Του Σωκράτη Αργύρη
Ταράττει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα.
– Επίκτητος
[Οι άνθρωποι ταράζονται όχι από αυτά που συμβαίνουν, αλλά από την άποψή τους για αυτά που συμβαίνουν.]
Κάποτε θα πρέπει να γίνει μία συζήτηση στην χώρα μας σχετικά με τον πολιτικό χώρο της Αριστεράς ειδικά μετά την εκλογική αναμέτρηση της 21ης του Μάη και την κατάρρευση των αριστερών δυνάμεων [γιατί δεν μπορούμε να πούμε ότι η ποσοστιαία αύξηση της δύναμης του ΚΚΕ θεωρείται και θρίαμβος, ειδικά ως ένα κόμμα της Γ’ Διεθνούς όπως αναφέρεται στην απόφαση της 6 ‘1’ Φεβρουάριου του 1922 του ΚΚΕ, η οποία έλεγε: «Το κόμμα μας αναπτύσσεται πάντοτε εντός του πνεύματος των αποφάσεων της Γ’ Διεθνούς» (βλ. «Ριζοσπάστη» 21-2-1922)].
Στο θεατρικό του έργο ο Μπρεχτ «Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα», έργο που αν και το έγραψε προτού γίνει μαρξιστής, περιγράφει mutatis mutandis, αυτό που συμβαίνει στον χώρο της Αριστεράς.
Η υπόθεση του έργου εξελίσσεται στη Γερμανία λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου βλέπουμε ότι η αυτοκρατορία κατέρρευσε, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης μόλις διακηρύχτηκε, η Συνθήκη των Βερσαλλιών δεν έχει ακόμη υπογραφτεί είναι μια εποχή καταστροφικής αυτοπεποίθησης και κατάθλιψης αλλά και μια εποχή των ονείρων και της επανάστασης. Στην πρωταγωνιστική φιγούρα του στρατιώτη Αντρέα Κράγκλερ, που τον παράτησε η ερωμένη του, ο Μπρεχτ σκιαγραφεί τον «κάλπικο προλετάριο», τον «μοιραίο επαναστάτη», που σαμποτάρει την Γερμανική Επανάσταση, τον οποίο ο Λένιν πολέμησε πιο βίαια από τους «απροκάλυπτους μπουρζουάδες». Ο προλετάριος και κατά συνθήκη επαναστάτης Κράγκλερ, όταν έρχεται αντιμέτωπος με το δίλημμα: υποστήριξη μιας επαναστατικής ανατροπής ή η «δύναμη της αγάπης», γυρίζει την πλάτη του στην Επανάσταση και γίνεται ξανά ιδιωτεύων αστός. Το έργο, είναι μια δραματική μπαλάντα για έναν στρατιώτη που γύρισε από τον πόλεμο, ο Μπρεχτ όμως το έχει χαρακτηρίσει ως κωμωδία, ωστόσο μάλλον είναι μια σάτιρα της Επανάστασης. Οι επαναστάτες που βλέπουμε είναι αστοί που έχουν υποτιμηθεί από την τάξη τους: πομπώδεις διανοούμενοι και αργόσχολοι θαμώνες μπαρ. Λούμπεν της κοινωνίας, που υποφέροντας από αφασία της ψυχής, εξαγοράζουν τα όνειρά τους στη μυθική και ουτοπική επανάσταση.
Ιστορικά η νεωτερικότητα συμπίπτει με την άνοδο του καπιταλισμού, επειδή επιβάλλεται στην υφήλιο ένα οικονομικό σύστημα που συμβαδίζει με την κατάργηση κάθε παραδοσιακής υπερβατικής αρχής.
Ο Κάρλ Μαρξ και ο Μαξ Βέμπερ είναι οι δύο κλασικοί αναλυτές της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά την προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Φωτίζουν διαφορετικές όψεις της. Οι πολιτικές βλέψεις, η μέθοδος και η επιστημολογία τους είναι αντίθετες, αλλά τα συμπεράσματά τους είναι συμπληρωματικά.
