Γράφει ο Αλέξανδρος Κατσαπρακάκης
Είδα πρωί-πρωί με το ξύπνημα μου μια γριά να κλαίει. Μα δεν έκλαιγε απλά. Έβγαζε θρήνους, τραβούσε τα μαλλιά της, κτυπούσε τα στήθια της. Και ήταν παντού και δίπλα μου και απέναντι, σε όλα τα Αστερούσια, στο Μεσοχωριό, στα βουνά επάνω και στην πεδιάδα και σε όλο το νομό, στα χωριά του νομού και στις πόλεις όλες και σε όλη την Κρήτη. Η σπαραξικάρδιες κραυγές της δεν με άφησαν ασυγκίνητο. Την πλησίασα. Ακούμπησα το χέρι μου στους ξερακιανούς ώμους της σε μια κίνηση κατανόησης και συμπαράστασης.
-Τι έχεις κερά μου και δερνοκοπανιέσαι; Τι σου συνέβη και δεν αρνεύγεις; Πες μου και μένα. Ίσως άμα μου μιλήσεις να αλαφρώσεις έστω και λίγο και αυτό θα σου κάνει καλό.
Η γριά συμμάζεψε τα συναισθήματα που την έκαιγαν, σε μια προσπάθεια της να μου εξηγήσει με ψυχραιμία και να μου αναλύσει τι είναι αυτό που την έφερε σ’ αυτή το χάλι.
–Άκουσε παιδί μου, είμαι γριά, πολύ γριά, ξεπερνώ τα διακόσια χρόνια. Από τότε που γεννήθηκα ο Θεός με ευλόγησε να γεννώ συνεχώς κοπέλια. Κι ακόμη και σήμερα γεννώ. Όμως κάθε φορά που φεύγει απ’ αυτό τον ψεύτη κόσμο ένα μου κοπέλι, ετσά λαλούμαι. Προ πάντων όμως, όταν φεύγει ένα κοπέλι μου που ξεχωρίζει για το ταλέντο του και για τις αρετές του. Έκλαψα για το Ροδινό, για τον Μπαξεβάνη, το Λαγό, τον Καρεκλά, το Μανιά, τον άλλο Μανιά το Μανόλη, το Μουντάκη, το Σκορδαλό.
-Μα ποια είσαι κερά μου;
-Είμαι παιδί μου, η μούσα της Κρήτης.
– Σήμερα όμως γιατί κλαις; Τι σου συνέβη;
-Μίσεψε παιδί μου ένα διαλεχτό κοπέλι μου. Το Ζαχαριό μου, ο Μελεσσανάκης. Και κλαίω και οδύρομαι γιατί στη θέση του δεν έχω ποιον να βάλω.
– Έχεις δίκιο κερά μου. Σε καταλαβαίνω, σε νιώθω, γιατί και σε μας που σκαμπάζομε λίγο από μουσική της Κρήτης, θα μας λείψει. Το κενό που προκύπτει δύσκολα καλύπτεται.
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΜΕΛΕΣΣΑΝΑΚΗΣ.
Ο μέγας σιωπηλός λυράρης, ο πολυδάκτυλος, ο ταλαντούχος, ο πολυσύνθετος. Δεν τραγουδούσε, δεν μιλούσε. Είχε εμπιστοσύνη στη λύρα του. Εκείνη ήταν η μελωδικά φλύαρη, η λαλίστατη. Εκείνη τα έλεγε όλα. Λες και τον είχε δασκαλέψει ο Λυρατζάκης
–Και τώρα γιαγιά Μούσα της Κρήτης, τι θα κάνεις;
– Θα συνέλθω από το σημερινό χαστούκι και θα παρακαλέσω το Μεγαλοδύναμο να μου στείλει ένα άλλο κοπέλι το ίδιο ικανό και ζηλεμένο για να το βάλλω στη θέση του Ζαχάρη. Δεν θα φύγω από το χώρο της μουσικής της Κρήτης αν δεν το καταφέρω. Θα γίνει και θα το δεις.
Καλό σου ταξίδι αγαπητέ πρωτομάστορα. Δεν θα πεθάνεις ποτέ σαν όνομα, γιατί η λύρα που μιλούσε αντί για σένα όσο ζούσες θα συνεχίσει να μιλά και μετά το θάνατο σου.