Του Δρ Ζαχαρία Καψαλάκη (Απόσπασμα από τη διατριβή του με θέμα: «Η εκπαίδευση στην περιοχή της Μεσαράς το 2ο μισό του 19ου αιώνα»)
Ουσιαστική ήταν η πνευματική και υλική προσφορά των Ιερών Μονών της Μεσαράς στην παιδεία της περιοχής και ολόκληρης της Κρήτης. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη και σήμερα σημαντικές κοιτίδες μοναχισμού, που ανέδειξαν αξιόλογες προσωπικότητες.
Ένας όρμος των Αστερουσίων, οι Καλοί Λιμένες, ήταν ο πρώτος σταθμός του Αποστόλου Παύλου, όπου δίδαξε για πρώτη φορά το χριστιανισμό γύρω στα 60 μ. Χ. κατευθυνόμενος δέσμιος προς τη Ρώμη. Ήταν η πρώτη επίσημη είσοδος του χριστιανισμού στο νησί μας. Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος των Εθνών ήλθε για δεύτερη φορά στην Κρήτη το 63 μ.Χ. και οργάνωσε την εκκλησία τοποθετώντας ως πρώτο επίσκοπο Κρήτης τον εκλεκτό συνεργάτη του Απόστολο Τίτο, με έδρα τη Γόρτυνα[1].
Την Α΄ Βυζαντινή περίοδο (330 – 824 μ. Χ.) ανθούσε ο Μοναχισμός με επίκεντρο το Όρος Ράξος ή Όρος των Λιθίνων.
Την περίοδος Αραβοκρατίας (824-961 μ. Χ.) η Κρήτη πέρασε μεγάλη δοκιμασία από σφαγές και λεηλασίες κυρίως λόγω των πολλών επιδρομών των Σαρακηνών πειρατών, που εισέβαλαν στην Κρήτη από την περιοχή «Κεφάλι», στον κόλπο της Μεσαράς.
Η Β΄ Βυζαντινή περίοδος (961-1204 μ.Χ.), είναι μία νέα περίοδος κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής αναγέννησης της Κρήτης και όλης της περιοχής των Αστερουσίων. Από την περιοχή ξεκίνησε μια μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα, ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος (από το χωριό Σίβα Πυργιώτισσας), ο οποίος επιτελώντας ιεραποστολικό έργο, περιπλανήθηκε από τα Αστερούσια στο δυτικό τμήμα της Κρήτης (Νομός Ρεθύμνου και Νομός Χανίων) και ίδρυσε 8 μοναστηριακά συγκροτήματα και πολλούς Ναούς.
Κατά την περίοδος Ενετοκρατίας ( 1204-1669 μ. Χ. ), τα Μοναστήρια και τα Ερημητήρια των Αστερουσίων γίνονται κέντρα αντίστασης στην προσπάθεια των Ενετών να εκλατινίσουν την Κρήτη. Πολλοί λόγιοι Μοναχοί έδρασαν στην περιοχή αυτή για την ενίσχυση της θρησκευτικής και εθνικής συνείδησης των Κρητών. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Ιωσήφ Φιλάγριος ή Φιλάγρης και ο Ιωσήφ Βρυένιος. Το 1361-62 ιδρύεται η Μονή των Τριών Ιεραρχών στην περιοχή Λουσούδου (ή Λουσούδι) κοντά στον Κόφινα. Στη Μονή αυτή λειτουργούσε σχολείο με δάσκαλο τον Ιωσήφ Φιλάγριο[2].
Γύρω του υπήρχε κύκλος μαθητών και οι αρχειακές πηγές αποκαλύπτουν ένα πνευματικό κέντρο με ευρύτερη ακτινοβολία. Ο ίδιος ο Ιωσήφ έφερε τον τίτλο του «διδασκάλου Κρήτης»[3] ενώ από το γνωστό «λίβελο του Καλέκα», που πιθανότατα απευθυνόταν στο Φιλάγρη, πληροφορούμαστε ότι γύρω από τον αποδέκτη υπήρχε κύκλος μαθητών. Ο Καλέκας όμως θεωρούσε «τυφλό» δάσκαλο το λόγιο ορθόδοξο μοναχό Ιωσήφ:
«…εγγύθεν έχοντα τους μαθητάς οις τυφλοίς, τυφλός οδηγός»[4].
Τα μαθήματα που διδάσκονταν εκείνα τα χρόνια στις μονές των Αστερουσίων μπορούμε σήμερα να τα πληροφορηθούμε από τον αυτόγραφο κώδικα της Angelica (Ρώμη), όπου αναγράφονται τα «διδακτικά κείμενα Πατέρων — Γνώμες σοφών και παροιμίες και Δογματικά — αντιρρητικά κείμενα»[5].
