Συνέντευξη στο Πολωνικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΠΠΕ) έδωσε ο Δρ. Αριστομένης Συγγελάκης Συγγραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας.
Όπως τόνισε, όλα τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, καθώς και πάνω από το 90% της κοινής γνώμης υποστηρίζουν το ζήτημα της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων, αλλά δεν έχουμε ενδείξεις για αποφασιστική δράση της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα αυτό σε αντίθεση με τη στάση της πολωνικής κυβέρνησης. Επίσης προτείνει, μεταξύ άλλων, την κατάσχεση γερμανικής ακίνητης περιουσίας για την εκτέλεση των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων και την αποζημίωση των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας, την προσφυγή σε διεθνές δικαστήριο και στενή συνεργασία με την Πολωνία.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η επίδοση από την ελληνική κυβέρνηση ρηματικής διακοίνωσης προς τη Γερμανία για το ζήτημα, όπως το 1995, το 2019 και το 2020, είναι μια αναγκαία αλλά μη επαρκής ενέργεια, διότι μπορεί απλώς (η ρηματική διακοίνωση) να απορρίπτεται από το Βερολίνο – πράγμα που έχει συμβεί στο παρελθόν. Λαμβάνοντας υπόψη τις δυναμικές ενέργειες της πολωνικής πλευράς για την επιδίωξη αποζημιώσεων, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει πολύ περισσότερα από όσα έχει κάνει μέχρι σήμερα.
«Η Πολωνία δεν περιορίστηκε στην επίδοση της ρηματικής διακοίνωσης στη Γερμανία, αλλά απευθύνθηκε στον Ο.Η.Ε. και πρότεινε μια διεθνή διάσκεψη για τις αποζημιώσεις», υπενθύμισε ο Δρ. Συγγελάκης.
Όπως αναφέρεται στη συνέντευξη: «Ο Δρ. Συγγελάκης υποστηρίζει ότι για να διεκδικήσει η Ελλάδα αποτελεσματικά τις αξιώσεις της έναντι της Γερμανίας, χρειάζεται να δημιουργήσει μια μόνιμη κοινοβουλευτική επιτροπή που θα ασχολείται με το θέμα αυτό, καθώς και ένα κυβερνητικό όργανο. Στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε το παράδειγμα της θέσης του πληρεξουσίου για τις επανορθώσεις στην πολωνική κυβέρνηση, την οποία κατέχει σήμερα ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Arkadiusz Mularczyk.
«Η Ελλάδα ποτέ δεν παραιτήθηκε των αξιώσεών της»
Η Ελλάδα έκανε τα πρώτα βήματα διεκδίκησης επανορθώσεων από τη Γερμανία αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ελληνική κυβέρνηση υπολόγισε το ποσό των επανορθώσεων στο ισοδύναμο περίπου 350 δισεκατομμυρίων σημερινών ευρώ και το παρουσίασε στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού το 1946. Αποφασίστηκε τότε ότι η Ελλάδα δικαιούταν επανορθώσεων αλλά χαμηλότερου ύψους (στμ: στο ποσό αυτό δεν περιλαμβάνονται οι αξιώσεις των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας ούτε η αξία των αρχαιολογικών και άλλων πολιτιστικών θησαυρών).
Τις επόμενες δεκαετίες, η Γερμανία αρνήθηκε να πληρώσει τις οφειλές της στην Ελλάδα, παρέχοντας μόνο 115 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα το 1960 για να αποζημιωθούν οι Έλληνες Εβραίοι θύματα του Γ’ Ράιχ.
«Η Ελλάδα δεν παραιτήθηκε ποτέ από τις απαιτήσεις της έναντι της Γερμανίας. Αυτό είναι σημαντικό από πολιτική και, ακόμη περισσότερο, από νομική άποψη», δήλωσε ο Αριστομένης Συγγελάκης σε συνέντευξή του στο ΠΠΕ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η συμφωνία του 1960 δεν δίνει λύση στην υπόθεση. Μέχρι το 2013, η κυβέρνηση του Βερολίνου υποστήριζε ότι ήταν πολύ νωρίς για διαπραγματεύσεις για πιθανές επανορθώσεις.
