Γεννήθηκε κάποτε το 1923 στη Γαλιά, ένας σπουδαίος δεξιοτέχνης της λύρας, που άφησε εποχή στον καιρό του, επειδή ήταν κι αυτός ένας από τους βασικούς συνεχιστές στα μουσικά ακούσματα του Λευτέρη Μανασάκη του Γαλιανού, μαζί με τον Νικόλαο Ζαχαριουδάκη, τον Μιχάλη Μαραγκάκη, και τον Αλέκο Φανουράκη τον λαουτιέρη, κι αυτός δεν ήτανε άλλος από τον Ανδρέα Νικολούδη!
Ήταν το πέμπτο παιδί του Ανδρογιώργη, είχε άλλους 3 αδελφούς και μία αδελφή.
Παντρεύτηκε στα τριάντα του την κατά 15 χρόνια μικρότερή του Ελένη Ροδουσάκη, κόρη του Κριτόλαου Ροδουσάκη, όπου στα 17 της γέννησε και το πρώτο της παιδί τον Γιώργο. Ακολούθησαν η Δόξα, ο Κωστής και τελευταίος ο Ζαχαρίας.
Ένας μάλιστα από τ’ αδέλφια του ο Μιχάλης, έπαιζε μαντολίνο, κι από εκεί είχε τα πρώτα του ακούσματα. Τα εμπλούτισε όμως κατά πολύ αργότερα, ακούγοντας και τους σκοπούς του Λευτέρη. Ο Μιχάλης κι αυτός είχε αφήσει μουσικές καταβολές, αφού ο Γιώργης του αλλά και ο Νίκος, οι δυο γιοί του, έπαιζαν καλό λαούτο.
Έζησε κι αυτός φτωχά παιδικά χρόνια, όπως οι περισσότεροι στα χωριά τη κατοχή, και 11 χρονών έφτιαξε την πρώτη του ψεύτικη παιδική λύρα, που όπως έκαναν πολλά παιδιά της εποχής, χρησιμοποίησε ξερό φύλλο αθάνατου! Όμως δεν έπαιζε τη κλασική μπουκόλυρα, όπως όλα τα παιδιά της εποχής, παριστάνοντας τον λυράρη με μια ψεύτικη λύρα, και ένα ξύλο για δοξάρι! Εκείνος πηγαίνοντας τα ζώα του πατέρα του στην εξοχή, σκάλισε κανονικά το ξερό αυτό φύλλο του αθάνατου, και σιγά – σιγά του έβαλε καπάκι, χορδές και στριφτάλια! Με αυτήν λοιπόν έπαιζε πειραματιζόμενος τα πρώτα του μουσικά κομμάτια στην εξοχή.
Την πρώτη του όμως κανονική λύρα, την αγόρασε μεταχειρισμένη στα 15 του χρόνια, από κάποιον επαγγελματία κατασκευαστή στο Ηράκλειο, κάποιον Σταγάκη. Ο οίκος Σταγάκη, έκτοτε ήταν φημισμένος για τις σπουδαίες λύρες του.
Με αυτήν έμαθε να παίζει ακόμα καλύτερα, και στα 18 του έφτιαξε μόνος του μια βιολόλυρα, παίζοντας πλέον επαγγελματικά. Στα 20 του ο Ανδρέας γίνεται σιγά – σιγά ξακουστός σε όλη τη Μεσαρά!
Τα πρώτα σοβαρά παιξίματα του, τα έπαιξε με τον ξάδερφό του τον Μιχάλη Μαραγκάκη, που αργότερα τον έκανε και γείτονα του. Την περίοδο μάλιστα που είχε πεθάνει η μάνα του Μιχάλη, πήγαιναν κρυφά στο πατρικό σπίτι του Ανδρέα, και έπαιζαν μαζί οι δυό τους, διάφορους σκοπούς του Λευτέρη του Γαλιανού. Φυσικά εκεί κρυβόταν για να μην ακούγονται λόγω του πένθους. Πάντως μαζί με τον Μιχάλη μαθαίνανε να παίζουν σωστά, και ανακάλυψαν πως και οι δυό τους είχαν ταλέντο στη λύρα.
