Συναπαντήματα αυτές τις ημέρες από τότε που έφυγε για τη γειτονιά των Αγγέλων ο Μεσαρίτης Δάσκαλος Αλκιβιάδης Μανουσάκης!
Στη μνήμη του (ξανα)δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο του Μεσαρίτη Φιλολόγου, Συγγραφέα, Λαογράφου και Ερευνητή Ανδρέα Λενακάκη (μαθητή του Αλκιβιάδη Μανουσάκη)…
…Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, στον Καλοχωραφίτη, τότε οικισμό της κοινότητος Μαγαρικαρίου. Εκατό ψυχές πάνω κάτω φιλήσυχων ανθρώπων με καμιά εικοσαριά παιδιά – αγρίμια, να κυνηγούν με σφεντόνες, να στήνουν πλάκες για να πιάσουν πουλιά, να αναζητούν καβούρια στους ποταμούς και στις πηγές, φασκόμηλα, περατζούνια, χαμοκάρυδα, την περίοδο των οργωμάτων, και να παίζουν πετροπόλεμο μεταξύ τους, αλλά και με παιδιά των κοντινών οικισμών, αν η κακή μοίρα τα έφερνε να συναντηθούν. Τα σημάδια από τις ουλές εκείνων των ανελέητων «μαχών» αποκαλύπτονται σήμερα στα γκρίζα κεφάλια μας κάθε φορά που πάμε για κούρεμα….
Το μονοθέσιο σχολειό, χτισμένο μεταπολεμικά, λειτουργούσε με δασκάλους, που μέχρι τότε εναλλάσσονταν συχνά. Ποιος δάσκαλος θα επέλεγε να καθίσει σ’ ένα τόσο μικρό χωριό για περισσότερο από ένα δυο χρόνια…
Τον Σεπτέμβρη του ’62, αρχή της σχολικής χρονιάς, έκανε την εμφάνισή του ένας νεαρός δάσκαλος. Όμορφος, ψηλός, ανδροπρεπής, εντυπωσιακός. Όταν μάλιστα καβαλούσε την μεγάλη BMV μαύρη μηχανή του, φάνταζε σαν κάτι το απλησίαστο, το ανώτερο. Αλκιβιάδης Μανουσάκης ήτανε το όνομά του. Το επίσημο. Στη συνείδηση και στη γλώσσα των μαθητών ήταν ο «κύριος», και «ο Δάσκαλος» ή απλά «ο Αλκιβιάδης» για όλους τους κατοίκους του χωριού. Αυτές οι δυο τελευταίες προσφωνήσεις αντηχούν ακόμα στ’ αφτιά μου, σαράντα εφτά χρόνια μετά, ως απολύτως συνώνυμες. Δεν εξηγείται αλλιώς γιατί στο άκουσμα της λέξης δάσκαλος, το μυαλό μου, σαράντα επτά χρόνια μετά, φέρνει αυτόματα την εικόνα του…
Έμενε στο καλύτερο σπίτι του χωριού. Ένα δίπατο νεοκλασικίζον αρχοντικό, στον κεντρικό δρόμο, με ένα μεγάλο πολύχρωμο βιτρό να ξεχωρίζει την «καλή κάμερα» από την εσωτερική σκάλα, που οδηγούσε στον κάτω όροφο, με μεγάλο κήπο με μαγκανοπήγαδο και πολλά δέντρα. Σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από εβδομήντα μέτρα η Παλιά Βρύση, η μοναδική πηγή προμήθειας νερού για τους κατοίκους και για το δάσκαλο, εννοείται.
Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά τούτος ο δάσκαλος «έδεσε» με το χωριό και τους κατοίκους του. Έδεσε…. Μάλλον το ρήμα «δένω» δεν αποδίδει το ακριβές περιεχόμενο αυτής της σχέσης. Ήταν ακόμα βαθύτερη. Μια σχέση απόλυτης εκτίμησης, οικειότητας, αγάπης, σεβασμού, αναγνώρισης. Άνοιξαν μια μεγάλη αγκαλιά και τον έβαλαν μέσα. Όλοι. Έκφραση αυτής της αγάπης τα πεσκέσια με όλα τα καλούδια που τον φίλευαν οι χωριανοί, περίσσευμα της φτωχικής παραγωγής τους και της περίσσιας των συναισθημάτων του. Από την πλευρά του κι εκείνος ήταν κοινωνικότατος και φιλικότατος με όλους, εγκάρδιος. Πρώτος στις εκδηλώσεις του χωριού, στα γλέντια, στους γάμους, στα βαφτίσια, στις γιορτές, ακόμα και στις καθημερινές συνάξεις στα καφενεία του χωριού. Ένας άνθρωπος έξω καρδιά… Γλεντζές, κουβαρντάς, γενναιόδωρος σε συναισθήματα, λεβέντης και παλικάρι. Πώς να μην τον αγαπήσεις….