«Σύμφωνα με τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 για την αποπληρωμή των γερμανικών εξωτερικών χρεών (την οποία συνυπέγραψε η Ο.Δ. της Γερμανίας, το ζήτημα των οφειλών της προς την Ελλάδα έπρεπε να μείνει παγωμένο μέχρι την επανένωση της Γερμανίας και την υπογραφή συνθήκης Ειρήνης», σημείωσε.
Μέχρι το 2013, η γερμανική κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι δεν είχε υπογραφεί ακόμη συνθήκη ειρήνης, επομένως δεν υπήρχε τότε βάση για συνομιλίες σχετικά με τις επανορθώσεις.
«Ξαφνικά, το 2013, η θέση του Βερολίνου άλλαξε εντελώς: η Γερμανία έκτοτε ισχυρίζεται ότι η Συνθήκη «2+4» (Μόσχα, 1990) ήταν μια Συνθήκη Ειρήνης που έκλεινε το ζήτημα των επανορθώσεων. Ωστόσο, ούτε η Ελλάδα ούτε η Πολωνία μετείχαν στη Διάσκεψη της Μόσχας και, φυσικά, δεν έχουν υπογράψει τη Συνθήκη αυτή», σημείωσε ο κ. Συγγελάκης.
Παράλληλα, τόνισε ότι οι Γερμανοί έχουν αποφύγει να παρουσιάσουν επίσημα και αναλυτικά τη θέση τους, γιατί αυτή έρχεται σε αντίθεση με όσα υποστήριζαν μέχρι το 2013.
«Από νομική άποψη, η θέση της Ελλάδας είναι πολύ ισχυρή», πρόσθεσε.
Υπενθύμισε επίσης ότι υπάρχει ένα ενεργό κοινωνικό κίνημα στην Ελλάδα που διεκδικεί τις γερμανικές οφειλές στο οποίο συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, οι κόρες του Λάκη Σάντα και η σύζυγος του Μανώλη Γλέζου –των δύο Ελλήνων ηρώων πολέμου που αφαίρεσαν τη σημαία της ναζιστικής Γερμανίας από την Ακρόπολη στις 30 Μαΐου 1941.
Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε το 2017 από την Ελληνική Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, η κυβέρνηση της Αθήνας θα πρέπει να απαιτήσει 269,5 δισεκατομμύρια ευρώ από τη γερμανική κυβέρνηση ως αποζημίωση για τις απώλειες που υπέστη η χώρα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (στμ: στο ποσό αυτό δεν περιλαμβάνονται οι αποζημιώσεις των θυμάτων ούτε η αξία των αρχαιολογικών – πολιτιστικών θησαυρών).
Το 2019, με βάση αυτή την έκθεση, το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε ομόφωνο ψήφισμα για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων – επανορθώσεων από την Ο.Δ. της Γερμανίας, δίνοντας εντολή στην ελληνική κυβέρνηση να λάβει όλα τα απαραίτητα πολιτικά και νομικά μέτρα.
Ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση απέρριψε τις ρηματικές διακοινώσεις που υπέβαλε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών το 2019 και το 2020, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, την καταβολή 115 εκατομμυρίων μάρκων το 1960 (περίπου 67 εκατομμύρια ευρώ σήμερα).
«Η καταβολή αποζημιώσεων για τις ζημίες που προκάλεσε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελούν ιστορική, ηθική, αλλά και πολιτική και νομική υποχρέωση της Γερμανίας», τονίζει ο Συγγραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα.
«Οι Έλληνες ήταν στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης εναντίον των Γερμανών κατά τη διάρκεια του πολέμου και απαιτούν δικαιοσύνη», σημείωσε.
Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι οι απώλειες στην Ελλάδα κατά τα χρόνια της γερμανικής κατοχής 1941-1945 ανήλθαν σε περίπου 530.000 άτομα και καταστράφηκε περίπου το 80 τοις εκατό της ελληνικής βιομηχανίας. Επιπλέον, οι Γερμανοί ανάγκασαν την Τράπεζα της Ελλάδος να τους δώσει δάνειο ύψους 54 δισ. ευρώ σήμερα, το οποίο ουδέποτε αποπλήρωσαν. Επιπλέον, η μαζική κατάσχεση αγροτικών προϊόντων συνέβαλε στον λιμό, ο οποίος επέφερε το θάνατο τουλάχιστον 100.000 Ελλήνων
Πηγή: ertnews.gr