Ας θυμηθούμε λίγο αυτά τα όργανα της αγροτικής ασφαλείας από μια παλαιότερη δημοσίευση του καθηγητή φιλολόγου Εμμανουήλ Συμιανάκη .
Οι παλαιότεροι ενθυμούνται τα όργανα της αγροτικής ασφάλειας που όλοι τα αποκαλούσαν με την αγνώστου ετύμου λέξη δραγάτες. Η στολή των δραγατών ήταν πολύ χοντροκομμένη και το πηλήκιο αρκετά πρωτόγονο. Κρατούσαν πάντοτε μια πολύ γερή κατσούνα, για να στηρίζονται αλλά και να αποκρούουν τους αδέσποτους και τους ποιμενικούς σκύλους. Στη ζώνη τους σφήνωναν μια πρωτόγονη σάλπιγγα που λεγόταν βούκινο και στους ώμους κρέμονταν τα κιάλια. Συνήθως έφεραν πάνω τους περίστροφο ή κυνηγετικό όπλο και είχαν ως συνοδό τους κάποιο ντόπιο κουλουράδικο σκυλί.
Τα πιο παλιά χρόνια, οι δραγάτες διορίζονταν από τα κοινοτικά συμβούλια και η εξάρτησή τους από τους ισχυρούς τοπάρχες ήταν μεγάλη. Πολλές φορές οι τοπάρχες αυτοί, “αφαιρούσαν την βέργα” από τους μη αρεστούς αγροφύλακες και την έδιναν σε πιο έμπιστα πρόσωπα. Το ίδιο έκαναν όταν ο δραγάτης εμήνυε άνθρωπο του περιβάλλοντός τους. Γι’ αυτό οι δραγάτες ήταν τόσο σκληροί προς τους εχθρούς του τοπάρχη όσο και επιεικείς προς τους φίλους. Αργότερα οι δραγάτες έγιναν μόνιμοι και δεν εξαρτιόνταν από τους ισχυρούς παράγοντες της τοπικής κοινωνίας.
Οι δραγάτες ήταν πολύ ευσυνείδητοι φύλακες της αγροτικής ζωής, σε μια εποχή που οι κλοπές αγροτικών προϊόντων και ζώων ήταν καθημερινό φαινόμενο. Σε δεσπόζουσες κορυφές λόφων κατασκεύαζαν πρόχειρες καλύβες και από κεί σάρωναν με τα κιάλια τους όλη την ζώνη ευθύνης τους ολημερίς. Οταν επισήμαιναν κάποια αταξία, έβγαζαν το βούκινο και προειδοποιούσαν με απειλητικά “βουκινίσματα” τον παραβάτη. Οταν ήμασταν παιδιά, και επιχειρούσαμε να κόψουμε από κάπου ένα σταφύλι ή φρούτο, τρέμαμε μήπως ακούσουμε το τρομερό βουκίνισμα του δραγάτη. Με το ίδιο όργανο και με συνθηματολογικό βουκίνισμα, συγκέντρωνε ο αγρονόμος τους δραγάτες, όταν ήθελε να δοκιμάσει την ετοιμότητά τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι παλαιότερα ο αγρονόμος θεωρείτο μυθικών διαστάσεων πρόσωπο στην ύπαιθρο, γιατί εκδίκαζε τις αγροζημιές και επέβαλλε μεγάλα πρόστιμα στους φτωχούς ζημιωτές. Αλλοτε πάλι, οι δραγάτες, έκαναν “μπροσκάδες” δηλαδή κρυβόντουσαν σε κατάλληλες κρύπτες και συνελάμβαναν επ’ αυτοφόρω τους ζημιωτές της υπαίθρου. Οταν οι ζημιωτές ήταν άντρες, οδηγούνταν συνήθως στο Αγρονομείο. Οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν όλα τα “όπλα του γυναικείου οπλοστασίου” και συνήθως την γλίτωναν. Τα παιδιά όμως τιμωρούνταν επί τόπου, άλλοτε εισπράττοντας πολλά χαστούκια και άλλοτε εξαναγκαζόμενα να κάνουν πολλές δεκάδες μετάνοιες! Ηταν παροιμιώδης η αυστηρότητα ορισμένων αγροφυλάκων. Ενας έπαιρνε μαζί του τα ρούχα μας όταν μας έπιανε να κολυμπούμε στην κοινοτική δεξαμενή, και αναγκαζόμαστε να επιστρέφουμε στο σπίτι με περιβολή Αδάμ.
