Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Αν είναι μια φορά ευλογία το ν’ ακλουθάς τα προστάγματα της καρδιάς σου, δυο φορές ευλογία είναι να τιμάς τα καλέσματα που φτάνουν στην καρδιά σου από την πλιά βαθειά ρίζα σου.
Κι εγώ, δυό φορές ευλογημένος αιστάνομαι σήμερα, που όρισα στα ζάλα μου να οδηγήσουν το φανερό και το απόκρυφο είναι μου στα Αστερούσια.
Εκεί ήθελα να ξαναβρεθώ, από κει μου ‘ρθε και το υπερκόσμιο κάλεσμα.
Ανταποκρίθηκα και στην καρδιά μου και στη ρίζα μου.
Σαν σωπατήσαμε στην Αγιά Βαρβάρα και είδα ομπρός μου ξαπλωμένο και ραχατλήδικο το μεσσαρίτικο κάμπο, λουσμένο στις ηλιαχτίδες, εντάκαρε και το δυνατό χτυποκάρδι μου. Και όσο κατεβαίναμε τις στροφές των Ανεγύρων και αρχίσανε οι κορφές των Αστερουσίων να παιχνιδίζουν με τη θωριά μου, τόσο και πιότερο η καρδιά μου εβροντοχτύπα.
Χαιρότανε η κακομοίρα η καρδιά μου για το χατήρι που της έκανα, μα χαιρότανε και η ρίζα μου θωρώντας μας να κοντοζυγόνουμε, για το σφιχταγκάλιασμα της μάνας και του σπλάχνου, που ‘χουνε πολύ καιρό ν’ ανταμώσουνε.
Στο Καλαμάκι πρωτοσταθήκαμε, γιατί ήθελα πριν απ’ όλα τ’ άλλα, να φιλήσω την θείτσα μου τη Γιωργία. Ετούτη την ανάγκη για φιλί στη δεύτερη μάνα μου, πιότερο σαν ανάγκη για προσκύνημα την αιστανόμουνα εδώ και κάμποσο καιρό.
Είχαμε συντροφιά μας και τον μικρότερο αδερφό μου τον Βασίλη με τη γυναίκα του τη Μαρία κι έτσι το πεσκέσι της χαράς που κρατούσαμε στη θειά μας ήτανε πιο γλυκό, καθώς πολλές θύμησες ανασκαλέψαμε, θύμησες αγαπημένες και για τις δυό μπάντες.
Εκεί, άφησα τα αφρισμένα κύματα του Νότιου Κρητικού πελάγου να λαντουρίσουν την ψυχή μου και να τη χορτάσουν αρμύρα και βουητό. Εξάνοιγα γύρω μου τα κακοτράχαλα Αστερούσια να σκιάζουν τη ραχατλίδικη Μεσσαρά, που ‘χε τα πόδια της βουτηγμένα στη θάλασσα και καμάρωνα.
Γιατί εκείνη την ώρα δεν ήμουνα πράμα άλλο, εξόν από μια χούφτα μεσσαρίτικο κοκκινόχωμα, που σκιαζότανε στη ρίζα των Αστερουσίων και δροσέρευε με τις πιτσιλιές του πελάγου.
Από το Καλαμάκι αρχίσαμε το σκαρφάλωμα στις στερουσιανές κορφές.
Χορτάτοι από ψάρια και ρακή που μας φίλεψε η ξαδέρφη μου η Σούλα, μα ακόμη πεινασμένοι για σμίξιμο με τα βουνά των θρύλων, των παραδόσεων, των επαναστάσεων και των παραμυθιών που ακούγαμε από τις ακρόριζες μας, βρεθήκαμε μετά από κάμποση ώρα στο ερημοκκλήσι του Αγίου Αντρέα του Πρωτόκλητου, που βλογάει τη μέση του πουθενά.
Μου αρέσει αυτή η εκκλησία, που βαστά από εποχές που οι Άγιοι ήσανε πραγματικοί Άγιοι. Ήσανε σαν τους καλούς Αθρώπους.
Μου αρέσει ο τόπος, που αποτελεί το απόσταγμα της αγριάδας, του απρόσιτου, του μυστηριώδους, του υπερφυσικού, της απόλυτης σιωπής και της υπενθύμησης στον άθρωπο της ελαχιστότητας του, που σαν θέλει μπορεί να τη μετατρέψει σε μεγαλειότητα.
Ετούτος ο τόπος, κάθε φορά που πάω, μου φωνάζει την ίδια κουβέντα:
Ο χαραχτήρας του Αθρώπου χτίζεται από τον τόπο που γεννιέται, από τον τόπο που ‘χει στα έγκατα του το πρώτο δάκρυ του, από τον τόπο που πότισε με τον ιδρώτα του πρώτου σφουγγίσματος του κούτελου του, από τον τόπο που πρωτοερωτεύτηκε, από τον τόπο που του χάρισε πρώτυπα, ιδανικά, ιδέες, αξίες, αρχές, λαχτάρες και ήσυχη ανάπαψη.
Ξανάκουσα στο κορφοβούνι του Αγίου Αντρέα την ίδια ορμηνιά και πήραμε το δρόμο για το μοναστήρι της Οδηγήτριας.
Άλλος αγαπημένος τόπος. Ο τόπος του Θεού και του Ξωπατέρα.
Το άδικο πολεμούσε ο Θεός, τους άδικους μακέλευε ο θρυλικός παπάς στην τουρκοκρατία.
Πλάι -πλάι είναι στο μοναστήρι της Οδηγήτριας τα κονάκια της Παναγίας και των Αγίων με τον πύργο του οπλαρχηγού Ξωπατέρα.
Με το ‘να χέρι ακομπάς την εκκλησιά παίρνοντας κουράγιο και με το άλλο ακουμπάς τον τοίχο του πύργου του Ξωπατέρα, παίρνοντας εντολές για το Μέγα Χρέος σου.
Δεν ήθελα να ξεκολλήσω τα χέρια μου από τους δυό τοίχους και από τα πολύτιμα αποθησαυρίσματα του μοναστηριού και του Πύργου.
Με βαριά καρδιά άφησα την Οδηγήτρια, μα έπρεπε να φύγουμε, γιατί αισθανόμουνα της ανάγκη να πάω και στους Αγίους Δέκα, να μουρμουρίσω για άλλη μια φορά κάποια πράματα πάνω από τους τάφους των σφαγιασθέντων Κρητικών Αγίων.
Εκεί μας βρήκε και το σούρουπο.
Πήραμε το δρόμο του γυρισμού στη Ρογδιά, χορτάτοι από συγκινήσεις.
Κι αυτό φαινότανε καθαρά, αφού σε όλη τη διαδρομή του γυρισμού μήτε εγώ μήτε η γυναίκα μου μιλήσαμε.
Ήταν γιατί δεν θέλαμε να τέλειωνε η σημερινή μέρα μακρυά από τ’ Αστερούσια.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι συνταξιούχος δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας