Ο ευπατρίδης Γιάννης Χρονάκης, δικηγόρος, με καταγωγή από το Σμάρι, είναι μία εξαιρετική φυσιογνωμία όχι μόνο για την πόλη του Ηρακλείου, όπου διετέλεσε και Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου.
Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης οργάνωσε ομάδα πολιτών, αφού πήρε όπλα από την αποθήκη του Στρατού, στη Χανιόπορτα. Έδωσε μάχες έξω από την Καινούργια Πόρτα, όπου και αιχμαλώτισε περίπου δέκα ως δώδεκα Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, αμέσως με την πτώση τους, 20 Μαΐου 1941.
Στη συνέχεια, πρωταγωνίστησε και σε οδομαχίες εντός της πόλεως του Ηρακλείου. Μια ομάδα Γερμανών είχε εισχωρήσει από την παραλιακή Λεωφόρο και μια η άλλη από τη Χανιόπορτα. Ο Χρονάκης παρέδωσε, με την ομάδα του, τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, στην Καινούργια Πόρτα, στον αξιωματικό Αντώνη Μπετεινάκη, που τους παρελάμβανε.
Αφού τροφοδότησε την ομάδα του, από το “φούρνο της Χανδάνου”, η ομάδα του πολλαπλασιάσθηκε, έγινε εικοσιπενταμελής, αποφάσισε να πάει “μια στιγμή ως το Φρουραρχείο” να δει τον αδερφό του, ο οποίος ήταν αξιωματικός στο Φρουραρχείο (Σανουδάκης-Χρονάκης, 1988, σ. 68).
Το Φρουραρχείο ήταν στον “Τούρκικο Στρατώνα”, στη γωνία της οδού Έβανς και σημερινής Δικαιοσύνης. Μάλιστα, όπως λέει, “ώσπου να φτάσω τώρα από το Φαλτέ Τζαμί στο Φρουραρχείο… εχρειαστήκανε περίπου δυο ώρες. Πρώτον, διότι είχανε αρχίσει εντονότατοι πολυβολισμοί και τα αεροπλάνα εκατεβαίνανε πολύ χαμηλά και πολυβολούσανε. Δεν είχε αεροπορική κάλυψη το Ηράκλειο” (ό.π., 68).
Σιγά-σιγά με τις καθυστερήσεις, έφθασε στη γωνία του Στρατώνα, όπου έριξε “μια ματιά κάτω προς το Μεϊντάνι, προς τη Λεωφόρο Καλοκαιρινού, σ’ αυτή την κατεύθυνση είδα φωτοβολίδες χρωματιστές κι εξοστρακιζότανε απάνω στην άσφαλτο του δρόμου”. Καθώς εκοίταζε προς το “αρωματοπωλείο Γιωργαντά” βλέπει “μια ομάδα Γερμανών αλεξιπτωτιστών, περίπου δέκα, σε σχήμα ημικυκλίου”, που είχαν εισχωρήσει από τη Χανιόπορτα.
Είναι χαρακτηριστική η αφήγηση Χρονάκη, ότι ο δρόμος ήτανε έρημος, δεν υπήρχε “ψυχή”, “σε όλους τους δρόμους ούτε στην Δικαιοσύνης ούτε Καλοκαιρινού ούτε πουθενά. Ψυχή. Άνθρωπος”.
Μόλις αντιλήφθηκε την ομάδα των Γερμανών, το αίσθημα αυτοσυντήρησης του έλεγε να γυρίζει πίσω τον ίδιο δρόμο, από την Έβανς προς το Φαλτέ Τζαμί. Εκείνη την ώρα όμως: “σκέφτηκα ότι καθώς ήσανε μέσα στο Φρουραρχείο οι δικοί μας και καθόντανε ξέγνοιαστοι δεν αποκλειόντανε να τσι αιχμαλωτίσουν ή να τους σκοτώσουν εκεί μέσα δίχως να πάρουνε είδηση” (ό.π., 70).
Επί της οδού Δικαιοσύνης και Φρουραρχείου, της Έβανς, υπήρχε ένα ανάχωμα, “καωμένο ένα πρόχωμα με σακιά άμμο. Αρκετά ψηλό που μπορούσε να μπει κανείς ’πό πίσω και να καλυφθεί”.
