Κείμενο – Φωτογραφία: Πόπη Σπανάκη
Ο Μάης κοντοσιμώνει στο τέλος του, κοντεύγει να μπιτίσει και οι πατάτες μας στο κήπο μας στσι τάβλες θέλουνε πότισμα.
Η Μητέρα σε μεγάλο ζόρε στο χωριό, έχει ανάψει το φούρνο από τη ταχινή και με το φτυάρι στα χέρια ετοιμάζεται να φουρνίσει το ζυμωτό ψωμί, με την αδερφή μου τη Μαρία, απού σκυμμένη στο σοφρά, παίρνει στα χέρια τζης το πρώτο ντάκο.
– Να πάς παιδί μου Πόπη να μολάρεις το μύλο στσι τάβλες να βγάλει το νερό από το πηγάιδι. Μα να να τονε βαστάς γερά, γιατί φυσά πολύς αέρας, να μη τονε γυρίσει αξανάκολα και σου βαρεί στη κεφαλή, μού λέει η μητέρα.
Α-ν-είναι ερχομένος ο Βαγγέλης από κειά που πάει, να βγεί αυτός να τονε μολάρει απού μπορεί πλιά καλά
– Να του μολάρω μόνο τα τέσσερα πανιά ? τηνε ρωτώ.
– Μόλαρέ τα και τα έξ, μα να κάμεις τα δυό φουσκάκια.
Ανέ δεις πως φυσά αδυνατά να του κάμεις τέσσερα .
Εγώ εμίσεψα ντελόγο για το κήπο μας στσι ταβλες, όπου για καλή μου τύχη ήβρηκα εκειά τον αδερφό μου το Βαγγέλη απού μόλις είχε έρθει και απαθανάτισε την ν-όμορφη εικόνα.
Γιατί βέβαια εγώ χωρίς τη μηχανή μου, δε ν-επήγαινα ποθές