Επίσης, είναι γνωστό, ότι τα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας, λειτούργησε στη Μονή Απεζανών σχολείο, στο οποίο διδασκόταν ακόμη και αρχαίοι συγγραφείς[6]. Η ίδια μονή ήταν μέχρι την Τουρκική εισβολή τουλάχιστον, κέντρο αντιγραφής χειρογράφων, συμβάλλοντας έτσι στην περίφημη πνευματική αναγέννηση της Κρήτης[7]. Η πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής Απεζανών προσήλκυσε κατά καιρούς το ενδιαφέρον πολλών, κυρίως ξένων, που στα σκοτεινά χρόνια της αμάθειας περιφέρονταν στα κρητικά μοναστήρια ζητώντας να αγοράσουν χειρόγραφα. Στην έκθεση του υποπροξένου της Γαλλίας στο Ηράκλειο Baume (5 Αυγούστου 1730) προς τον Υπουργό των Ναυτικών De Maurepas, αναφέρεται ότι οι Γάλλοι αναζητούσαν αρχαία και μεσαιωνικά χειρόγραφα για τη βιβλιοθήκη του βασιλιά τους και περιηγήθηκαν μερικά από τα παλιότερα μοναστήρια της Κρήτης. Ανάμεσα στα μοναστήρια αυτά ήταν και ο Άγιος Αντώνιος των Απεζανών. Ο Baume περιγράφει την κατάσταση των χειρογράφων αυτών (εκτεθειμένα στη σκόνη και στα έντομα)[8].
Την ίδια εποχή, πέρα από τα κέντρα γραμμάτων υπάρχουν και κέντρα τεχνών και ιδιαίτερα της Αγιογραφίας. Τότε αγιογραφούνται τα Μοναστήρια και τα παρεκκλήσια των Αστερουσίων με σπουδαίες τοιχογραφίες και φορητές εικόνες μεγάλων αγιογράφων της Κρητικής Σχολής. Στη Μονή Οδηγήτριας υπάρχουν πολλές εικόνες του Άγγελου, ενός από τους σπουδαιότερους αγιογράφους της Κρητικής Σχολής που έζησε το 15ο αιώνα[9].
Ο πνευματικός αγώνας των μοναχών των Αστερουσίων κατά τις παπικής προπαγάνδας στα χρόνια της Ενεντοκρατίας, ανέδειξε ένα πλήθος λογίων μοναχών, σπουδαίων εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, που κατάφεραν να νικήσουν(πνευματικά) τους κατακτητές και πολλοί από τους Ενετούς ασπάσθηκαν την ορθοδοξία.
Στα τέλη του 16ου αιώνος έζησε στη Μονή Απεζανών ο Μελέτιος Πηγάς[10], ο μετέπειτα πατριάρχης Αλεξάνδρειας, σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα, του οποίου σώζονται τρείς επιστολές προς τη μονή.
Ο λόγιος Μοναχός Ιωάσαφ Δωριανός, γνωστός από την αλληλογραφία του με τον Μάξιμο Μαργούνιο, έλαβε το μοναχικό σχήμα το 1566 στη Μονή Απεζανών[11]. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Λαχνής και ήταν φημισμένος ιεροδιδάσκαλος στην Κρήτη. Διετέλεσε κωδικογράφος, διδάσκαλος του Μαξίμου Μαργουνίου και φίλος του Πατριάρχη Μελετίου Πηγά[12].
Αρχές του 17ου αιώνα κατέφυγε στη μονή Απεζανών ο λόγιος Μοναχός Μελέτιος Συρίγος, ο οποίος ανέπτυξε σπουδαία αντιπαπική δράση.
Το 1626 τον συναντάμε ως ηγούμενο της Μονής. Οι Ενετοί όμως ενοχλημένοι από τους αγώνες του, υπέρ της ορθοδοξίας τον εδίωξαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο . Για να σωθεί κατέφυγε στην Αίγυπτο(1627-1628), από όπου τον κάλεσε κοντά του ο Κρητικός Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης. Στην Κων/πολη κοντά στον οικουμενικό Πατριάρχη ανέπτυξε πλούσια πνευματική δράση και διακρίθηκε για τους αγώνες και τα κηρύγματά του υπέρ της ορθοδοξίας και αναδείχθηκε σε μια κορυφαία εκκλησιαστική προσωπικότητα του 17ου αιώνα[13].
