Του Γιάννη Πασπαράκη*
… Αρχές της δεκαετίας του ’70… Φτώχεια και δύσκολα χρόνια, χούντα και σκοτάδι… Τέλη φθινοπώρου, που στ’ Ανώγεια είναι χειμώνας, σ’ ένα τυπικό Ανωγειανό σπίτι… Ένα κουζινάκι ξέχωρα από το υπόλοιπο ενιαίο δωμάτιο. Η μάνα με τρία μικιά κοπέλια… Το μεγάλο πρώτες τάξεις του δημοτικού, το μικιό μωρό ακόμη.
Ο καιρός χαμηλωμένος… Κατσιφάρα και ψιλόβροχο και κρυγιώτη… Λίγο πιο πάνω από το χωριό χιόνιζε… Η μόνη ζεστασά προέρχεται από μια παρασθιά στο κουζινάκι. Το υπόλοιπο σπίτι ψυγείο. Στο δωμάτιο λιγοστά έπιπλα: ο μπουφές, η ντουλάπα, ένα τραπέζι, καρέκλες, ένα κρεβάτι και, πίσω από ένα ξύλινο χώρισμα, το κρεβάτι των γονέων και το αργαστήρι τση μάνας.
Πάνω στο τραπέζι απλωμένα το βιβλίο και το τετράδιο… Ο μαθητής κάνει τα μαθήματά του, αλλά περιμένει τον πατέρα για να “τον διαβάσει”. Η μάνα σχεδόν αγράμματη… Κατάφερε να “βγάλει” την τρίτη τάξη πριν η κατοχή και οι ανάγκες τη σταμάτησαν απ’ το σχολείο. Ο πατέρας, ο γραμματισμένος του σπιτιού, είχε τελειώσει το δημοτικό πριν τον βγάλει κι αυτόν ο δικός του πατέρας, παρά τις εκκλήσεις του δασκάλου να τον αφήσει γιατί “τα παίρνει τα γράμματα”, γιατί η βοσκική θέλει συντρομή απ’ όλους…
Έχει σκοτεινιάσει καλά αλλά ο πατέρας ακόμη να κατεβεί απ’ τ’ αόρι. Κάθε απόγευμα κατεβαίνει με τα πόδια, δυο ώρες δρόμο και παραπάνω, για να “διαβάσει” το μαθητή… Ο μαθητής είναι ανήσυχος μα προσπαθεί να μην το δείξει… Κάποια στιγμή ακούει τα γνώριμα βήματα στην αυλή. Ετοιμάζει τα μαθητικά σύνεργα και περιμένει.. Όμως ο πατέρας δεν ανοίγει την πόρτα του δωματίου… Μετά από λίγο ο μαθητής αποφασίζει να πάει στο κουζινάκι να δει τι συμβαίνει. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει τον πατέρα καθισμένο σε μια καρέκλα με πρόσωπο προς την παρασθιά και πλάτη προς την πόρτα. Φορά ακόμη τη χλαίνη και τη γνώριμη κουκούλα, που σκεπάζει όλο το κεφάλι και έχει μόνο ένα άνοιγμα για τα μάτια.
Ο πατέρας δε γυρίζει το κεφάλι του να δει ποιος μπήκε στο άκουσμα της πόρτας που έτριξε όπως την άνοιξε ο μαθητής… περίεργο… “Πατέρα…” λέει ο μικρός… Και τότε μόνο ο πατέρας έστριψε το κεφάλι του και ο μαθητής είδε… Από το κρύο και το νερόχιονο που έπεφτε στο δρόμο η κουκούλα έγινε ολόγρη και πάγωσε στο κεφάλι… Από το σαγόνι του κρέμονταν κρούσταλλα… Την πύρωνε στην παρασθιά μέχρι να λιώσει ο πάγος και να τα κρούσταλλα για να μπορέσει να τη βγάλει…
Αυτή η σκηνή σημάδεψε για πάντα τη ζωή του μικρού μαθητή… Ποτέ δε θα ξεχάσει την εικόνα που αντίκρισε εκείνο το κρύο βράδυ… Πατέρα, σ’ ευχαριστούμε για όλα όσα έκαμες για μας… Και πάνω απ’ όλα για τις αξίες και τις αρχές που μας κληρονόμησες.
* Ο Γιάννης Πασπαράκης είναι δάσκαλος, από τα Ανώγεια. Σήμερα διευθύνει το Δημοτικό Σχολείο στα Φέρμα Ιεράπετρας.