Την Κυριακή 2 Ιουλίου θα τελεστεί στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη στο Αρμί στα Ανωγεια το σαρανταήμερο μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής, του Γεωργίου Σμπώκου του Κλεισθένη (Βλαστός), με την οικογένεια του να καλεί συγγενείς, φίλους και συγχωριανούς να παραστούν και να ανάψουν ένα κερί στη μνήμη του. Η τελετή θα γίνει σύμφωνα με όλα τα μέτρα προστασίας.
Ο Γεώργιος Σμπώκος ή “Βλαστός” πέθανε στις 24 του περασμένου Μάϊου σε ηλικία 62 ετών. Τα Ανώγεια τον αποχαιρέτησαν την επομένη με σεβασμό, για έναν άνθρωπο ιδιαίτερα αγαπητό και αξιοπρεπή που τίμησε τον τόπο καταγωγής και την οικογένεια του σε όλο το διάβα της ζωής του.
Με σημείωμα στην “ΑΝΩΓΗ” η οικογένεια του Γεωργίου Σμπώκου του Κλεισθένη αναφέρει:
“Θέλουμε να ευχαριστήσουμε όλους τους συγγενείς και φίλους που όλα αυτά τα χρόνια ήταν δίπλα μας, στο δύσκολο αγώνα της περιπέτειας της υγείας του Γιώργη και όλους όσοι στο τελευταίο αντίο στάθηκαν στο πλάι μας, προσφέροντας απλόχερα την αγάπη και τη συμπαράσταση τους στο βαρύ μας πένθος”.
Την ημέρα της κηδείας του, στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη στο Αρμί, τον αποχαιρέτησε με επικήδειο λόγο ο ξάδερφος του Βασίλης Σμπώκος (Ατζαροβασίλης) αναφέροντας τα εξής:
Αγαπημένε μου αξάδερφε Βλαστέ
Στέκομαι εδώ αυτή την άχαρη ώρα για να σε αποχαιρετήσω για πάντα από αυτόν τον ψεύτη ντουνιά, που θα περάσουμε και θα φύγουμε όλοι, αφήνοντας ο καθένας μας το αποτύπωμα του.
Και το δικό σου αποτύπωμα θα μείνει βαθιά χαραγμένο στην καρδιά, στην ψυχή και στη μνήμη όλων μας.
Όλης της Ανωγειανής και της Μεσσαρίτικης κοινωνίας, που σε έζησαν έντονα.
Γεννήθηκες σε μια δύσκολη περίοδο θύελλας και κατατρεγμού για το σύνολο της οικογένειας μας.
Οι γονείς σου, ο θείος ο Κλεισθένης και η θεία η Μαρία, αγωνίστηκαν σκληρά σε αντίξοες συνθήκες, για να μη λείψει τίποτα στην αναθροφή και σ’εσένα και στις αγαπημένες σου αδερφές Νίτσα και Ριρίκα, που ήσουν γι’ αυτές η μεγάλη τους αδυναμία αλλά και ένα μεγάλο στήριγμα στη ζωή τους.
Η Νίτσα με τη Ριρίκα, έκαναν στην πορεία τις δικές τους οικογένειες και ο Δημήτρης έγινε το νέο αγαπημένο μέλος του σπιτιού του Κλεισθένη.
Ήσουν το πρώτο αρσενικό των πέντε αδερφών Ατζαράδων και βίωσες όλη την πίεση ως κοπέλι στις δουλειές της βοσκηκής και τις παραξενιές τω γερόντων μας, που μας τις έκανες ιστορίες για να μας δείξεις τις δυσκολίες της παιδικής σου ηλικίας.
Αντρώθηκες και επάνω σου πατήσαμε όλοι οι μικρότεροι ξαδέρφοι σου στην εφηβεία μας.
Ήσουνα το πρότυπο μας.
Είχες μία ιδιαίτερη μέθοδο να μας προσεγγίζεις με μια λεπτή δόση χιούμορ.
Είχαμε ένα μοναδικό τρόπο επικοινωνίας και η αναφορά σου σ’εμάς γινόταν με τα προσωνύμια που είχες δώσει στον καθένα μας.