Τα τελευταία χρόνια του 16ου αιώνα η Ιερά Μονή Βροντησίου στις πλαγιές του Ψηλορείτη, στελεχώθηκε από λόγιους μοναχούς. Από αυτούς ξεχώρισαν η μορφή του ηγουμένου της Μονής Λαυρέντιου Μαρίνου, ο οποίος είχε αλληλογραφία με φωτισμένες προσωπικότητες της εποχής του, όπως ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς, ο Εθνομάρτυρας Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης, ο Επίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος[14]. Οι έξι θαυμάσιες εικόνες του Μιχαήλ Δαμασκηνού που βρέθηκαν στην ίδια Μονή, μαρτυρούν τις σχέση που είχε μαζί της ο μεγάλος Κρητικός ζωγράφος Μιχαήλ Δαμασκηνός, που γεννήθηκε στο Ηράκλειο περί το 1540. Από το 1584 βρίσκεται στο Βροντήσι, σύμφωνα με τον καθηγητή Κ. Δ. Καλοκύρη[15] & [16]. Μια ακόμη λόγια μορφή που έζησε στο μοναστήρι τα χρόνια της Κρητικής αναγέννησης, είναι ο βιβλιογράφος και συγγραφέας Νικηφόρος Βενέντζας, με πλούσια δράση από το 1617, έως και την Τούρκικη εισβολή. Επίσης, λίγο πριν από αυτόν συναντάμε ένα άλλο Βενέτζα, τον Μερκούριο, που προσπάθησε να αποδώσει τα λειτουργικά κείμενα σε απλούστερη γλώσσα[17]. Το μοναστήρι με τόσους αντιγραφείς βιβλίων είναι φανερό ότι διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη, η οποία όμως καταστράφηκε από τους Τούρκους κατακτητές, όπως και άλλες βιβλιοθήκες Κρητικών μονών. Όμως το συγκεκριμένο μοναστήρι, όπως αναφέρει ο καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης, διέθετε το 1628 και σχολείο, στο οποίο δίδασκαν ένας δάσκαλος και ένας ζωγράφος του Βροντησίου[18]. Σχολείο όμως υπήρχε και στην άλλη Μονή του Ψηλορείτη, αυτή του Βαλσαμόνερου, όπως αποδεικνύεται σε έγγραφο του Επισκόπου Κυθήρων Μάξιμου Μαργούνιου, προς τον ηγούμενο της Μονής Μητροφάνη Γρηγορόπουλο. Συγκεκριμένα τον παροτρύνει να ιδρύσει σχολείο για «δέκα τον αριθμόν πενήτων παίδες, εναποτεθείσθων, υπό διδασκάλω ουδέν ήττον λόγου και διδασκαλίας ή βίου λαμπρότητι διαπρέποντι…»[19]. Την πληροφορία επιβεβαιώνει ο καθηγητής Γιάννης Κ. Μαυρομάτη, σημειώνοντας ότι το σχολείο λειτούργησε, αφού το Ψαλτήρι και άλλα βιβλία υπήρχαν στη μονή παραπάνω του ενός αντίτυπα. Είναι γνωστό ότι το συγκεκριμένο εκκλησιαστικό βιβλίο, ήταν από τα βυζαντινά χρόνια, βασικό σχολικό ανάγνωσμα[20]. Η βιβλιοθήκη του μοναστηριού παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, αφού περιέχει όχι μόνο θρησκευτικά βιβλία, αλλά και αρχαίου συγγραφείς[21].
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα Μοναστήρια της Μεσαράς επιτέλεσαν μεγάλη δράση, θρησκευτική και εθνική. Έγιναν καταφύγια και ορμητήρια επαναστατών και βοήθησαν υλικά και ηθικά στους απελευθερωτικούς αγώνες.
Ο πνευματικός τους ρόλος περιορίζεται, αν και υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη λόγιων μοναχών στις Μονές. Κάποια μοναστήρια, όπως αυτό του Επανωσήφη διατηρούσε σχολείο και βιβλιοθήκη[22]. Στο ίδιο μοναστήρι δυο ξεχωριστές λόγιες προσωπικότητες. Ο Συνέσιος «Ο Κρης» και ο Γεώργιος Γουνάλες. Ο πρώτος ήταν «ιεροδιδάσκαλος» και υμνογράφος. Βιβλία του υπάρχουν στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη και υμνογραφίες του διασώζονται στη Μονή[23]. Ο Γεώργιος Γουνάλες ήταν σπουδαίος κωδικογράφος και υμνωδός. Όπως σημειώνει ο Νικόλαος Παναγιωτάκης «…υπήρξεν άνθρωπος ερξαιρέτου θυράθεν και εκκλησιαστικής παιδείας…». Επίσης παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον, με κυριότερο τον κώδικα Additional 41483 του Βρετανικού Μουσείου που αντέγραψε το 1784 [24].