Οι τρόποι πολλών δραγατών δεν ήταν σίγουρα γαλατικοί. Αρκετοί απ’ αυτούς δεν έκαναν πολλές μηνύσεις, αλλά απειλούσαν και ύβριζαν από τα παρατηρητήριά τους. Ενας μάλιστα, χρησιμοποιούσε ακατανόμαστες εκφράσεις, χωρίς να βλέπει κανέναν παραβάτη. Ετσι, όσοι τη στιγμή εκείνη, έκαναν κάποια αγροζημιά, νόμιζαν πως τους αφορούσε η ύβρη του δραγάτη και συμμορφώνονταν αμέσως. Μερικοί γινόντουσαν πιο επιεικείς, όταν οι ζημιωτές τους πρόσφεραν καμιά μυζήθρα ή τους κερνούσαν κανένα κρασί. Ο προππάπος μου ο Γιαβγιόλης, είχε ένα μεγάλο χοίρο που γύριζε ανενόχλητος στα σώχωρα του χωριού, επειδή καθημερινά “πότιζε” τον δραγάτη με το γλυκόπιοτο κρασί του. Κάποτε, το κρασί τέλειωσε και ο πρόγονός μου έπαψε να τον γλυκαίνει. Τότε ο αγροφύλακας του διεμήνυσε το απειλητικό: “Γιάννη ήσφιγξες τον πίρο, δέσε όμως και το χοίρο!” Ο πίρος ήταν το βρυσάκι του βαρελιού.
Παρά τις ιδιαιτερότητες ορισμένων δραγατών που έφταναν από την άκρα ελαστικότητα μέχρι την κτηνώδη σκληρότητα, ο θεσμός της Αγροφυλακής ωφέλησε πολύ τον τόπο. Ολοι τους σχεδόν οι δραγάτες γνώριζαν να ημερώνουν τα άγρια δέντρα μπολιάζοντας ή κεντρίζοντάς τα αμέσως με καλές ποικιλίες. Βοηθούσαν τους βοσκούς να οδηγούν αζημίως τα κοπάδια τους μέσα από καλλιεργημένους αγρούς στα βοσκοτόπια. Λειτουργούσαν ως εκτιμητές των ζημιών και γενικώς προστάτευαν την γεωργική παραγωγή. Σε περιπτώσεις έκτακτων φυσικών καταστροφών, ήταν πάντα παρόντες. Το ίδιο και όταν η πατρίδα χρειαζόταν την βοήθειά τους. Οργανα πιστά και παντός καιρού. Ηταν μεγάλο λάθος της Πολιτείας η κατάργηση της Αγροφυλακής.
Είναι απίστευτα μεγάλος ο αριθμός των ευτράπελων γεγονότων γύρω από τους δραγάτες. Κάποτε ρώτησε ο Ντουμανομιχάλης στου Σβούρου το Μετόχι, τον αγροφύλακα Στιβακτομανόλη ή Κυπραίο, αν ξέρει καμία ασπροσυκιά να κόψει λίγα σύκα. Ο Κυπραίος, πρόθυμα τον οδήγησε σε κάποια συκιά. Οταν ο Ντουμάνης ανέβηκε πάνω στο δέντρο και άρχισε να κόβει τα σύκα, ο δραγάτης έπαιξε συνθηματικά το βούκινό του. Σε λίγα λεπτά είχαν καταφθάσει στο σημείο εκείνο τέσσερις πλησιόχωροι δραγάτες που συνέλαβαν τον Ντουμάνη και τον έφεραν στον Σβούρο. Εκεί, ο Κυπραίος του είπε ότι το έκανε αστείο. Ποτέ άλλοτε ο Ντουμάνης δεν ζήτησε από τον Κυπραίο να του αποδείξει πού υπάρχει καλή ασπροσυκιά.
Τα παραπάνω δεν ισχύουν σήμερα. Η ύπαιθρος είναι ένας απέραντος κήπος του Κίμωνα, που, όπως γνωρίζουν οι φιλίστορες, ήταν ανοικτός και επιτρεπόταν ο καθένας να εισέλθει και να κηπεύσει ό,τι επιθυμούσε χωρίς να πληρώσει τίποτα. Ελπίζω ότι κάποτε θα επανιδρυθεί το Σώμα της Αγροφυλακής, έτσι ώστε με την χρήση της τεχνολογίας να προστατεύει και τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους, όπως έκανε τότε ευσυνείδητα στο μακρινό πια παρελθόν.
Κείμενο – Φωτογραφία: Nikolaos Foukarakis