Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ. Κυρίλλου, κατά τή Θ. Λειτουργία τῆς ἱερᾶς μνήμης τοῦ Ἁγίου Εὐμενίου τοῦ Νέου, στήν Ἐθιά, 23/5/2023:
Εὑρισκόμενοι μέσα στό λαμπρό καί θεοτερπνές κλίμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, μέ αἰσθήματα ἰδιαζούσης πνευματικῆς χαρᾶς, εὐφροσύνης καί ἀγαλλιάσεως, Σεβ. Μητροπολῖτα Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κ. Μακάριε, ἄξιε Ποιμενάρχα καί ἀμφιδέξιε οἰακοστρόφε τῆς ἱστορικῆς καί ἁγιοτόκου ἱερᾶς Μητροπόλεως ταύτης, Σεβ. Μητροπολῖτα Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου κ. Δαμασκηνέ, σεβαστοί Πατέρες καί ἀγαπητοί μου ἁγιόφιλοι Ἀδελφοί, συναχθήκαμε σήμερα, θείᾳ εὐδοκίᾳ καί μετά ἀπό ὁμόφωνη Ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, στόν περίλαμπρο καί ἱστορικό τοῦτο Ἱερό Ναό τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, γιά νά ἱερουργήσουμε καί νά συνεορτάσουμε τήν ἱερή μνήμη τοῦ ἁγίου Εὐμενίου τοῦ Νέου, 24 χρόνια ἀπό τήν ὁσιακή κοίμησή του, καί γιά δεύτερη φορά μετά την Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τῆς κατατάξεώς του ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο στή χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόν Ἀπρίλιο τοῦ περασμένου ἔτους 2022.
Δικαίως καί ἀξίως ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ὅλως ἰδιαιτέρως ὅμως ἡ πρωτόθρονη Ἱερά Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας σεμνύνεται γιά τόν σύγχρονο ἅγιό της. Ἀγάλλεται, χαίρει καί καυχᾶται καί ἡ γενέτειρά του, τό ἱστορικό τοῦτο χωριό τῆς Ἐθιᾶς, μέ τούς φιλογενεῖς, φιλάγιους, φιλοπάτορες καί ἀνδρειωμένους ἀνθρώπους του, γιατί ἐγέννησε καί ἀνέδειξε τόν «γελαστό», τόν πλήρη οὐράνιας καί θείας χάριτος ἅγιο τῆς ζωφερᾶς καί σκυθρωπῆς ἐποχῆς μας.
Συνήλθαμε «ἐπί τῷαὐτῷ», στόν ἱερό αὐτό χῶρο τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας, ὅπου μικρό καί ἁγνό παιδί μέ καθαρή καί ἄδολη καρδιά ὁ Ὅσιος Εὐμένιος περνοῦσε πολλές ὧρες προσευχόμενος. Ἐδῶ ἀξιώθηκε θείας ἐλάμψεως καί δέχθηκε μέ ἀποκαλυπτικό τρόπο τό κάλεσμα τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου μας, γιά νά γίνει ἱερέας. Στόν περίβολό του βρίσκεται καί ὁ τάφος του καί ἀποτελεῖ μόνιμη καί διαρκή εὐλογία καί ξεχωριστή τιμή γιά τόν τόπο αὐτό, ἀλλά καί γιά ὅλη τήν Κρήτη καί τήν σύνολη Ὀρθοδοξία, καθώς ἐντός του ἀναπαύεται τό χαριτόβρυτο ἅγιο λείψανό του, τό ὁποῖο ἔγινε «κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»,καθώς μέσα του ἐνοίκησε ἡ ἁγιαστική καί ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ.Ἐδῶ στό ὀρεινό καί παραδοσιακό αὐτό χωριό τῶν ἐπιβλητικῶν Ἀστερουσίων ὀρέων, τοῦ «Ἁγίου Ὄρους τῆς Κρήτης», τῶν χωριῶν τῆς πλούσιας παράδοσης καί βαθειᾶς πίστης, ὅπου ὁ Ἅγιος Εὐμένιος ὁ Νέος, γόνος πολύτεκνης οἰκογένειας,μεγάλωσε μέσα στή φτώχεια καί τήν ὀρφάνεια ἀπό πατέρα,ἀνατράφηκε ὅμως ἀπό «τά νάματα τῆς ἄδολης λαϊκῆς εὐσέβειας τῆς ἁγιασμένης Ἀστερουσιανῆς παραδόσεως καί μέ τόν θεῖο πόθο τῆς κατά Θεόν πολιτείας».
