Του Χαράλαμπου B. Κριτζά*
Ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ένας πιστός και πολύτιμος φίλος της Κρήτης, ο διεθνώς καταξιωμένος Αρχαιολόγος Καθηγητής Βιντσέντζο Λα Ρόζα έφυγε από τη ζωή στην Κατάνη της Σικελίας τα ξημερώματα της Πέμπτης 6-11-2014, μετά από επώδυνη ασθένεια.
Με τον θάνατό του εξέλιπε μέσα σε λίγα χρόνια η λαμπρή τριάδα των Σικελών Κρητολόγων, που με τις ανασκαφές και τις μελέτες τους φώτισαν την Κρητική Αρχαιολογία όλων των περιόδων και πλούτισαν την κρητολογική βιβλιογραφία. Πρώτος έφυγε ο Καθηγητής Αντονίνο Ντι Βίτα, ανασκαφέας της ρωμαϊκής και παλαιοχριστιανικής Γόρτυνας και επί 21 χρόνια Διευθυντής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, που υποστήριξε έμπρακτα και με πάθος την ελληνο – ιταλική μορφωτική συνεργασία. Ακολούθησε ο Καθηγητής Τζιοβάννι Ρίτσα, σεβάσμιος ανασκαφέας του Πρινιά και μελετητής της πρώιμης εποχής του σιδήρου στην Κρήτη. Τελευταίος ο νεώτερος από τους τρεις, ο Βιντσέντζο Λα Ρόζα, ο αγαπητός Έντζο για τους πολυάριθμους φίλους του, που ανέσκαψε κυρίως στη Φαιστό και την Αγία Τριάδα και υπήρξε από τους κορυφαίους μελετητές του μινωϊκού πολιτισμού.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και οι τρεις αυτοί μεγάλοι Αρχαιολόγοι κατάγονταν από τη Σικελία, όπου το ελληνικό και βυζαντινό παρελθόν έχουν αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους και η ελληνική παράδοση παραμένει πάντοτε ζωντανή. Οι μύθοι εξ άλλου απηχούν τις στενές σχέσεις της Κρήτης με τη Σικελία, που άρχισαν από τα προϊστορικά ήδη χρόνια και που πρέπει μάλλον να συσχετισθούν με τις εμπορικές ανταλλαγές και τη διακίνηση των μετάλλων. Στην Σικελία κατέφυγε ο Δαίδαλος φεύγοντας από την Κρήτη και εκεί εκστράτευσε ο Μίνωας αναζητώντας τον, για να βρει τραγικό θάνατο. Ο τάφος του έγινε χώρος λατρείας και σήμερα ένας κεντρικός δρόμος των Συρακουσών ονομάζεται οδός Μίνωος. Μια αρχαία πόλη Μινώα στη νότια ακτή της μεγαλονήσου υποδηλώνει επίσης την εκεί μινωϊκή παρουσία, ενώ η γειτονική Γέλα ιδρύθηκε από Κρήτες και Ρόδιους αποίκους στη γεωμετρική περίοδο.
Ίσως αυτή η ελληνικότητα που αποπνέει κάθε γωνιά της Σικελίας να επηρέασε τον νεαρό Βιντσέντζο, παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας που γεννήθηκε το 1941 στην κωμόπολη Νότο, κοντά στις Συρακούσες. Έτσι στράφηκε προς τις Κλασικές Σπουδές και την Αρχαιολογία, φοιτώντας στο Πανεπιστήμιο της Κατάνης από όπου πήρε και το διδακτορικό δίπλωμά του και όπου αργότερα θα επέστρεφε ως Καθηγητής. Την διετία 1965-66 ήλθε στην Ελλάδα ως μεταπτυχιακός σπουδαστής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής, με Διευθυντή τον επίσης μεγάλο Κρητολόγο Ντόρο Λέβι. Από τότε χρονολογούνται και οι επιστημονικοί του δεσμοί με την Κρήτη, που θα διαρκούσαν μέχρι τον θάνατό του.
Παρότι πραγματοποίησε ανασκαφές στην ιδιαίτερη πατρίδα του Σικελία, κυρίως στη Μιλένα, στο Κεντούριπε και στη γενέτειρά του Νότο Αντίκα, καθώς και σε άλλες αρχαιολογικές θέσεις της Ελλάδας (Πολιόχνη Λήμνου) και της Κύπρου (Αγία Ειρήνη), ο Λα Ρόζα συνέδεσε το όνομά του με τις ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Κρήτη. Ως βοηθός του Λέβι αρχικά και στη συνέχεια ως διευθυντής των ανασκαφών ο ίδιος, εργάστηκε για χρόνια κυρίως στη Φαιστό και την Αγία Τριάδα, ενώ πραγματοποίησε μικρότερης κλίμακας ανασκαφές στον Πρινιά και στο Σελί κοντά στο Καμηλάρι της Μεσαράς. Τα σχετικά δημοσιεύματά του ανέρχονται περίπου στα 180.
Ως καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Κατάνης έφερνε κάθε χρόνο τους φοιτητές του στην Κρήτη να γνωρίσουν τις αρχαιότητες του νησιού και να ασκηθούν πρακτικά στην ανασκαφή και τη μελέτη των ευρημάτων. Αυτά τα ζωντανά σεμινάρια, αλλά και η διδασκαλία του στους μεταπτυχιακούς σπουδαστές της Ιταλικής Σχολής στην Αθήνα, της οποίας διετέλεσε επί πολλά χρόνια υποδιευθυντής κοντά στον Καθηγητή Αντονίνο Ντι Βίτα, δημιούργησαν ένα θαλερό φυτώριο νέων επιστημόνων, πολλοί από τους οποίους ήδη διαπρέπουν ως καθηγητές σε ιταλικά και άλλα πανεπιστήμια και είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσουν το έργο του σοφού δασκάλου τους.