Ο Χορευτής, ο Πρύτανης, το Αρχοντόπουλο, ο Κορνάρης, ο Καπετά-Φωθιάς,
ήταν δυσδιάκριτα για το συνομιλητή σου που δεν ήξερε σε ποιους αναφερόσουν, αλλά εμείς το αντιμετωπίζαμε με κέφι και όρεξη για να πειράξει ο ένας τον άλλο..
Το επάγγελμα σου το υπηρέτησες με μεγάλη αγάπη.Το δρομολόγιο Νίδα-Κεφάλι
Ανώγεια-Μεσσαρά Χειμώνα-καλοκαίρι, μόνιμο και σταθερό για πάνω από πενήντα χρόνια.
Ο Σίβας ήταν το δεύτερο χωριό σου.
Οι Σιβιανοί και οι Μεσσαρίτες που σε γνώρισαν θρηνούν κι αυτοί σήμερα.
Απ’ όπου πέρασες κι όπου πήγες, έκαμες μόνο φίλους.
Είχες μια παθολογική αγάπη για τα πρόβατα και η διαχείριση τους από μέρους σου ήταν υποδειγματική.
Βίωνες έντονα την ποιμενική ζωή και το μεγαλύτερο μέρος των συζητήσεων σου αναλωνόταν γύρω από αυτήν και χαιρόσουν να συμβουλεύεις τους νέους κτηνοτρόφους.
Εργασιομανής, μισμιτζής, τελειομανής, πιτήδειος σε ότι έκανες, έβγαινες από τα ρούχα σου, όταν έβλεπες την τσαπατσουλιά και την ακαταστασία.
Μοναδικός χτίστης της πέτρας άφησες τα στοιχεία της τέχνης σου, στο κονάκι σου στη Νίδα, ως το πιό άσβηστο σημάδι της θύμησης σου για πάντα.
Ένα κονάκι που ήταν κέντρο υποδοχής και φιλοξενίας γιά όλο τον κόσμο.
Λίγο πριν τα 30 σου, αποφασίζεις να κάνεις τη δίκη σου οικογένεια.
Παντρεύτηκες τη Νούλα του Σαρακηνόκωστα, την αγαπημένη σου Ευγενία, ως ο μοναδικός που την έλεγε με το όνομα που βαπτίστηκε.
Η Νούλα στάθηκε πραγματικός ρούκουνας δίπλα σου, σε όλες τις στιγμές του έγγαμου βίου σας, με αποκορύφωμα την τελευταία δεκαετία, περίοδο της μεγάλης περιπέτειας της υγείας σου.
Φέρατε στον κόσμο τον Κλεισθένη, τη Μαρία και τον Κώστα.
Τα αναθρέψατε και τα μεγαλώσατε με αρχές και αξίες.
Άξιοι συνεχιστές σας, χαίρουν την εκτίμηση και το σεβασμό του κόσμου σήμερα.
Στην πορεία ήρθαν στην οικογένεια σας ο Σπύρος και πολύ πρόσφατα η Γιάννα και το εγγονάκι σου.
Δυστυχώς δεν έζησες να βιώσεις κι άλλες χαρές στο σπίτι σου.
Η αρρώστια σου, το μεγάλο αυτό σαράκι, σου στέρησε αυτό το δικαίωμα.
10 ολόκληρα χρόνια αγώνα.
Έναν αγώνα που έδειξες σε όλους μας το μεγαλείο της ψυχής σου.
Έναν αγώνα που τον έδωσες με αξιοπρέπεια
και απίστευτο θάρρος.
Που έγινες υπόδειγμα για όλους τους συνανθρώπους μας που βιώνουν την ίδια περιπέτεια.
“Τι λιοντάρι βρε είναι τούτο;”
Έλεγαν οι γιατροί που σε κούραραν, εκφράζοντας το θαυμασμό τους για το κουράγιο σου και τη δύναμη της ψυχής σου.
Η μάχη όμως ήταν άνιση και το αποτέλεσμα οδυνηρό.