Ο Χρονάκης ταλαντέφθηκε αν θα έπρεπε να ειδοποιήσει τους συγκεντρωμένους επιτελικούς αξιωματικούς του Φρουραρχείου.
“Εσκέφθηκα λοιπόν ότι ο καλύτερος τρόπος να τσι ειδοποιήσω ήτανε να ανοίξω μάχη με τους αλεξιπτωτιστές. Εστάθηκα στο ταμπούρι από πίσω και άρχισα με την καραμπίνα την αμερικάνικη πέντε-πέντε τσι σφαίρες, πέντε-πέντε”.
Εξαιτίας της μάχης, κατέφθασε ο Φρούραρχος. “Στην αρχή με κοίταξε με άγριο ύφος, σα να με έβλεπε παρείσακτο. Αλλά καθώς του λέω ότι “απέναντι είναι οι Γερμανοί μόνο το νου σας”, είδε κι αυτός. Γκρα είχε κι ο Φρούραρχος.
ΣΑΝΟΥΔΑΚΗΣ: Ο Τσαγκαράκης ήτανε;
ΧΡΟΝΑΚΗΣ: Ο Τσαγκαράκης. Το λέει αυτός στα βιβλία του, στ’ απομνημονεύματά του” (ό.π., 71).
Στη μικρή ομάδα προστέθηκε στη συνέχεια ο Υπενωματάρχης Κουρομιχελάκης, με καταγωγή από τα Χανιά, καθώς και μερικοί άλλοι. Εκείνη την ώρα ο Τζουλάκης ο Ταγματάρχης κατέβαινε από την οδό Έβανς κι έφτασε εκεί που ανταλλάσσονται οι πυροβολισμοί.
Τον βλέπει ο Φρούραρχος και του λέει: “Τρέξε απ’ τα στενά του Πατρικίου, δηλαδή απ’ τα στενά που είναι κάθετα στην Πλαθειά Στράτα, να πλευροκοπήσεις τους Γερμανούς. Πάρε όσους μπορούν πολίτες, στρατιώτες, όποιον βρεις, και πέτρες να βαστά, πάρτονε μαζί σου και πήγαινε”.
Δεν περάσανε, κατά τον Χρονάκη, πέντε λεπτά και ακούει τον κόσμο που μαζευότανε: “Σκοτώσανε τον Τζουλάκη τον Ταγματάρχη”.
Εντωμεταξύ, συγκεντρώθηκε κόσμος και οργανώθηκε αντεπίθεση εναντίον της φάλαγγας των Γερμανών. Η επίθεση έγινε από το “τετράγωνο του Γκίκα λίγο πιο κάτω, εις την ταράτσα, κεραμίδια ήταν παλιά τούρκικα κεραμίδια, κουτσουνάρες απού λέμε”.
“Εκεί, από πίσω απ’ τσι κουτσουνάρες εβγήκε ο Ινιωτάκης, αυτός ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός που ήτανε ζωντανός άνθρωπος, αληθινό παλικάρι, σηκώθηκε με ένα δυο άλλους, ετραβήξανε χειροβομβίδες και τος επετάξανε από πάνω, στο δρόμο μέσα” (ό.π., 75).
Ορισμένοι Γερμανοί εσκοτωθήκανε, αλλά οι πολλοί αποχωρήσανε στο τότε “παπλωματάδικο τση Πλαθειάς Στράτας”, του Σαμάρκου.
Είναι, επίσης, εντυπωσιακή και η περιγραφή Χρονάκη, της άλλης ομάδος, του Ταγματάρχη Χαιρέτη, στην παραλιακή Λεωφόρο “Πλαστήρα”, η οποία δεν άντεξε στην επίθεση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Στο σημείο αυτό τραυματίσθηκε, μεταξύ των άλλων και ο Ανθυπολοχαγός Ινιωτάκης και “σκοτωθήκανε κάμποσοι πολίτες εκεί και τραυματισθήκανε πολλοί”.
Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι, την επομένη, 21 Μαΐου, εισέδυσαν οι Γερμανοί στην πόλη. Η φάλαγγά τους “ετράβηξε την περιφερειακή λεωφόρο Πλαστήρα, επέρασε από το “Ηλεκτρικό Εργοστάσιο του Δήμου” και σκοτώσανε τον Αρχιμηχανικό Φώτη Αϊδήμη.