Για ένα διάστημα έκανε και τον ψάλτη στην εκκλησία Άγιο Γεώργιο του χωριού μας, με τον παπά Γιάννη ιερέα. Ήταν στο ψαλτήρι μαζί με τον Γιώργη του παπά Γιάννη. Εκεί ανακάλυψε ο Ανδρέας, ότι διέθετε και πολύ καλή φωνή, όπου την καλλιέργησε στη συνέχεια και επάνω στη παραδοσιακή μουσική του. Τα χωριά που έπαιζε πιο συχνά, ήταν Γαλιά, Σκούρβουλα, Φανερωμένη, Βορίζα, Καμάρες και Ζαρός. Λαουτιέρηδες που να συνοδεύουν τη λύρα του, πριν ακόμα καταλήξει στον Αείμνηστο Αλέκο Φανουράκη,είχε διάφορους κατά καιρούς. Κάποιοι από αυτούς ήταν ο Κωστής από τη Γρηγοριά, ο Βαγγέλης ο γιός του παπά Αδάμη από τη Φανερωμένη, ο Γιώργης του Θοδωροστεφανή. Ο Ανδρέας είχε συνεργαστεί επίσης και με τον Σάββα Κουνδουράκη από τη Φανερωμένη – ο οποίος μάλιστα έπαιζε μάντολα μαζί με το Λευτέρη. Μετά το θάνατο του Λευτέρη, ο Σάββας άρχισε τη συνεργασία του και με τον Ανδρέα, η οποία κράτησε περίπου 7 με 8 χρόνια. Επίσης έπαιξε με τον Νίκο Χουστουλάκη από τους Κισσούς, και τον Καψαλοστελιανό από τη Γαλιά.
Το μεγαλύτερο όμως μέρος της ζωής του, τα έκανε με τον Αλέκο, όπου ουδέποτε πικραθήκανε για οποιοδήποτε λόγο, ήταν απόλυτα συνεπείς μεταξύ τους, και ο ένας πάντα έλεγε τα καλύτερα για τον άλλο!
Πως ξεκίνησε η συνεργασία του με τον Αλέκο.
Πρέπει να ήταν το ‘44 όταν ο Αλέκος ήταν 15 χρονών. Γινόταν ένας γάμος στο χωριό, και θα παντρευόταν ο Φλασκουρογιώργης ο Μπίλιας που λέμε, και θα έπαιρνε τη Μαρία του Ζουρίδη. Την Παρασκευή θα σακιάζανε τα προικιά, το Σάββατο θα τα πηγαίνανε του γαμπρού, και την Κυριακή θα γινόταν το μεγάλο γλέντι. Την Παρασκευή ο Αλέκος είχε παρευρεθεί στο σάκιασμα των προικιών, αλλά για κάποιο λόγο, ο πασαδόρος ο Στελιανός δεν πήγε. Τότε φώναξε εκείνη την στιγμή ο Ανδρέας, να πάει κάποιος να του βαστά το πάσο, αλλά κανένας δεν πήγαινε. Τότε κοίταξε τον Αλέκο, και του είπε:
-Αλεκάκι, έλα παέ να με βοηθήσεις!
-Ντα δε κατέχω πράμα! Δεν έχω ξαναπαίξει!
– Έλα παέ και εγώ θα σου δείξω.
Σιμώνει ο Αλέκος και κάθεται, πιάνει το λαούτο, και του λέει ο Ανδρέας:
–Κοίτα να δεις, θα κάνεις αυτό το πράμα. Πάνω κάτω, πάνω κάτω τη πένα, σταθερά, τίποτε άλλο!
Εποσακιάσανε τα προικιά, και πήγανε μετά στο σπίτι του Ζουρίδη στον οντά να συνεχίσουν το γλέντι.
Αφού και τις άλλες μέρες δεν πήγε πάλι ο Καψαλοστελιανός, συνέχισαν μαζί μέχρι τη μέρα του γάμου, αλλά έμελλε τελικά, η συνεργασία τους αυτή, να συνεχιστεί για άλλα 18 ακόμη χρόνια! Η φιλία αυτή του Αλέκο με τον Ανδρέα, κάποια στιγμή δεσμεύτηκε και με μια κουμπαριά, όταν η κόρη του Ανδρέα η Δόξα, στεφάνωσε τον Αλέκο με την Κλειώ, στον δεύτερο γάμο του.
Ο στο τέλος της συνεργασίας του Αλέκος έβγαλε μάλιστα και μια μαντινάδα για τον Ανδρέα:
«Παρέες ήκαμα πολλές, μα πιο καλή παρεα,
είναι αυτή που έκανα,μαζί με τον Ανδρέα»!
Παρέα εδώ, εννοεί ο Αλέκος συνεργασία τους στα επαγγελματικά θέματα τους.