Ένας από τους σημαντικούς ρόλους που διαδραμάτισαν τα μοναστήρια της Μεσαράς την περίοδο των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας, ήταν και η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, από τα έσοδά τους.
Επίσης στα μοναστήρια της Μεσαράς, τουλάχιστον για το πρώτο μισό του 19ου αιώνα εξακολουθούσαν να λειτουργούν σχολεία. Ο γιός του οπλαρχηγού Νικολάου Τσακίρη, Αντώνιος, που γεννήθηκε το 1853 στην Πόμπια, διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα στο μοναστήρι των Απεζανών[25].
Συμπεράσματα
Η αντιγραφική και καλλιγραφική παράδοση της Κρήτης, που ακμάζει στις ελληνικές σπουδές την περίοδο της Βενετοκρατίας, υποβαθμίζεται με την τουρκική κατάκτηση (1669 κ. ε.), πλην όμως δε σβήνει, όπως μαρτυρούν τα ελάχιστα διασωθέντα έργα. Η συμβολή μεγάλων κρητικών μονών στον τομέα αυτό της παιδείας θεωρείται σημαντική, εφόσον συνέχισαν, σύμφωνα με τις δυνατότητες που διέθεταν, να υπηρετούν τον ελληνικό λόγο, ιδιαίτερα μέσα από τις εκκλησιαστικές, μοναστηριακές, λατρευτικές και μορφωτικές τους ανάγκες.
Η κωδικογραφία αποτελεί σημαντικό μέρος της ελληνικής παιδείας, καθότι διακινεί το γραπτό λόγο και μάλιστα σε εποχές που η τυπογραφία ή δεν υπήρχε, ή δεν ήταν δυνατή και εύκολη η προέκτασή της, μεταδίδει τις ιδέες της παιδείας, διασώζει την ελληνική κληρονομιά, διευρύνει τη φιλολογική γνώση, αλλά και τεκμηριώνει ιστορικά τη σύνδεση και σχέση με τις επόμενες γενιές[26].
Τα μοναστήρια της περιοχής της Μεσαράς γνώρισαν μεγάλη πνευματική άνθιση την περίοδο της όψιμης Ενετοκρατίας, διαθέτοντας λόγιους μοναχούς και σημαντικές βιβλιοθήκες. Όμως η τουρκική κατάκτηση οδήγησε στην καταστροφή αρκετές από αυτές και επιφέρει ανακοπή και παύση της ανοδικής αυτής πνευματικής πορείας.
Οι Κρήτες λόγιοι φεύγουν διωγμένοι στα Επτάνησα, την Ιταλία, την Ευρώπη, το Άγιο Όρος και το Σινά, γίνονται δε αιτία μεταφοράς της ελληνικής παιδείας στους τόπους μετοίκησής τους[27]. Η έλλειψη, επίσης, λογίων στον κρητικό χώρο, με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις επισκόπων, κληρικών και μοναχών, βοήθησε τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσα, αφού ο κλήρος και τα μοναστήρια αποτελούσαν τον κύριο φορέα της παιδείας[28].
Τα έσοδα από τις ενοικιάσεις των περιουσιών των μοναστηριών ήταν η οικονομική δύναμη, που στήριξε την ίδρυση σχολείων στην Κρήτη.
[1] Βλ. Αρχιμανδρίτης Παρθένιος (Βουλγαράκης), Ηγούμενος Ιεράς Μονής Οδηγήτριας, Εισήγηση στο 2ο Συνέδριο Μεσαράς , (Πύργος, Νοέμβριος 2000)
[2] Βλ. Νίκος Ψιλάκης, Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης, Τόμος Α΄, Γ΄ Έκδοση, Ηράκλειο 2002, σελ. 263
[3] Βλ. Γ. Κ. Παπάζογλου, Ιωσήφ Φιλάγρης ή Φιλάγριος, (Διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 1878, σελ. 100.
[4] Βλ. Raym. – I. Loenertz Correspondance de Manuel Calecas (Studi e testi), 1950, σελ. 336.
[5] Βλ. Νίκος Ψιλάκης, ο. π. σελ. 263.
[6] Βλ. Θεοχάρης Δετοράκης, Τα μοναστήρια στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη, περιοδικό «Παράκλητος», τεύχος 37 / Ρέθυμνο 1982, σελ. 21.