Ὁ κατά κόσμον ΚωνσταντίνοςΣαριδάκης,τό ὄγδοο καί τελευταῖο τέκνο τῆς οἰκογένειας τῶν μακαριστῶν Γεωργίου Σαριδάκη καί Σοφίας τό γένος Ξηρουχάκη. ἦταν ἁγιασμένος «ἐκ κοιλίας μητρός». Ἀνατράφηκεμέ πολλές στερήσεις καί κακουχίες στά παιδικά του χρόνια, καί ἀπό πολύ μικρός ἐργαζόταν γιά τό ψωμί τῆς πολυμελοῦς οἰκογένειάς του. Τήν ἡμέρακοπίαζε σωματικά καί τή νύχτα προσευχόταν καί ἀγρυπνοῦσε, ποθώντας νά ζήσει τόν μοναστικό βίο.
Κατόπιν θεοσημείας, ὅταν ἦταν ἔφηβος, δέχθηκε ἐδῶ, μέσα σ᾽ αὐτόν τόν ἱερό ναό, τή «λάμψη τῆς Θεότητος», τήν ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος καί τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, καί ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν «στενήνπύλην καί τήντεθλιμμένην ὁδόντήν ἀπάγουσαν εἰς τήν ζωήν»(Ματθ. 7,14), τόν δρόμο τοῦ μοναχισμοῦ, πού εἶναι ὁδός καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως. Σέ ἡλικία 17 ἐτῶν ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικά στόν «ἀρχηγό καί τελειωτή» τῆς πίστεώς μας Κύριο Ἰ. Χριστό καί τήν Θεοσύστατη ἁγία Ἐκκλησία Του ὡς δόκιμος Μοναχός στό τότε Mοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικήτα, ὅπου τό 1951 ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Σωφρόνιος. Ἀργότεραἐντάχθηκε στήν Ἀδελφότητα τῆς Ἱ. Μονῆς Παναγίας Κουδουμᾶ, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τό πνευματικό «κέντρο» τῆς Ἀνατολικῆς Μεσαρᾶς μέ τούς ὁσίους αὐταδέλφους Παρθένιο καί Εὐμένιο, κοιτίδα τῆς ἀμωμήτου Ὀρθοδόξου πίστεώς μας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ὁ ὁποῖος διῆλθε ἀπό τούς γειτονικούς Καλούς Λιμένες, καί Τίτου, Πρώτου Ἐπισκόπου Κρήτης.
Τό 1954 ὁ Ἅγιος Εὐμένιος κλήθηκε νά ὑπηρετήσει τή στρατιωτική του θητεία,κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας προσβλήθηκε ἀπό τή φοβερή καί ἀνίατη μέχρι τήν ἐποχή ἐκείνη ἀρρώστεια τῆς λέπρας,τή νόσο τοῦ Χάνσεν. Τότε νοσηλεύθηκε στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό Ἁγίας Βαρβάρας Ἀττικῆς. Ὁ ἴδιος πόνεσε καί ὑπέφερε πάρα πολύ ἀπό τή λέπρα σέ σημεῖο πού αἰσθανόταν στήν πλάτη -ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος- μιά «σιδεροχτενιά», δηλ. ἕνα σιδερένιο χτένι σαν τζουγκράνα, νά σέρνει τίς σάρκες του πρός τά κάτω. Καί παρότι τελικά θεραπεύτηκε, ὁ ἅγιος Εὐμένιος ἀπεφάσισε νά μείνει ὅλο τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μέσα στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό κοντά στούς ἀσθενεῖς, τούς ὁποίους περιποιοῦνταν μέ πολλή ἀγάπη, ἀφοσιώση καί προπάντων ταπείνωση. Ἐκεῖ, εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοί ἀσθενεῖς πρώην τρόφιμοι τῶν λεπροκομείων τῆς Σπιναλόγκα καί τῆς Χίου, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁσύγχρονος Κρητικός Ἅγιος, ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Λεπρός,ὁ τυφλός καί ἀνύμπορος σωματικά, τόν ὁποῖο διακόνησε καί συνδέθηκε στενά. Κοντά στόν Ὅσιο Νικηφόρο,πού ἔγινε Γέροντάς του, γεύθηκε ὑπερβατικές καταστάσεις καί ἔζησε θαυμαστά πνευματικά γεγονότα, πού καθόρισαν τήν μετέπειτα ζωή καί πνευματική πορεία του.
Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ἔλαβε τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης τό 1975 στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Καλυβιανῆς, ἀπό τόν ἀοίδιμο Μητροπολίτη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης κυρό Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος τόν μετονόμασε σέ Εὐμένιο καί τοῦ χορήγησε ἐγγράφως τήν ἄδεια νά διορισθεῖ στήν Ἱ. Μητρόπολη Νικαίας, ὅπου τό 1981, διορίσθηκε Ἐφημέριος στόν Ἱ. Ναό Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ στό Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν Ἁγίας Βαρβάρας Ἀττικῆς.
Παρόλο πού ἔζησε μέσα στήν τύρβη καί τόν θόρυβο τοῦ κόσμου, προτίμησε τήν ἀσκητική ζωή μέ ἀκρίβεια, «τῶν μοναστῶν τόν βίον ἑλόμενος μετ’ ἀκριβείας ἐν πόλει ἐβίωσας», ὅπως ἀκούσαμε στό Ἀπολυτίκιό του.Ὑπῆρξε ὄντως χριστομίμητος καί χαρισματοῦχος ποιμένας τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Κοντά του οἱ πάσης φύσεως καί κοινωνικῆς τάξεως ἄνθρωποι ἔβρισκαν τό πέλαγος τῆς χριστοειδοῦς πατρικῆς ἀγάπης καί στοργῆς, βίωναν καί γεύονταν τήν ὁσιότροπη βιοτή του, τό ὑγιές καί γνήσιο ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, τό παράδειγμα τῆς ὑψοποιοῦ ταπείνωσης, τῆς ἀνυπόκριτης ἁπλότητας, τῆς ἀκατακρισίας, τῆς ἀκακίας, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς κρυφῆς ἡσυχίας, τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, τῆς πνευματικῆς ἀρχοντιᾶς, τῆς ἀνεξικακίας, τοῦ κρητικοῦ φιλότιμου, καί βέβαια ἔνοιωθαν καί ὀσφραίνονταν τό χάρισμα τῆς διάκρισης καί τῆς διόρασης. Ἡ πνευματική χαρά, τό πέλαγος τῶν θείων χαρισμάτων διαπότισε ὅλη τήν ὕπαρξή του καί μετέδιδε τή θεία γαλήνη καί τή χαρούμενη διάθεση στόν συνομιλητή του, τόν ὁποῖο σαγήνευε καί ἀφόπλιζε μέ τήν ἀφελότητα τῆς καρδιᾶς καί τήν ἄδολη ἀγάπη του, ἀφοῦ «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά» (Α´Κορ. 1, 27).
Ἐκτός ἀπό «κρυφός» ἅγιος, ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ἦταν ὁ γελαστός καί ὁ φιλάνθρωπος ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας. Ὑπῆρξε τό ὑπήνεμο καί ἀσφαλές λιμάνι, ὅπου κατέφευγε κάθε πονεμένη καί ταλαιπωρημένη ψυχή. Μέ τρόπο μοναδικό ἀνέπαυε, ἀποφόρτιζε καί εἰρήνευε τόν συνομιλητή του, γιατί ἡ συζήτηση μαζί του ἦταν ἴσια, ἁπλή, καί εἰλικρινής, γεμάτη ἀπό ἐκείνη τήν ταπεινή σοφία πού χαρίζεται ἁπλόχερα ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους ὅσοι ἔχουν καθαρή καί ἁπλή, ἄδολη καί ἀπονήρευτη καρδιά καί ἀγαποῦν τόν Ἴδιο ἀλλά καί τίς ζωντανές εἰκόνες Του, ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς ἐξαιρέσεις καί διακρίσεις, μέ ἀρχοντιά, χωρίς νά προσδοκοῦν νά κερδίσουν τίποτα ἀπό τή συζήτηση. Πολλοί ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ἀναπαύθηκαν στό πετραχείλι του. Στό πρόσωπό του βρῆκαν τόν χαρισματοῦχο Ἐξομολόγο καί θεραπευτή. Τούς δεχόταν ὅλους μέ πηγαία χαρά καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μέχρι παρεξηγήσεως. Εὐλογοῦσε, δίδασκε, νουθέτησε, ἐξομολογοῦσε, θεράπευε ἀσθενεῖς. Εἶχα καί ἐγώ ὁ ἐλάχιστος τήν ξεχωριστή εὐλογία κάποτε, λίγο πρίν τήν ὁσιακή κοίμησή του, νά ἐξομολογηθῶ στόν Ἅγιο καί νά βιώσω ἔντονα τήν ἁγιοπνευματική κατάσταση τῆς Θείας Χάριτος πού ζοῦσε μέσα του. Ἐγώ τοῦ ἔλεγα τούς προβληματισμούς, τίς ἀγωνίες καί τίς ἁμαρτίες μου καί ἐκεῖνος εὑρισκόμενος μέσα στό πέλαγος τῆς Θείας χάριτος, μέ νουθετοῦσε γελώντας καί μοῦ μετέδιδε ἀκαταμάχητη πνευματική δύναμη, γαλήνη καί παρηγοριά. Τή σιγουριά καί βεβαιότητα ὅτι ὅλα τά νικᾶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Εὐμένιος δέν ἤθελε ὁπαδούς καί προβολή, καί στηλίτευε τήν σύγχρονη πνευματική ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς μας, τήν ἄρρωστη πίστη. Ἐφιστοῦσε δέ τήν προσοχή γιά τά ὄνειρα, τά ὁράματα, τίς φαντασιώσεις, τίς προφητολογίες καί κάθε εἴδους ἰδεοληψίες. Δίδασκε σιωπηλά πραότητα, ταπείνωση, ἁπλότητα, ζωντανή πίστη, ἀφθιασείδωτη εὐλάβεια καί ἐγκράτεια. Ὑπακοή στήν ἐπίσημη Ἐκκλησία καί τούς Ποιμένες Της. Κυρίως ὅμως δίδασκε καί νουθετοῦσε μέ τό ἀσκητικό του φρόνημα καί μέ τό παράδειγμα τῆς ζωῆς του καί ὄχι μέ βαρύγδουπα καί κούφια λόγια. Προσευχόταν γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ἀκόμα καί τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν πλανωμένων, τῶν αἱρετικῶν, τῶν ἑτερόθρησκων καί ἀλλοθρήσκων, καθώς ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί θυσιάστηκε πάνω στόν Σταυρό γιά ὅλα τά πλάσματά Του.
Ἄν καί ἦταν φιλάσθενος καί βαθιά πονεμένος, σήκωνε τόν προσωπικό του Σταυρό ἀγόγγυστα καί συμμετεῖχε στό Πάθος τοῦ Χριστοῦ, διαλαλώντας μέ χαρά τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ. Ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄20).Κάθε ἡμέρα ἀγωνιζόταν μέ πηγαία, γνήσια εὐσέβεια καί ἀκλόνητη πίστη γιά νά ἀγαπήσει περισσότερο τόν Θεό καί τόν κάθε ἀδελφό του. Ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε, «μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι πετᾶ στον οὐρανό», καθώς μέ αὐτή ξερριζώνονται ἀπό μέσα του ὁ ἐγωισμός καί νεκρώνονται τά πάθη πού σκοτίζουν τόν νοῦ καί αἰχμαλωτίζουν τήν καρδιά του. Πίστευε βαθιά μέσα του καί δίδασκε μέ τήν ἁγία βιοτή του ὅτι μέ τήν εὐλογημένη ἀσκητική ὁδό, τόν πνευματικό ἀγώνα, πού δέν εἶναι μόνον γιά τούς Μοναχούς ἀλλά ἀφορᾶ ὅλους τούς Χριστιανούς, ὅλοι καλούμαστε νά ἀπαρνηθοῦμε τόν κακό ἑαυτό μας καί νά ταπεινωθοῦμε, κόβοντας τό «ἴδιον θέλημα», σταυρώνοντας τίς ἐπιθυμίες μας καί στερούμενοι πρός χάριν τῆς ἀγάπης τῶν ἄλλων.