Γνωρίσαμε και την κυρία Δέσποινα, τη μητέρα του. Χήρεψε νέα. Ο άντρας της ήταν ένας από τους 62 μάρτυρες… Κατά καιρούς ερχόταν κι έμενε μαζί του, προφανώς για να τον φροντίζει. Ακόμα και σήμερα, σαράντα εφτά χρόνια μετά, θυμάμαι τη φιγούρα της και την καλοσύνη της… Και κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ: όταν ήρθε για τελευταία φορά στο χωριό – προφανώς για να αποχαιρετήσει τους ανθρώπους που αγάπησαν τόσο το γιο της – μου φαινόταν παράξενο που δεν θα την ξανάβλεπα. Τόσο οικείο πρόσωπο την θεωρούσε το εννιάχρονο μυαλό μου.
Στο σχολειό δεν ήταν παίξε γέλασε! Όλα κι όλα! Θα διαβάζετε! Θα είστε καθαροί! Θα έχετε κομμένα και καθαρά τα νύχια σας! Θα είστε ήσυχοι! Δεν θα τριγυρνάτε άσκοπα! Δεν θα σκοτώνετε τα πουλιά! Δεν θα καταστρέφετε τις φωλιές! Κάθε Κυριακή όλοι μαζί στην εκκλησία! Ένας χωριανός, φίλος του δασκάλου, έχτισε το «Ηρώον» που είχε σκαλισμένη στο τσιμέντο με πράσινα γράμματα τη φράση «Ελλάς το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει». Εκεί γινόταν η πρωινή προσευχή και η έπαρση της σημαίας. Ήταν δικτατορία. Μεγάλος, πια, συνειδητοποιώ πως, όντας σε μια εποχή που τα τελικά «ν» και τα τριτόκλιτα επίθετα και ονόματα χρησιμοποιούνταν πληθωριστικά, η απουσία του τελικού «ν» από το «μεγαλείο», ήταν, μάλλον, επιλογή του Αλκιβιάδη…
Κάποτε τα αγόρια του σχολείου αποφάσισαν να αρχίσουν το κάπνισμα….. όλα τα αγόρια. Από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο, για να υπάρχει συνενοχή και επομένως εχεμύθεια… Και το έμαθε μια μητέρα, η Λάμπραινα, ο Θεός ν’ αγιάσει την ψυχούλα της. Βρήκε τα τσιγάρα κάτω από μια δεματιά ξύλα. Ποιος είχε λόγο να κρύβει τα τσιγάρα; Και πήγε γραμμή στο δάσκαλο…. Και οι επίδοξοι καπνιστές αποφάσισαν να το ….κόψουν μαχαίρι.
Οι νεότεροι σήμερα θα τα χαρακτήριζαν όλα αυτά ως αυστηρότητα. Δεν ήταν. Ήταν ειλικρίνεια των σχέσεων και ξεκάθαρος προσδιορισμός των ορίων, που πρέπει να θέτει στα παιδιά και στους εφήβους όποιος συγχρωτίζεται μαζί τους, γονιός ή δάσκαλος.
Πάνω απ’ όλα η μάθηση. Ακόμα θυμάμαι τους νομούς και τις πρωτεύουσες της Ελλάδας, τις επαρχίες της Κρήτης, του μαθητές του Χριστού, τους τέσσερεις Ευαγγελιστές, τις εννιά Μούσες, τις τρεις Χάρητες, τα ποτάμια και τα βουνά της χώρας…… Α! Θα ξεχνούσα τις δασυνόμενες λέξεις! «Άδης, άγιος αγνός, αίμα άμαξα, απλός…», «Εκατόν, εν έξ κι επτά και όσα βγαίνουν απ’ αυτά», «Ώρα, ώριμος, ωραίος»…
Ο κάθε μαθητής είχε στην αυλή του σχολειού το δέντρο του. Ήταν ιδιοκτησία του! Αυτός το φρόντιζε, αυτός το πότιζε το καλοκαίρι. Το «δέντρο μου» στέκει ακόμα και σήμερα εκεί, για να ξυπνά μνήμες. Φτιάξαμε και μικρούς κήπους, ο καθένας τον δικό του. Σπείραμε και κυπαρίσσια κι όταν μεγάλωσαν, την επόμενη χρονιά, τα φυτέψαμε στο χωριό. Κάποια υπάρχουν ακόμα… Μάθαμε να πλέκουμε μικρά καλάθια από βούρλα, και να αγαπάμε τις μέλισσες. Αυτό μου έχει μείνει ακόμα. Ποτέ, μα ποτέ δεν πρόκειται να σκοτώσω μέλισσα! Και με λυπεί, πραγματικά, όταν δω μέλισσα αργά το απόγευμα να μην έχει γυρίσει στην κυψέλη της. Ξέρω ότι δεν θα γίνει ποτέ πια δεκτή από την ομάδα της και, μοιραία, θα πεθάνει. Κάποιος χωριανός προθυμοποιήθηκε να μας παραχωρήσει ένα κτήμα του και το σπείραμε μελισσόχορτο, για να έρχονται οι μέλισσες και να μαζεύουν το νέκταρ.
Πηγαίναμε και εκδρομές με λεωφορεία! Αυτό κι αν ήταν πρόοδος! Δεν είχε ξανασυμβεί! Μπαίναμε στο λεωφορείο παιδιά, γονείς κι ο Δάσκαλος. Ήμουν 6 χρονών. Πρώτη φορά πήγα στον Κόκκινο Πύργο, μ’ όλο που η μητέρα μου – Θεός σχωρέσει την – καταγόταν από το Τυμπάκι και κάθε Κυριακή πηγαίναμε στους παππούδες. Βλέπετε, τότε, δεν συνήθιζαν να κάνουν μπάνια το καλοκαίρι και ν’ απλώνονται στον ήλιο… Έχω μια φωτογραφία απ΄ αυτήν την εκδρομή, θαμπή, αλλά δεν με πειράζει. Φτάνει που θυμίζει το γεγονός. Μια άλλη φορά πήγαμε εκδρομή και περάσαμε από το χωριό του, τους Στόλους. Εκεί μας περίμενε η μητέρα του, η κυρία Δέσποινα, και ο παππούς του. Υπήρχαν πλούσια κεράσματα και καλούδια για όλους όσους ήταν στο λεωφορείο. Αν θυμάμαι καλά, υπήρχε και κηρύθρα με μέλι. Πήρε ο καθένας ένα κομμάτι και στο τέλος μασούσαμε το κερί σαν τσίχλα….
Κάναμε και σχολικές γιορτές. Για πρώτη φορά έρχονταν οι γονείς και παρακολουθούσαν τα παιδιά τους να απαγγέλλουν τραγούδια. Στο σχολείο ανεβάζαμε, για πρώτη φορά πάλι, θεατρικές παραστάσεις. Αυτό κι αν ήταν πρωτοποριακό! Θεατρική παράσταση στον Καλοχωραφίτη με φουστανέλες, σημαίες, γιρλάντες με σημαιάκια, τουφέκια και κορδέλες που φορούσαν τα κορίτσια χιαστί στο στήθος: «Ελλάς», «Ελευθερία»…. Κι απ’ απ’ αυτές τις παραστάσεις έχω φωτογραφία. Για να θυμάμαι το σπουδαίο αυτό γεγονός. Πώς να μην είναι σημαντικό γεγονός το ανέβασμα μιας θεατρικής παράστασης από παιδιά, που μόλις τέλειωνε το μεσημέρι το σχολειό, πήγαιναν στα ζώα, στις ελιές, στα χαρούπια, για να ξαναγυρίσουν τρέχοντας για το απογευματινό μάθημα, όταν χτυπούσε η καμπάνα…
Στο σχολείο στήσαμε – έστησε, εννοείται – και δανειστική βιβλιοθήκη. Όλοι οι μαθητές έπρεπε να δανειστούν, να διαβάσουν και να επιστρέψουν καθαρά και χωρίς σκισίματα τα βιβλία. Αυτό είναι η δανειστική βιβλιοθήκη. Και έπρεπε να πούμε στον κύριο το περιεχόμενο του βιβλίου, απόδειξη ότι το διαβάσαμε… Απ’ αυτήν δανείστηκα και διάβασα το πρώτο μου βιβλίο, «Τα τρία γουρουνάκια»: «Γουρουνάκι, γουρουνάκι, άνοιξέ μου λιγουλάκι να μπω μέσα στο σπιτάκι. Γιατί αν δεν ανοίξεις, θα φυσήξω και θα χυμήξω και το σπιτάκι σου θα το γκρεμίσω…». Πώς να ξεχάσεις τέτοιο παραμύθι… Πρόσφατα βρέθηκα στο σχολείο μου, έψαξα, από περιέργεια, στη βιβλιοθήκη και διαπίστωσα πως είναι ακόμα εκεί…. Δεν υπάρχουν, όμως, παιδιά για να το διαβάσουν…
Μια φορά, δεν το ξεχνώ ποτέ επειδή ζήλεψα πάρα πολύ, ζήτησε από τους γονείς μου να πάρει για ένα Σαββατοκύριακο τον κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό μου, να τον φιλοξενήσει στο χωριό του, στο σπίτι του. Και πήγε…. Η κυρά Δέσποινα του επιφύλαξε πλουσιοπάροχη φιλοξενία, λες και είχε τον σπουδαιότερο των επισήμων στο σπίτι της. Ακόμα και τώρα, από τη θέση του δασκάλου που βρίσκομαι, αναρωτιέμαι αν θα το έκανα εγώ. Δυστυχώς, για μένα, ξέρω την απάντηση…
Το μονοθέσιο Δημοτικό σχολείο Καλοχωραφίτη έφτασε εποχή που αριθμούσε τριανταπέντε παιδιά. Τότε η μέση οικογένεια είχε τέσσερα, πέντε, έξι παιδιά… Μέχρι το 1962 τρία μόλις παιδιά μπόρεσαν να συνεχίσουν σπουδές στο Γυμνάσιο. Κι ως εκεί. Από το ’62, που ήρθε ο κύριος Αλκιβιάδης, ως δια μαγείας, όλα άλλαξαν. Από τα δεκαπέντε – είκοσι παιδιά που δίδαξε, έντεκα (!) ολοκλήρωσαν τις γυμνασιακές σπουδές και έξι (!) πέρασαν την πόρτα του Πανεπιστημίου… Φταίει ο δάσκαλος ή άλλαξε η εποχή; Εγώ ξέρω την απάντηση…
Γιατί τα έκανε όλα αυτά ο κύριος Αλκιβιάδης; Γιατί ήταν γεμάτος από αγάπη! Αγάπη για τους ανθρώπους, αγάπη για τη δουλειά του, αγάπη για τους μαθητές του. Ένας άνθρωπος που ξεχείλιζε αγάπη. Και φαινόταν! Φαινόταν κάθε φορά που τον έβλεπα, στα μάτια του, στο χαμόγελό του, στις κινήσεις του. Ήταν αυστηρός δάσκαλος; Ναι, ήταν. Αλλά αγαπούσε! Δύσκολη ισορροπία… Ήταν αυστηρός στη δουλειά του, γιατί γνώριζε καλά πως, αν δεν πίεζε τις μικρές άγριες ψυχές που έπλαθε, δεν θα ξέφευγαν από τη μιζέρια του αγρότη της δεκαετίας του 1960 ή την αγωνία του μετανάστη στη Γερμανία, το Βέλγιο ή την Αυστραλία. Το δρόμο για το εξωτερικό τον είχαν ήδη ανοίξει αρκετοί χωριανοί.
Η παιδική μου μνήμη δεν διατηρεί το γεγονός του γάμου του. Θυμάμαι όμως την κυρία Φωφώ, όταν ήρθε. Ψηλή όμορφη, επιβλητική. Μου φαινόταν εύθραυστη. Δεν ήταν όπως οι γυναίκες του χωριού. Θυμάμαι και τη γέννηση του Γιάννη, του πρωτότοκου γιου του. Πήρε το όνομα του μάρτυρα παππού του: Ιωάννης Μανουσάκης. Θυμάμαι και το μεγάλωμά του. Πρώτη φορά έβλεπα μητέρα, την κυρία Φωφώ, να κυνηγά το μικρό παιδί της, που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα, για να φάει. Για όλα εμάς τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού και μόνο η πρόσκληση «ελάτε το φαγητό» ήταν σύνθημα για αγώνα δρόμου…. Και το φαγητό εξαφανιζόταν σε χρόνο μηδέν….
Μετά ακολούθησε ο διορισμός της κυρίας Φωφώς και η επιβεβλημένη συνυπηρέτηση. Στο τέλος της χρονιάς μας αποχαιρέτησε, πιθανόν και να δάκρυσε… Δεν θυμάμαι. Ήμουν μόλις εννιά χρονών, στην Τρίτη Δημοτικού…
…Τον ξανασυνάντησα σε ένα καφέ στο κέντρο των Μοιρών. Μπήκα μέσα. Δεν με αναγνώρισε. Ήμουν 28 χρονών. Τον πλησίασα και τον ρώτησα: «Είστε ο κύριος Αλκιβιάδης;». Ναι, μου είπε. Και του συστήθηκα. Αγκαλιές, φιλιά. Και το πρόσωπό του έλαμψε από χαρά! «Πάντα ρωτώ για σένα» μου είπε. Η προσφώνηση «κύριε», σκέτο, ήρθε αυτόματα στα χείλη μου. Ένοιωσα αμήχανα. «Να σας λέω κύριε Αλκιβιάδη;» ρώτησα. «Σκέτο Αλκιβιάδη να με λες!». Δεν μπόρεσα να τον πω «Αλκιβιάδη». Δεν θα μπορούσε το πρότυπό του Δασκάλου, το πρότυπό μου να είναι ένα σκέτο «Αλκιβιάδη». «Κύριε Αλκιβιάδη» και με το «Κ» κεφαλαίο! Αυτό καθιέρωσα… Επέτρεψα στον εαυτό μου μόνο τον ενικό, ως έκφραση οικειότητας. Από τότε συναντιόμασταν συχνά. Μας κάλεσε – «μας»… δηλαδή όλους από τον Καλοχωραφίτη – στους γάμους του γιου του, γιατί η φιλίες αντέχουν στο χρόνο… Και ο Κύριος Αλκιβιάδης ήξερε να αγαπά. Γι’ αυτό κι αγαπήθηκε πολύ κι από πολλούς.
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν σε ένα Συνέδριο. Ήμουν ομιλητής. Είχα αρχίσει την εισήγηση, όταν κάποια στιγμή σηκώνοντας το βλέμμα προς στο ακροατήριο εντόπισα την επιβλητική φιγούρα του. Δεν μπορούσα να μη σταματήσω και να κάνω μια παρένθεση. «Κυρίες και κύριοι, συγχωρέσετε με, αλλά θέλω να κάνω μια μικρή παρένθεση στην ομιλία μου. Χαίρομαι ιδιαίτερα, που σ’ αυτή την αίθουσα, ανάμεσά μας, βρίσκεται ο δάσκαλός μου, ο κύριος Αλκιβιάδης Μανουσάκης» και συνέχισα…. Ξαφνιάστηκε. Κι αμέσως άνοιξε εκείνο το πλατύ και εγκάρδιο χαμόγελο… Χαμογελούσε ακόμα, όταν το βλέμμα μου το ξανασυνάντησε. Χάρηκα πολύ τότε…..
….Σήμερα, όμως, λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ γιατί πρέπει να του ευχηθώ «Καλό παράδεισο, Δάσκαλε». Ένα πράγμα να ξέρεις. Μου πρόσφερες πολλά. Περισσότερα απ’ όσα φαντάζεσαι….
….Δεν έχω και δεν μπορώ να σου αντιπροσφέρω τίποτα. Μόνο ένα λουλούδι κι ένα δάκρυ, Δάσκαλε. Ένα δάκρυ…..