Με δική του εξάλλου πρωτοβουλία έχει ιδρυθεί στο Πανεπιστήμιο της Κατάνης το Κέντρο Κρητικής Αρχαιολογίας, του οποίου διετέλεσε Διευθυντής από το 1999 έως το 2010. Παράλληλα ίδρυσε το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Κρέτα Αντίκα, που αριθμεί ήδη 12 τόμους. Σε αυτό δημοσιεύονται μελέτες κρητολογικού ενδιαφέροντος από επιστήμονες διαφόρων εθνικοτήτων, αλλά και από Έλληνες, που μπορούν μάλιστα να δίνουν τις συμβολές τους στα ελληνικά. Με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε και η επιστημονική σειρά εκδόσεων Μελέτες Κρητικής Αρχαιολογίας, με 10 έως τώρα δημοσιευμένες μονογραφίες σε αυτοτελείς τόμους. [Γράφοντας αυτές τις γραμμές δεν μπορώ να μην αναφέρω με θλίψη, ότι ενώ αυτά συμβαίνουν σε ένα επαρχιακό Πανεπιστήμιο του «φτωχού» Ιταλικού Νότου, εδώ, με τον πρόσφατο Οργανισμό του Υπουργείου Πολιτισμού, καταργήθηκε για λόγους οικονομίας το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Κρητολογικών Σπουδών, καθώς και τα αντίστοιχα σε όλη την Ελλάδα, τα οποία είχαν ως κύριο σκοπό τη δημοσίευση ανασκαφικών ευρημάτων και σχετικών μελετών. Επιπλέον οι Εφορείες Προϊστορικών – Κλασικών και Βυζαντινών – Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων συρρικνώθηκαν σε απλά τμήματα…].
Δεν ήταν όμως μόνο η αρχαία Κρήτη αντικείμενο ενδιαφέροντος και μελέτης του Βιντσέντζο Λα Ρόζα. Τον ενδιέφερε η Κρήτη διαχρονικά και μας έδωσε πολύτιμα δείγματα αυτού του ενδιαφέροντος. Σε αυτόν οφείλομε μεταξύ άλλων τη δημοσίευση της αλληλογραφίας μεταξύ Φεντερίκο Άλμπερ και Ντομένικο Κομπαρέττι, καθώς και μεταξύ Άλμπερ και Ιωσήφ Χατζιδάκι, πολύτιμες για την ιστορία των αρχαιολογικών ερευνών στην Κρήτη, ακόμη και πριν την Ένωση, αλλά και για τη νεότερη ιστορία και τους αγώνες του νησιού.
Η διαχρονική αγάπη του, ο έρωτας θα έλεγα για την Κρήτη, αναδύεται φλογερός και μέσα από τα ποιήματα δύο συλλογών που εξέδωσε, με τους χαρακτηριστικούς ελληνικούς τίτλους Κρητικά Χρονικά και Ημερολόγιο. Επίκεντρο της αγάπης του ήταν η Φαιστός, που την αγνάντευε καθημερινά από τον εξώστη του ωραίου εξοχικού σπιτιού που έκτισε στο Καμηλάρι. Στις τηλεφωνικές συνομιλίες μαζί του και έχοντας επίγνωση της σοβαρότητας της αρρώστιας του, πάντα αναρωτιόταν με αγωνία αν θα ξανάβλεπε τη Φαιστό και το τοπίο της Μεσαράς. Μπόρεσε και ήλθε τον Αύγουστο με την αγαπημένη του σύζυγο Τίνα και την κόρη τους Έλενα για ένα δυστυχώς τελευταίο για εκείνον αποχαιρετισμό.
Ο Βιντσέντζο Λα Ρόζα ήταν ίσως από τους λίγους Αρχαιολόγους που απολάμβανε την εκτίμηση και την αγάπη όλων των μαθητών και των συναδέλφων του. Στο τελευταίο Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο τιμήθηκε ομόθυμα από τους ανά την οικουμένη Κρητολόγους. Είχε επίσης συγκινηθεί ιδιαίτερα όταν ο Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας τον τίμησε εκ μέρους της Εκκλησίας της Κρήτης με τον Σταυρό των Αποστόλων Παύλου και Τίτου, ενώ η Τοπική Αυτοδιοίκηση τον ανακήρυξε επίτιμο Δημότη Καμηλαρίου. Είχε εκλεγεί επίσης επίτιμος Σύμβουλος της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αντεπιστέλλον Μέλος της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών και Εταίρος πολλών άλλων επιστημονικών Ιδρυμάτων. Στην πατρίδα του έφερε τους επίζηλους τίτλους του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Ακαδημίας του Ροβερέτο (γενέτειρας του Άλμπερ) και της περιώνυμης Ακαδημίας των Λιντσέι της Ρώμης.
Είμαι όμως βέβαιος ότι τον σεμνό και ταπεινό Έντζο πιο πολύ τον ικανοποιούσε η αγάπη και η εκτίμηση του απλού κόσμου της Κρήτης, που μαζί με τους πολυάριθμους φίλους του θρηνούν για την απώλειά του και εύχονται παρηγοριά στους δικούς του.
Θέλω να κλείσω τον σύντομο αυτό αποχαιρετισμό με μια ταιριαστή για την περίπτωση μαντινάδα:
Θα κόψω δάφνες και μυρτιές από τον Ψηλορείτη
να στεφανώσω τους νεκρούς που δόξασαν την Κρήτη.
* Ο Χαράλαμπος Β. Κριτζάς είναι επίτιμος διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου