Eις τον Aριστοκλήν.
Aριστοκλής άριστος όντως οπλίτης,
Πάντως γαρ ηρίστευσε τμηθείς την κάραν.
Eις τον Δημητριανόν και Aθανάσιον.
Aθανάσιος εύρεν αθανασίαν,
Δημητριανώ συνθανών από ξίφους.
Και οι τρεις Άγιοι ήταν Κύπριοι και έζησαν κατά τον διωγμό της Εκκλησίας επί Μαξιμιανού και Διοκλητιανού (245-310 μ.Χ.). Το 302 μ.Χ., ο Αριστοκλής, που καταγόταν από την Ταμασό, στην αρχή δεν θέλησε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του, διότι ήθελε να συνεχίσει την πνευματική οικοδομή των εν Χριστώ αδελφών του. Ανέβηκε λοιπόν σ’ ένα βουνό και κρύφτηκε μέσα σε μια σπηλιά. Αλλά από ‘κει μάθαινε, ότι στις πόλεις πολλοί πιστοί, έχυναν θαρραλέα το αίμα τους για την αγία πίστη του Χρίστου. Ο Αριστοκλής, έπειτα και από ένα όραμα που είδε, έκρινε ότι δεν του επιτρεπόταν, ως Ιερέας που ήταν, να βρίσκεται σε ασφάλεια, ενώ λαϊκοί, γυναίκες και παιδιά αψηφούσαν τα ξίφη και τη φωτιά, και πότιζαν με το αίμα τους το δένδρο του Ευαγγελίου. Έκανε λοιπόν τον σταυρό και κατέβηκε στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Πήγε στο ναό της πόλης, όπου βρήκε προσευχομένους τον διάκονο Δημήτριο και τον αναγνώστη Αθανάσιο. Συμπροσευχήθηκαν, και μετά από συνεννόηση βγήκαν και οι τρεις, και στήριζαν τους διωκόμενους αδελφούς τους. Μόλις πληροφορήθηκε αυτό ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας, τους συνέλαβε. Και αφού απέτυχε να τους νικήσει με υποσχέσεις και απειλές, μετά από πολλά βασανιστήρια τους αποκεφάλισε.
Πηγή: saint.gr