Αγαπημένε μου αξάδερφε
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στάση ζωής σου απέναντι μου και στις χαρές και στις λύπες μας.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αδελφική σου συμπαράσταση τις δύσκολες στιγμές που περάσαμε στην τραγική απώλεια του αδερφού μου του Ατζαρογιώργη.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις τελευταίες μέρες της ζωής σου.
Την έγνοια που είχες από το κρεβάτι του πόνου και της μάχης που έδινες να κρατηθείς στη ζωή, στο δικό μου αγώνα.
Τις παθιασμένος συμβουλές σου από το τηλέφωνο, με μια φωνή που δεν έβγαινε,
για να κάμω το σωστό, το πρέπον χωρίς λάθη.
Αγαπημένε μου αξάδερφε
Από χθες το πρωί είσαι μέλος της μεγάλης παρέας που σιγά σιγά θα γίνουμε μέλη της όλοι μας.
Έχεις ανταμώσει τη μάνα σου το πατέρα σου, τσι μπαρμπάδες σου, όλα τα αγαπημένα σου πρόσωπα.
Πικρή παρηγοριά για μένα, ότι αντάμωσες και τον αδερφό μου, τον αγαπημένο σου Χορευτή, μετά από 19 χρόνια.
Να τονε χαιρετάς και να του πεις ότι ο σπόρος που έσπειρε δεν πήγε χαμένος.
Έχει καρπίσει.
Δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ, μέχρι την ώρα που θα σας ανταμώσουμε.
Καλό ταξίδι Βλαστέ
Ταπεινέ, σεβάσμιε, αισθημαλή Άντρα της Ανωγειανής κοινωνίας
Γράφει ο Σάββας Σμπώκος του Γεωργίου, από τον Άγιο Θωμά
Έφυγε Νίδα ο Βλαστός και δεν ξαναγυρίζει
σε νέους τόπους έφτασε κι έκεια κονάκι χτίζει.
=
Είμαι περίεργος να δω ήντα θα ξελαμίσει
στο νέο το κονάκι του που κλήθηκε να ζήσει.
=
Τραπέζα και ξερολιθιές μάντρες και εκκλησάκια
τόποι για να καθιζουνε στου Άδη τα κονάκια.
=
Θα ν-έχει σίγουρα πολλά όμορφα καμωμένα,
για να θυμάται τα παλιά κι όλα τα περασμένα.
=
Να κάθονται οι φίλοι του να τως εψήνει κρέας,
και τα χατίρια όπως παλιά να κάνει της παρέας.
=
Το που θα κάτσει αύριο το κάτεχε απόσπερας,
για να μη χάσει ούτε λεπτό την ομορφιά της μέρας.
Θυμάμαι όταν πρωτογνώρισα το θείο τον Γιώργη. Την πρώτη φορά που ανέβηκα στην Νίδα. Από την πρώτη στιγμή που μας γνώρισε μας αγκάλιασε σαν τα παιδιά του. Γνώρισα έναν άντρα σοβαρό, επιβλητικό, μερακλή με μια αγνή καρδιά ενός μικρού παιδιού. Θυμάμαι την αγωνία του να προλάβει να μας δείξει όλα του τα κατατόπια για να ξέρουμε σε περίπτωση που πάμε με παρέα και λείπει.
Που βάζει τις σούβλες για το κρέας, που βάζει το κλειδί, που έχει το αλάτι ακόμα κι από που ανοίγει το σιντριβάνι που είχε φτιάξει στον κάμπο της Νίδας.. Τα χρόνια πέρασαν και το δέσιμο μεγάλωσε. Πατέρας για εμάς και αδερφός για τον πατέρα μας. Ότι και να συνέβαινε πάντα έβρισκε το καλό για να πει.
Είχε πάθος με τις πέτρες και του άρεσε να δημιουργεί. Την κάθε πέτρα που έπιανε τις έδινε ένα νόημα κ οποίος έχει πάει στην Νίδα σίγουρα θα το έχει καταλάβει. Όπου και να κοιτάξεις γύρο στο μητάτο έχει τραπέζια πέτρινα κ όταν τον ρωτούσες γιατί, σου έλεγε ότι το πρωί όλη την ομορφιά την λέπεις από εδώ, άλλο για το μεσημέρι, άλλο για το απόγευμα κι άλλο για το βράδυ. Δεν ήθελε να χάνει ούτε ένα λεπτό από την ομορφιά της ημέρας.
