αλεύρι κλπ, και κάνει και το τελευταίο δέσιμο.
Αφήνει κάτω το αρνάκι, και εκείνο αμέσως το έβαλε στα πόδια σαν να μην είχε τίποτα!
Τότε είπε στο δικαστή του:
-Γιατί δεν φτιάχνουνε και εκείνοι το αρνί, και μάλιστα να το κάνουνε να περπατήξει ντελόγω;
Οι άλλοι βέβαια όλοι τους αποσβολωμένοι, έμειναν «στήλη άλατος»!
Ο δικαστής αφού σκέφτηκε λίγο είπε:
-Αθώος ο κατηγορούμενος!
Έτσι αφού ο δικαστής τον αθώωσε, του επέτρεψε να συνεχίσει τη δουλειά του, και να την κάνει έτσι όπως ήξερε!
Μαρτυρία: Μύρωνα Μαραγκάκη από Γαλιά