Ἦταν «ὁ κρυμμένος Ἅγιος», ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε ὁ μεγάλος Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης. «Ἄν θέλετε νά δεῖτε ἕνα σύγχρονο ἅγιο, πηγαίνετε στόν π. Εὐμένιο στό Λοιμωδῶν», ἔλεγε. Τί χρεία ἄλλης μαρτυρίας ἔχομεν; Γιά σαράντα (40) χρόνια διακόνησε χωρίς θόρυβο καί διαφήμιση τούς ἀσθενεῖς, ἄν καί ὁ ἴδιος ἦταν βαρειά ἄρρωστος, μετασχημάτιζε τόν πόνο του σέ ἀπέραντη χαρά, καί τό πρόσωπό του ἦταν συνεχῶς φωτεινό, χαρούμενο καί γελαστό. Παρότι πολλές φορές πονοῦσε πολύ ἀπό τήν ἀρρώστιά του, ἦταν συνεχῶς εὔχαρις καί χαρωπός, μέ πρόσωπο ἱλαρό, λαμπερό καί ἀκτινοβόλο, ἐπειδή εἶχε μέσα του τό Ἅγιον Πνεῦμα, τόν «Παράκλητο» τῆς Ἀληθείας. Συνδύαζε τό χάρισμα τῶν δακρύων τῆς μετάνοιας καί τῆς κατανύξεως μέ τήν πηγαία καί ἀνεκλάλητη χαρά στό πρόσωπό του. Ἡ βίωση τῆς συνεχοῦς χαρᾶς ἦταν καρπός καί χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντολή καί ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου μας, «καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν», (Ἰωάν. 16, 22), διότι πίστευε καί ζοῦσε τή ζωή πού δέν καταλήγει στόν θάνατο ἀλλά ὁδηγεῖ στήν ὄντως ζωή, κοντά στόν Ἀναστάντα Κύριο.
Ἡ παιδική φτώχεια, οἱ στερήσεις καί οἱ κακουχίες τῆς ζωῆς, ὁ μαρτυρικός πόνος πού δοκίμασε ἀπό τήν φοβερή ἀρρώστεια τῆς λέπρας, οἱ μεγάλοι πειρασμοί τῆς μοναχικῆς ζωῆς, οἱ δοκιμασίες καί οἱ ἄλλες ἀσθένειες πού πέρασε, κυρίως τούς 18 τελευταίους μῆνες τῆς ζωῆς του, νοσηλευόμενος στό Νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός» Ἀθηνῶν, δέν τόν ὁδήγησαν σέ θλίψη καί ἀπελπισία, ἀλλά σέ πλοῦτο τῆς θείας χάριτος, σέ ἀγάπη πρός ὅλους ἀδιακρίτως καί μακαρία ἐλπίδα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Δέν μαθήτευσε σέ σχολεῖα καί πανεπιστήμια, σπούδασε ὅμως τήν ἐμπειρία τῆς κατά χάριν σχέσης καί θέας τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ,ἔγινε«Θείων μυστηρίων μύστης»καί προσευχόμενος ὑπῆρξε ἀληθινός θεολόγος, κατά τόνὍσιο Νεῖλο τόν Ἀσκητή,«εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ θεολόγος εἶ»(P. G 79, 1180).
Μέ τά πνευματικά μάτια του ὁ Ἅγιος Εὐμένιος ἔβλεπε «τά μή βλεπόμενα», ὅτι ὁ σταυρός εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης του, εἶναι σκάλα πού μᾶς ἀνεβάζει στόν οὐρανό. Ἀρκεῖ νά τόν σηκώσουμε μέ πίστη, μέ ἀπέραντη καρτερία καί ἰώβεια ὑπομονή. Πίστευε βαθιά μέσα του ὅτι ἡκαθημερινή σταύρωση τῆςἀσθένειας εἶναι μεγάλη εὐλογίαπού μᾶς ἑνώνει μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό. Ὅπως ἔγραψε μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός του ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ: «Ἐάν ὁ πόνος, αἱ θλίψεις καί αἱ δοκιμασίαι ἀφαιρεθοῦν ἀπό τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἁγιότης θά ἦτο μόνον τῶν Ἀγγέλων κτῆμα».Ὁ ἅγιος Εὐμένιος ὁ Νέος, πού εἶναι ὁ τρίτος ἅγιος τῆς ἁγιοτόκου καί ἁγιοτρόφου τούτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπαρχίας μέ τό ὄνομα Εὐμένιος, μετά τόν θαυματουργό Ἅγιο Ἐπίσκοπο καί τόν αὐτάδελφο τοῦ Ὁσίου Παρθενίου καί συγκτήτορα τῆς Ἱ. Μονῆς Κουδουμᾶ, μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ αἰώνια ζωή δέν εἶναι μονάχα μελλοντική κατάσταση, ἀλλά ἀρχίζει καί τήν προγευόμαστε ἀπό αὐτήν τή ζωή, ἐάν ὁ ἀνθρωπος συνεργήσει μέ τόν Θεό καί καταστεῖ σκεῦος ἁγιασμένο τοῦ Θεοῦ, ἔμψυχος ναός τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης.
