Όταν έβλεπα τη Σαπφώ Νοταρά στις ελληνικές ταινίες, αισθανόμουν μια περίεργη έλξη γι’ αυτήν.
Θυμάμαι όταν φώναζε την περίφημη εκείνη λέξη:
”Μπουρλότο..!”
Η Σαπφώ κατόρθωνε κι έδινε στις λέξεις ύλη.
Οι λέξεις στο στόμα της ήταν καταστάσεις.
”Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορα..!”
Η γυναίκα αυτή είχε κι ένα μεγάλο δραματικό ταλέντο, το οποίο κανείς δεν της είχε επιτρέψει να το απελευθερώσει και να μας το δείξει.
Ο Γιάννης Τσαρούχης όμως, με το διεισδυτικό του βλέμμα, το συνέλαβε αυτό και της έδωσε να κάνει όχι μόνο την κορυφαία του χορού, αλλά και όλα τα χορικά των ”Τρωάδων”.
Έτυχε να τη γνωρίσω όταν έκανε πρόβες στις ”Τρωάδες”.
Σιγά σιγά κάναμε παρέα.
Μου έλεγε ότι ήθελε να έχει ένα δικό της θέατρο για να κάνει αυτό που πάντα επιθυμούσε.
Μάλιστα, στον Μεσοπόλεμο, όταν ήταν νέα και ωραία, την είχε ερωτευτεί ένας εργοστασιάρχης από την Αλεξάνδρεια και της είχε υποσχεθεί ότι αν τον παντρευόταν, θα της έχτιζε τρία θέατρα.
Της λέω:
– Μα Σαπφώ, γιατί δεν τον παντρεύτηκες τον άνθρωπο αυτό, να αποκτήσεις και τα θέατρα;
– Γιατί δεν τον αγαπούσα, βλάκα!… μου απάντησε θυμωμένα.
– Έπρεπε να θυσιάσεις τα προσωπικά σου αισθήματα χάριν της Τέχνης, της ξαναλέω.
– Ηλίθιε!… μου απάντησε έτοιμη να εκραγεί.
– Αυτός ήταν ένας βιομήχανος, χημικός, εργοστασιάρχης, που έκανε πειράματα και είχε παραμορφωθεί…
Σαν τον Φρανκεστάιν είχε καταντήσει.
– Αυτό ήταν το μοναδικό σου αμόρε Σαπφώ; τη ρώτησα.
– ‘Όχι άρρωστε!!… ούρλιαζε εκτός εαυτού.
– Το ’45, στον Εμφύλιο, με είχε ερωτευτεί κι ένας αντάρτης.
Αλλά δυστυχώς τον εκτελέσανε…
Εδώ η φωνή της έσπασε, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και το κεφάλι της έγινε μολυβένιο και βαρύ από μια απέραντη θλίψη που την ξερίζωνε από την πραγματικότητα και την παρέσυρε στα ερέβη του δικού της περίκλειστου κόσμου.
Ήταν προληπτική.
Μια φορά, θυμάμαι, θαύμασα το ρολόι της.
Και μετά από δυο τρεις μέρες ήρθε και μου είπε ότι το ρολόι της ανατινάχτηκε.
– Μα πώς έγινε αυτό βρε Σαπφώ;
– Μου το μάτιασες!! μου λέει αγριεμένη.
-Το είχα δίπλα σε ένα μπουκαλάκι με βενζίνη.
Έπεσε λοιπόν ο ήλιος του απογεύματος και ανατίναξε το μπουκαλάκι.
Έπιασε φωτιά και κάηκε το ρολόι μου…
Αποφασίσαμε με τον Τσαρούχη να γράψω δύο μονόπρακτα εγώ, να τα σκηνοθετήσει εκείνος και να τα παίξει η Σαπφώ.
Ήταν δύο μονόλογοι.
Μια ώρα και είκοσι λεπτά ο καθένας.
Είχα υπολογίσει μόνο το ταλέντο και τη δυναμική της.
Όχι την ηλικία της.
Η Σαπφώ, δυστυχώς, δε μπορούσε να μάθει τα λόγια της.
Όταν το συνειδητοποίησε, εξαφανίστηκε.
Εγώ και ο Γιάννης όσο περνούσαν οι μέρες αρχίσαμε να ανησυχούμε.
Φοβηθήκαμε μήπως είχε πάθει τίποτα.
Ύστερα από μια εβδομάδα πήραμε την αστυνομία και ανοίξαμε το σπίτι της.
Τη βρήκαμε καθισμένη απέναντι από την είσοδο σε μια καρέκλα και μας λέει με το γνωστό, θυμωμένο της ύφος:
”Τι θέλετε εδώ; Γιατί με ενοχλείτε;”
Όμως, δεν είχε χάσει το ταλέντο της.
Την πήραμε στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και μας διάβασε Παπαδιαμάντη.
Διάβασε όπως δεν είχε διαβάσει κανείς.
Το 1954 ο Μιχάλης Κακογιάννης γυρίζει στα στούντιο του Καίρου το ΄΄Κυριακάτικο Ξύπνημα”, με την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν.
Η Σαπφώ Νοταρά έπαιζε τη ”Δεσποινίδα Καίτη.
Ο Γιάννης Τσαρούχης σε κάποιο διάλειμμα πλησιάζει και της λέει αναπάντεχα:
– Σαπφώ, θα ήθελες να παντρευτούμε και να κάνουμε μαζί ένα παιδί;
– Άντε στο διαολο, Γιάννη, του λέει.
Τον αγριοκοιτάζει και απομακρύνεται.
Νόμιζε ότι τον είχαν βάλει οι άλλοι να της κάνει πλάκα.
Όταν χρόνια αργότερα έκαναν πρόβες για τις ”Τρωάδες”,
ο Τσαρούχης της λέει πάλι ξαφνικά:
– Αν είχες αποδεχτεί την πρόταση που σου έκανα τότε, το παιδί μας θα ήταν τώρα
26 ετών, Σαπφώ…
– Μα δεν το κατάλαβα ότι το εννοούσες.
Το εννοούσες πραγματικά Γιάννη;
– Το εννοούσα…
– Τότε, γιατί δεν επανήλθες ποτέ ξανά Γιάννη;
Ο χρόνος που πέρασε ήταν όχι μονάχα ο καταστροφέας της σωματικής της ευθυτένειας, αλλά και ο ρημαχτής της εσωστρεφικής της ζωής.
– Έχω, μου έλεγε, στην κουζίνα απ’ εδώ το ψυγείο, απ’ εκεί το τραπέζι και στη μέση μια καρέκλα.
Κάθομαι να καπνίσω ένα τσιγάρο και ξημερώνομαι ως το πρωί εκεί…
Γιώργος Μανιώτης
………………………………………………………..
Απόσπασμα από το βιβλίο: ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ…
Πηγή: Πρόσωπα