Ο Μαρξ δείχνει πως το νεώτερο κράτος ευνοεί την επικράτηση των κεφαλαιοκρατών στην κοινωνία, επειδή ακριβώς το ίδιο εμφανίζεται ως αμερόληπτο, όχι ως το δικό τους κράτος. Ο Βέμπερ δείχνει πως η ευνοϊκή για την κεφαλαιοκρατία διοίκηση είναι η γραφειοκρατική, επειδή ακριβώς δεν λειτουργεί μεροληπτικά υπέρ των κεφαλαιοκρατών.
Καταρρίπτουν έτσι ορισμένα «αυτονόητα»: την άποψη ότι δίκαιο κράτος είναι όποιο επιβάλλει απλώς την τήρηση των κανόνων του υγιούς ανταγωνισμού, την άποψη ότι η γραφειοκρατική οργάνωση αποτελεί τροχοπέδη για την επιχειρηματικότητα, αλλά και την άποψη ότι οι καπιταλιστές ελέγχουν το κράτος εξασφαλίζοντας προνόμια για τον εαυτό τους,
Η κριτική στο έργο του Μαρξ και του Βέμπερ εστιάζεται στο γενικού ενδιαφέροντος ερώτημα της λογικής του κεφαλαίου, του τρόπου σκέψης που επιβάλλει η κυριαρχία του κεφαλαίου και του τρόπου σκέψης που απαιτείται να υιοθετήσει ο μελετητής της. Η λογική του κεφαλαίου χαρακτηρίζεται από την κατάργηση της υπερβατικότητας ως πηγής του κοινωνικού νοήματος. Ο Μαρξ ακολουθεί τον Χέγκελ στο ότι στοχεύει να ορίσει το κοινωνικό νόημα με μη υπερβατικό τρόπο. Ο Βέμπερ ακολουθεί τον Νίτσε εναποθέτοντας στα άτομα να δώσουν όποιο νόημα προτιμούν στα κοινωνικά φαινόμενα.
Από την δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου μέχρι την ίδρυση της Α’ Διεθνούς και την διάλυση της, η πολιτική ρήξη ήταν καθεστώς στο εργατικό κίνημα για λόγους που δεν είναι της στιγμής, δημιουργήθηκε η Β’ Διεθνής, που έγινε 100 χρόνια μετά την Αστική Γαλλική Επανάσταση, όπου εκεί διακρίνουμε και πάλι την σύγκρουση απόψεων για την ταξική πάλη.
Αφορμή είναι ο Κάρλ Κάουτσκι που ως θεωρητικός του μαρξισμού, ηγετική μορφή του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος και της Β’ Διεθνούς (1889-1916) ήταν αρνητής των λενιστικών προτύπων εξουσίας, έτσι ώστε να θεωρηθεί ως ένας από τους βασικότερους συντελεστές για τη μη επικράτηση των λενιστικών αρχών στα σοσιαλδημοκρατικα κινήματα της Δυτικής Ευρώπης.
Μάλιστα το 1892 ο Κάουτσκι έγραψε ένα βιβλίο για να εξηγήσει το Πρόγραμμα της Ερφούρτης, το Das Erfurter Programm in seinem grundsätzlichen Teil erläutert (Εξήγηση των βασικών στοιχείων του Προγράμματος της Ερφούρτης). Και σε αυτό το βιβλίο, στο τέταρτο κεφάλαιο, ο Κάουτσκι γράφει: Ein Beharren in der kapitalistischen Zivilisation ist unmöglich; es heißt entweder vorwärts zum Sozialismus oder rückwärts in die Barbarei, δηλαδή: Το να συνεχίσει έτσι ο καπιταλιστικός πολιτισμός είναι αδύνατο. Το ζήτημα είναι ή μπροστά προς τον σοσιαλισμό ή πίσω προς τη βαρβαρότητα. [που αποδίδεται στη Ρόζα Λούξεμπουργκ, που αυτή με την σειρά της τη φράση την αποδίδει στον Ένγκελς].