Προχωρήσανε στο “Μεγάλο Κούλε, όπου υπήρχε μια φρουρά δική μας μέσα”, εξουδετερώσανε τη φρουρά, με τον επικεφαλής έφεδρο Ανθυπολοχαγό Μαρινέλη, πρώην Πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου.
Η γερμανική φάλαγγα “εβάδισε από τη Λεωφόρο 25ης Αυγούστου, με πολυβόλα από το Δημοτικό Μέγαρο οι πολίτες τους χτύπησαν, η φάλαγγα “αναχαιτίσθηκε και ηναγκάσθη να τραπεί προς τα στενά… με πλήρη συνοχή. Επήγε και εταμπουρώθηκε μέσα στο σπίτι των παλιών συσσιτίων απού είναι δίπλα εις την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Εκεί ταμπουρωθήκανε” (ό.π., 74).
Ο Χρονάκης περιγράφει το τέλος και αυτής της ομάδας των γερμανών αλεξιπτωτιστών, βιωματικά. “Εκεί τσι περικυκλώσαμε, τος εκάμαμε την επίθεση κατά το βράδυ, και κατά το βράδυ παραδοθήκανε, μετά από επίθεση την οποία διηύθυνε ο ίδιος ο Φρούραρχος Τσαγκαράκης.
Και το βράδυ εσηκώσανε σημαία. Είχαμε διερμηνέα μαζί το Σταύρο Μπουρλώτο. Ήτανε τριανταέξε Γερμανοί και ο Ταγματάρχης τος, ένας Ταγματάρχης Επικεφαλής. Παραδοθήκανε και κρατηθήκανε αιχμάλωτοι αυτοί” (ό.π., 74).
Το βράδυ αυτής της ημέρας, “περίπου διακόσοι εβδομήντα, τρακόσοι, ένας τέθοιος αριθμός αιχμαλώτων είχαν συλληφθεί εις όλη τη μάχη” (ό.π., 75).
Με τα γεγονότα αυτά και τις μάχες πέριξ της πόλης του Ηρακλείου, ως τις 30 Μαΐου, κατά τον Χρονάκη, το Ηράκλειο “ήτανε η τελευταία πόλις της Κρήτης, το τελευταίο μέρος της Κρήτης, που έμενε ελεύθερο ακόμη” (ό.π., 81).
Κάνει, μάλιστα, λόγο για τη “Νίκη του Ηρακλείου” (ό.π, 167), γιατί “εδώ στο Ηράκλειο υπέστησαν την πρώτη ήττα, νικηθήκανε, αφήκανε τσι νεκρούς τους άθαφτους στην πόλη. Και την άλλη μέρα τσι μαζεύανε ο Δήμος και τους εθάβανε” (ό.π., 170).
Ήταν οι πρώτες οδομαχίες πόλεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά τη Μάχη της Κρήτης, ο Γιάννης Χρονάκης, επικεφαλής ομάδος πολιτών, οργάνωσε δική του ομάδα Εθνικής Αντίστασης στο νομό Ηρακλείου. Κατέφυγε στην Αθήνα, όπου οργανώθηκε στο ΕΑΜ, ως Υπεύθυνος των Δημοσίων Σχέσεων του ΕΑΜ όλης της Ελλάδος.
Συνέγραψε τη “Λευκή Βίβλο” του ΕΑΜ, έπεισε τον Καζαντζάκη να μπει στην Κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, το 1946. Επέστρεψε στο Ηράκλειο και το 1947 εξορίστηκε στη Μακρόνησο, ως ανταμοιβή.
Και όμως, ο Γιάννης Χρονάκης, η μεγάλη αγωνιστική και πολιτική μορφή, ξεχάστηκε από τους ομοϊδεάτες, πολιτικούς συντρόφους του. Το ίδιο και ο τόπος καταγωγής του, το Σμάρι, παρά τις προτροπές μας, όπως και ο Δήμος Ηρακλείου τον θυμάται μόνο από την “οικία Χρονάκη”, την οποία ο Χρονάκης είχε δωρίσει στον Δήμο.
Πηγή: Αντώνης Σανουδάκης, Γιάννης Χρονάκης, Διαδρομή, εκδόσεις Κνωσός, Αθήνα, 1988.
*Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας, συγγραφέας
Πηγή: patris.gr