Πιστεύω όταν θα έρθει η ώρα της αντάμωσης να τον δω να κάθεται σε ένα πέτρινο τραπέζι κάτω από τον παχύ ασκιανό μιας κερασιάς και να αγναντεύει μπροστά του κάμπους και κορφές, δεξιά την μάντρα κι αριστερά τα πρόβατα που κατεβαίνουν για να πάνε στο νερό”.
Με σημείωμα του στην ΑΝΩΓΗ, τον αποχαιρετάει ο ξάδερφος του, μαντιναδολόγος Βασίλης Σμπώκος (Λουκάς), αναφέροντας τα παρακάτω:
“Πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες.
Σαράντα μέρες, θλίψης και πόνου,
αλήθεια ζηλεύω του ψεύτη του χρόνου,
που φεύγει με δίχως ντροπές κι αγωνίες,
κι αναμνήσεις να σβήνουν σαν παλιές ταινίες.
Όμως το χρόνο εγώ θα κοντράρω,
ότι κι αν έζησα μαζί μου να πάρω,
και μόνο σαν κλείσουν τα δυο μου τα μάτια,
μπορεί οι θύμησες να γίνουν χίλια κομμάτια.
Αλήθεια ξάδερφε και τώρα που γράφω δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχεις φύγει από κοντά μας. Δέκα χρόνια πάλευες χωρίς ποτέ να σκύψεις το κεφάλι και πολλές φορές ο Χάρος ένιωσε μικρός μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής σου. Είχες μια γυναίκα, την Ευγενία σου όπως την έλεγες, που μέχρι την τελευταία σου στιγμή, έστεκε σαν βράχος δίπλα σου και δεν άφηνε χώρο στο Χάρο να ‘ρθεί να σε πάρει. Δυστυχώς όμως δεν τα κατάφερε.
Όταν ακούστηκε ότι έφυγες από τη ζωή, έγινε ένας σεισμός σε όλους όσους είχαν την τύχη να σε γνωρίσουν. Στο σπίτι σου έρχονταν συνέχεια άνθρωποι από όλη την Κρήτη για να σε αποχαιρετήσουν. Στην κηδεία σου μικροί μεγάλοι έκλαιγαν και δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι έφευγες για πάντα από κοντά μας..
Λίγες μέρες πριν φύγεις, θέλησες να κλείσεις ένα τελευταίο λογαριασμό και πήρες άδεια από το Νοσοκομείο για τρεις ώρες, για να πας το δαχτυλίδι στη νύφη του γιου σου του Κώστα. Ανέβηκες υποβασταζόμενος τα σκαλιά του σπιτιού του καινούριου συμπεθέρου και όταν ήταν η ώρα να φύγετε και πήγες να κατέβεις τα σκαλιά, ο γιος σου έτρεξε να σε στηρίξει και του είπες:
-Άσε με μπρε Κλεισθένη μα από τη χαρά μου, μου φαίνεται ότι θα παίξω το πήδο να κατέβω…
Αυτός ήσουνα ξάδερφε Γιώργη. Άνθρωπος περήφανος, έντιμος, πιτήδειος, οικογενειάρχης, φιλότιμος, μερακλής, ακούραστος, καλοσυγγενής, κοινωνικός και για αυτό δεν θα ξεχαστείς ποτέ!
Κι η πλάκα του μνημείου σου, νάμι θα αποχτήσει,
γιατί σκεπάζει μερακλή, π’ άλλο δε βγάνει η φύση.
Για ένα χατήρι ο άνθρωπος, παλεύει στη ζωή του,
κι όντε ποθαίνει, αθάνατη να μένει η θύμηση του”.
Ο Λυκούργος Πασπαράκης του Πέτρο, τον αποχαιρετάει με την παρακάτω μαντινάδα:
“Νίδα στα μαύρα να ντυθείς, εμίσεψε ο βλαστός σου,
μαράθηκε ο κάμπος σου, στέρεψε το νερό σου.”
Πηγή: anogi.gr