Ο Κάουτσκι θεωρούσε την εδραίωση του μπολσεβίκικου καθεστώτος στη Ρωσία ως την πιο βαριά ήττα που υπέστη ποτέ το σοσιαλιστικό κίνημα· τόσο πιο βαριά επειδή προκλήθηκε όχι από την αστική και καπιταλιστική αντίδραση, αλλά από ένα κόμμα και από ηγέτες που δήλωναν ότι είναι κομμουνιστές και υποστήριζαν ότι οικοδομούν την κοινωνία των ίσων, που ήταν το πρόγραμμα του Μαρξ και του Ένγκελς.
Γιατί ο Μαρξ πίστευε ότι έλυσε το βασικό πρόβλημα της κοινωνικής φιλοσοφίας, τη σχέση δηλαδή ανάμεσα στο «κοινωνικό είναι» και την «κοινωνική συνείδηση», διατυπώνοντας τη θέση πως «δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους μα, αντίθετα, το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους».
Βέβαια στο δεύτερο κεφάλαιο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου που συνέγραψε ο Μαρξ με τον Ενγκελς και όπου εξετάζεται η σχέση του κομμουνιστικού κόμματος με άλλα αστικά κόμματα, για τα οποία δεν πρέπει να απορρίπτει τη συνεργασία, ωστόσο μόνο το κομμουνιστικό κόμμα εκφράζει τα συμφέροντα όλων των προλετάριων –και με σαφήνεια εξηγεί πως δεν πρέπει να τους διαχωρίζει αναλόγως της εθνικότητας τους. Στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο εξηγούνται οι διαφορές του κομμουνιστικού κόμματος με άλλα κόμματα όπως σοσιαλιστικά ή συντηρητικά. Έτσι κηρύσσει την πρόθεση για συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες [εκείνη την εποχή δεν υπήρχε βέβαια ο νεοφιλελευθερισμός και δεν μπορούσε τότε ο Μαρξ να φανταστεί ότι θα μπορούσαν να τον υπηρετούσαν] και τονίζει πως ο στόχος τους δεν πρέπει να είναι η βελτίωση του συστήματος αλλά η ανατροπή του.
Θέση που επανέλαβε στην «Γερμανική Ιδεολογία» «Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια «κατάσταση πραγμάτων» που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων».
Όπως και η τελευταία φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου «προλετάριοι όλου του κόσμου, ενωθείτε» εργαλειοποιήθηκε από όλους που πιστεύουν ότι αυτοί μόνοι εκφράζουν το κίνημα.
Αυτό ξεκίνησε επειδή ο Λένιν έκανε διαφορετική ανάλυση όσον αφορά το κόμμα νέου τύπου «Το κόμμα… πρέπει να είναι ικανό να δημιουργήσει οργανωτικές σχέσεις τέτοιες που να εξασφαλίζουν ένα ορισμένο επίπεδο συνειδητότητας και να ανεβάζουν συστηματικά αυτό το επίπεδο.
Ο Β. Ι. Λένιν έγραψε: «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα – το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμμα που καθοδηγείται από πρωτοπόρα θεωρία».
Η λενινιστική θεωρία, εμφανίστηκε σαν μια σκληρή πάλη ενάντια στην αστική ιδεολογία. Χαρακτηρίζοντας τις τρεις βασικές μορφές της πάλης του προλεταριάτου για την απελευθέρωση του – την οικονομική, την πολιτική και την ιδεολογική – ο Β. Ι. Λένιν υπογράμμιζε ότι ο ιδεολογικός αγώνας κατά της αστικής τάξης είναι ο πιο μακρόχρονος και πολύπλοκος. Τη νίκη σ’ αυτήν την πάλη το προλεταριάτο μπορεί να την κερδίσει μόνο με τον όρο ότι θα παραμείνει πάντα συνεπές στη λενινιστική θεωρία και θα ξεσκεπάζει αδιάκοπα ακόμα και τις πιο μικρές εκδηλώσεις της αστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα. Στο βιβλίο του «Τι να κάνουμε;» (1902), ο Β. Ι. Λένιν έγραφε κιόλας ότι: «…το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι: Είτε αστική είτε σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσος όρος δεν υπάρχει… Για το λόγο αυτό, κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση απ’ αυτή σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας».
«Είμαστε το κόμμα μιας τάξης – έλεγε ο Λένιν – και γι’ αυτό σχεδόν όλη η τάξη (και σε καιρό πολέμου, σε καιρό εμφυλίου πολέμου, απόλυτα όλη η τάξη) πρέπει να δρα κάτω από την καθοδήγηση του κόμματός μας, πρέπει να σμίγει όσο μπορεί πιο σφιχτά με το κόμμα μας: Θα ήταν όμως μανιλοφισμός και «χβοστισμός» (πολιτική ουράς στην αστική τάξη) αν νομίζαμε ότι μέσα στον καπιταλισμό σχεδόν όλη η τάξη ή όλη η τάξη είναι ποτέ σε θέση ν’ ανυψωθεί ως τη συνειδητότητα και τη δραστηριότητα του πρωτοπόρου της τμήματος, του κομμουνιστικού κόμματος της».
Ο Καρλ Κάουτσκι κατηγόρησε τότε τον Λένιν ότι ο μπολσεβικισμός είχε διαστρεβλώσει το ίδιο το νόημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, εγκαθιδρύοντας τη δικτατορία ούτε καν μιας προλεταριακής μειοψηφίας, αλλά μιας περιορισμένης τάξης πολιτικών ηγετών, του ένοπλου βραχίονα τους και ενός γραφειοκρατικού στρώματος που τέθηκε στην υπηρεσία τους· ότι είχε θεμελιώσει ένα σύστημα κυριαρχίας, το οποίο, ενώ προέβαλλε με τους πιο ριζοσπαστικούς όρους τον σκοπό της πλήρους υλοποίησης του σοσιαλισμού, σε συνθήκες όπου απουσίαζαν οι πιο στοιχειώδεις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές βάσεις που είναι αναγκαίες για την επιδίωξή του, ταπείνωνε την κοινωνία υποβάλλοντας την σε μια πρωτόγνωρη αλλά και σε μια από τις πιο βίαιες μορφές εξουσίας που εμφανίστηκαν ποτέ στην ιστορία, με τη διπλή όψη της οικονομικής εκμετάλλευσης και της πολιτικής καθυπόταξης των εργαζόμενων μαζών.
Το πρώτο βήμα του εκφυλισμού ήταν η κατάργηση της καθολικής ψήφου, μετά τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης όπου είχε φανεί ότι οι μπολσεβίκοι είχαν τη συναίνεση μόνον ενός μικρού τμήματος του πληθυσμού. Στο βιβλίο του «Από τη δημοκρατία στην κρατική δουλεία», του 1921, ο Κάουτσκι έγραφε ότι η επίκληση των αρχών της Κομμούνας του Παρισιού από τους μπολσεβίκους ήταν μια απάτη:
«Η σοβιετική δημοκρατία έχει καταστρέψει την παλιά τσαρική γραφειοκρατία, αλλά στη θέση της έχει βάλει μια νέα, εξίσου συγκεντρωτική, αφού μέσω αυτής πρέπει να ρυθμίζεται όλη η οικονομική ζωή και αυτή διαθέτει όχι μόνον την ελευθερία, αλλά και τις πηγές ύπαρξης του πληθυσμού.