[7] Βλ. Νίκος Ψιλάκης, ο. π. σελ. 248.
[8] Βλ. Κ. Γ. Κωνσταντινίδης, Εκθέσεις και υπομνήματα από την αλληλογραφία του Γαλλικού Προξενείου της Κρήτης, Κρητικά Χρονικά Ι΄, σελ. 392.
[9] Βλ. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Οδηγήτριας και τα Ερημητήριά της, Εκδόσεις Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Οδηγήτριας, 2008, σελ. 123
[10] Βλ. Νικόλαος Τωμαδάκης, Μελέτιος Πηγάς και Σινά, Περ. Παράδοση, Γ/ 1979, σελ. 25
[11] Βλ. Νικόλαος Τωμαδάκης, Οι ορθόδοξοι παπάδες επί Ενετοκρατίας και η χειροτονία αυτών, Κρητικά Χρονικά, ΙΓ΄ σελ. 62.
[12] Βλ. Αρχιμανδρίτης Παρθένιος (Βουλγαράκης), ο. π.
[13] Βλ. Γεώργιος Γαλετάκης, Βιογραφικόν Σχεδίασμα περί του Μελετίου Συρίγου, περιοδικόν Εκκλησιαστικός Φάρος, 24/1925 σελ. 5 – 30.
[14] Βλ. Νίκος Ψιλάκης, ο. π. σελ. 294.
[15] Βλ. Κωνσταντίνος Δ. Καλοκύρης, Κρήτες Αγιογράφοι – Μιχαήλ Δαμασκηνός, περιοδικό Απόστολος Τίτος, Τόμος 8, 1956, σελ. 145
[16] Βλ. Μανούσος Μανούσακας, Δυο άγνωστα έργα του Γεράσιμου Βλάχου, Κρητικά Χρονικά, Τόμος Η, 1954, σελ. 59.
[17] Βλ. Ν. Παναγιωτάκης, Νικηφόρος Βενέντζας, Επιτηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, ΛΘ – Μ, 1972 – 1973, σελ. 652.
[18] Βλ. Τα μοναστήρια της Κρήτης, Αθήνα 1986, σελ. 73
[19] Βλ. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Χριστομάνος – Βικέλας – Παπαδιαμάντης. Επιστολαί Μάξιμου Μαργούνιου, Αθήνα 1970, σελ. 313.
[20] Βλ. Γιάννης Κ. Μαυρομάτης, Ἡ βιβλιοθήκη καὶ ἡ κινητὴ περιουσία τῆς κρητικῆς μονῆς Βαρσαμονέρου (1644), 1990, σσ. 473.
[21] Βλ. Γιάννης Κ. Μαυρομάτης, ο. π. σελ. 474 – 488. Το 1644 ο νέος ηγούμενος της Μονής Ιερεμίας Κορνάρος, κάλεσε το Νοτάριο Γεώργιο Καλαμαρά και κατέγραψε όλα τα κινητά πράγματα της μονής.
[22] Βλ. Θεοχάρη Δετοράκη, Η Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1986, σελ. 424.
[23] Βλ. Νικολάου Σταυρινίδη, Ο Μαρουλάς, η Μεσκινιά, η Χρυσοπηγή, Εφημερίς ΠΑΤΡΙΣ, αρ. φ. 3043 & 3044, (Ηράκλειο 14 και 15 Ιανουαρίου 1957), Βλ. Νίκος Ψιλάκης, ο. π. σελ. 47.
[24] Βλ. Νικόλαος Παναγιωτάκης, Κρητικά Χρονικά, Τόμος ΙΖ΄1963, σελ. 7-15
[25] Βλ. Μανόλης Δετοράκης, Γιατροί αγωνιστές των Κρητικών επαναστάσεων του ΙΘ΄ αιώνα, Ηράκλειο 1987, σελ. 178.
[26] Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Ε. Κωστάκης, Μοναστηριακά αντιγραφικά και καλλιγραφικά εργαστήρια στην ιστορική πορεία της παιδείας στην Κρήτη κατά την πρώιμη τουρκοκρατία, http://www.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio3/praltika%2011/kostakis.htm
[27] Βλ. Κωνσταντίνος Κριτοβουλίδης , Απομνημονεύματα του περί της αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, εν Αθήναις 1859, σελ. α-ιβ.
[28] Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Κωστάκης, Η πνευματική κίνηση στον εκκλησιαστικό χώρο της Κρήτης κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας (1669-1821), Διδακτορική Διδακτορική διατριβή, Νέα Χριστιανική Κρήτη, 17, Ρέθυμνον 1996, σελ. 77 – 81.