Ἡ ζωντανή καί ἀμετασάλευτη πίστη του, ἡ βαθιά ταπείνωση, ἡ πραότητα, ἡ ἁπλότητά του καί γενικότερα ἡ ἁγία βιωτή καί πολιτεία του στά 68 χρόνια τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του, εἵλκυσαν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν κατέστησαν σκεῦος ἐκλογῆς καί δοχεῖο τῆς θείας χάριτος.
Σεβασμιώτατοι καί Τιμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί, ἀγαπητοί μου φιλάγιοι ἀδελφοί καί προσκυνητές,
Ευχηθεῖτε ὁ Ἅγιός μας νά εἶναι πρότυπο ζωῆς καί ζωντανῆς πίστης γιά ὅλους μας, ἰδιαιτέρως ὅμως γιά κάθε ταλαιπωρημένο καί ἀπαράκλητο ἀνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού ἀναζητᾶ ὑπαρξιακό νόημα καί ἀληθινή χαρά στή ζωή του. Ἡ Χάρη, τό ἔλεος καί οἱ οὐράνιες εὐχές Του ἀπό «τό ἅγιον καί ἐπουράνιον καί νοερόν Θυσιαστήριον», νά θεραπεύουν τά ἀσθενήματα τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας, νά μᾶς σκέπουν, νά μᾶς ὁδηγοῦν, νά μᾶς ἐνισχύουν, νά μᾶς φωτίζουν ἐν Χριστῷ καί νά ἀνακουφίζουν τούς συνανθρώπους μας πού ζοῦν τίς δοκιμασίες τῆς ἀσθένειας, τοῦ πόνου, τῆς ἀνέχειας, τῆς μοναξιᾶς καί τῆς κάθε εἴδους στέρησης. Εὐχηθεῖτε, ὁ Ὅσιος Εὐμένιος, ὁ «γελαστός»ἅγιος τῆς ἐποχῆς καί τοῦ τόπου μας, τῆς Κρήτης μας, τῆς Οἰκουμένης ὁλόκληρης, νά πρεσβεύει ἀδιαλείπτως στόν Ἀναστάντα Κύριο μας Ἰ. Χριστό νά ἀποβάλλουμε τήν ἀπελπισία, τή θλίψη καί τήν κατήφεια, τόν ἀτομισμό καί τήν φιλαυτία, νά γεμίζει μέ οὐράνια χαρά, πίστη, ἀγάπη, ἐλπίδα καί νόημα ζωῆς τήν ὕπαρξή μας, καί νά λάβουμε ἐξ ὕψους δύναμη, ὅπως καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατά τήν Πεντηκοστή, γιά νά συνεχίσουμε τόν ἀγώνα μας «ἕκαστος ἐφ ὧ ἐτάχθη».
Ἄς τόν παρακαλέσουμε μέσα ἀπό τήν ψυχή μας αὐτή τήν ἱστορική μέρα, πού τελεῖται μετά ἀπό ὁμόφωνη Ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ὁ πρῶτος ἐπίσημος ἑορτασμός τῆς ἱερᾶς μνήμης του μέ τρισαρχιερατική Θεία Λειτουργία, νά πρεσβεύει διαρκῶς στόν ἐλεήμονα καί πανοικτίρμονα Κύριο γιά τήν ἱστορική Ἀποστολική Ἐκκλησία Κρήτης, τούς Σεβ. Ποιμενάρχες της, τόν Ἱερό Κλῆρο, τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί τόν εὐσεβῆ καί φιλάγιο λαό τῆς ἡρωοτόκου καί ἁγιοτόκου Νήσου μας.
Ἅγιε Εὐμένιε ἐνίσχυσέ μας νά ἔχομε συνεχῶς στά χείλη μας τήν προσευχή σου: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ βοήθησέ με νά σέ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό μου καί ἀπό ὅλο τόν κόσμο καί νά μή χορταίνω νά σέ ἀγαπῶ. Ἀμήν»!
Χριστός Ἀνέστη, ἀδελφοί μου!