Ήταν καιρός οι δημοκράτες σοσιαλιστές να βάλουν στην άκρη την έκφραση «δικτατορία του προλεταριάτου», που υπήρξε πάντα πηγή παρεξηγήσεων, και να την αντικαταστήσουν με την έκφραση «κυριαρχία του προλεταριάτου με βάση τη δημοκρατία».
Οπότε εδώ είναι η πηγή της κακοδαιμονίας του σοσιαλιστικού κινήματος.
Ενώ ο Μαρξ πιστεύει ότι ο εργάτης έχει την ταξική συνείδηση του κοινωνικού του είναι, ξαφνικά ορισμένοι Μαρξιστές υποβαθμίζουν την θέση αυτή και δημιουργούν μία άλλη αντίληψη ότι αυτό δεν ισχύει οπότε ένας τρίτος παράγοντας πρέπει να παρέμβει ώστε το εργατικό κίνημα να οδηγηθεί εκεί που το κόμμα θα ορίζει και θα πρέπει να το υπακούει τυφλά κάτι σαν θεολογικό δόγμα, πράγμα όμως που ο ίδιος ο Μαρξ είχε ήδη κάνει την σχετική κριτική στο έργο του Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου.
Έκτοτε το μόνο που δημιουργήθηκε ήταν ο σχηματισμός σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων που καλούσαν τον κόσμο της εργασίας να πλαισιώσει τις γραμμές τους, ανάλογα με την ερμηνεία που έκαναν στις αρχές του διαλεκτικού υλισμού, με αποτέλεσμα της διάσπασης του εργατικού κινήματος, που βλέπουμε σήμερα.
Γιατί ο ιστορικός υλισμός υποστηρίζει ότι η ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος καθορίζεται από τη μεταβολή της οικονομικής κατάστασης ενός λαού ή μιας εποχής, πράγμα που δεν έχει γίνει αντιληπτό από κόμματα που λένε ότι εκφράζουν θέσεις της Αριστεράς.
Ο Λουίς Αλτουσέρ στο έργο του «Γκράμσι ή Μακιαβέλι» διαβάζουμε το εξής ενδιαφέρον κομμάτι, ίσως γιατί η ηγεσία των αριστερών κομμάτων μάλλον ταυτίζεται με αυτό το απόσπασμα:
«Όχι, ο Ηγεμόνας δεν είναι ένα άτομο που θα ήταν ανθρώπινο υποκείμενο, ικανό για αρετές ή ελαττώματα εκ φύσεως ή επίκτητα. Ο Ηγεμόνας είναι ένα σύστημα βαθμίδων χωρίς κεντρικό υποκείμενο, χωρίς αυτή την υποκειμενική ενότητα που θα συνιστούσε τη σύνθεση των αντικειμενικών λειτουργιών του στο πρόσωπό του. Και καθώς ο Ηγεμόνας δεν είναι τίποτα χωρίς τη στρατηγική χρήση αυτού του συστήματος βαθμίδων, χωρίς τη στρατηγική τους εφαρμογή, θα μπορούσαμε να πούμε επίσης: ο Ηγεμόνας είναι μια πολιτική στρατηγική, και από αυτή την άποψη είναι μια «διαδικασία χωρίς υποκείμενο », γιατί δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναπαριστά στην ίδια αυτή τη στρατηγική… ».
Ο Καρλ Μαρξ στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, έγραψε:
«Στόχος της ιστορίας είναι, λοιπόν, μετά την εξαφάνιση του Επέκεινα της αλήθειας, να καθιερώσει την αλήθεια του Ενθάδε».
Κάτι που παραμένει ζητούμενο για το εργατικό κίνημα, ίσως γιατί το κίνημα έχει επηρεασθεί από την Λογική του Χέγκελ που θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι γεμάτη αντιθέσεις. Άρα και η περιγραφή της πραγματικότητας πρέπει να ξέρει να περιγράφει τις αντιθέσεις.
Πηγή: grpress.gr