Από ότι είπε η σύζυγός του Ελένη, έφευγε Παρασκευή για να πάει να παίξει σε γάμους, και γύριζε Τρίτη! Τώρα αν καμιά φορά στο ενδιάμεσο είχε και κάποιες βαφτίσεις, μπορεί να έλειπε από το σπίτι και όλη την επόμενη βδομάδα!
Εκτός από τα προγραμματισμένα γλέντια σε γάμους και βαφτίσεις, πήγαινε και όπου αλλού τον καλούσαν, σε Κλήδονες, την Πρωτομαγιά στην εξοχή, στα ζεύκια κλπ. Τύχαινε πολλές φορές να ξεκινήσει ένα γλέντι ακόμα και για πλάκα! Είχε γίνει πολλές φορές αυτό! Στο παλιό σκολιό για παράδειγμα της Γαλιάς, μια Καθαρά Δευτέρα, θυμάται η Ελένη, ήταν στη πλατεία με τον Αλέκο, και είδε ο Ανδρέας μια γυναίκα που έκανε πως χόρευε γελώντας! Είπε τότε του Αλέκο να πάει να φέρει από το σπίτι τη λύρα, και να πάρει κι αυτός το λαούτο του. Έπαιξαν οι διό τους, έπιασε η ίδια χορευταρού γυναίκα το χορό, ακολούθησε και μια άλλη, και τελικά μαζεύτηκε το μισό χωριό! Τελικά εξελίχτηκε η βραδιά σε τρικούβερτο γλέντι! Πολλά τέτοια γλέντια γινόταν τότε, ακόμα και στα αλώνια! Μάλιστα έτυχε μια χρονιά σε ένα Κλήδονα, να γίνουν και δυο γλέντια μαζί, σε δυο πολύ κοντινά αλώνια στη Γαλιά! Στο ένα αλώνι έπαιζε αυτός που ήταν της Λενιδοκώσταινας, και στο άλλο απέναντι που ήταν του Νικόλα του Παυλή, έπαιζε ο Τσαχονικολής! Πέρασαν τα μεσάνυχτα και ακόμα έπαιζαν! Είχε μείνει αξέχαστη εκείνη η βραδιά σε όλους τους Γαλιανούς!
Ο Ανδρέας, λέει η σύζυγός του Ελένη, είχε στα νιάτα του ωραίο παράστημα, ντυνόταν πάντα καλά, και φορούσε την κρητική παραδοσιακή φορεσιά, γκιλότες δηλαδή με στιβάνια, διότι σαν οργανοπαίχτης το απαιτούσε αυτό το επάγγελμά του.
Η σχέση του με τον Λευτέρη τον Γαλιανό
Αν και είχαν διαφορά ηλικίας ο Λευτέρης με τον Ανδρέα, ωστόσο τον παρακολουθούσε στενά στα παιξίματά του, μέχρι που πήγαινε και κρυφά, και άκουγε τον Λευτέρη πίσω από την πόρτα του μαγαζιού του, που ήταν ένα καφενείο εκεί που είναι σήμερα ο φούρνος.
Μια μέρα που κρυφάκουγε πάλι, τον αντιλήφτηκε ο Λευτέρης από μέσα, και τον φώναξε:
-Έλα Ανδρεάκι, μέσα που σε θέλω…
Έλα γιατί θέλω να σε πάρω να πάμε κάπου να κάνουμε ένα «ποδαρικό»!
«Ποδαρικό» για τον Λευτέρη ήταν ένα καλοσώρισμα με τον δικό του τρόπο, φυσικά πώς αλλιώς, με καντάδα!
-Ήντα ποδαρικό Λευτέρη;
-Ήρθε σήμερα μια καλή κοπελιά και όμορφη από τη Φανερωμένη, που είναι ανηψιά του Διαμιανογιώργη. Εκεί θα ξωμείνει αργά, μονό έλα να πάμε τη νύχτα να τση κάνουμε καντάδα!
Πήρανε λοιπόν τα όργανά τους αργά ο Ανδρέας με το Λευτέρη, και πήγαν στ σπίτι του Διαμιανογιώργη και σταμάτησαν απέξω, που μέσα ήταν η κοπελιά η όμορφη, και η νεοφερμένη! Εκεί άρχισε η καντάδα και ο Λευτέρης αυτοσχεδίασε την παρακάτω γνωστή μας πλέον μαντινάδα:
«Παραθυράκι μου κλειστό, δείξε μου την κερά σου, μ΄ασήμι και με μάλαμα θα κάνω τα καρφιά σου»!
Τότε ήταν που ανοίξει πράγματι το παραθυράκι σιγά – σιγά, κι αυτό το μαρτύρησε το αμυδρό φώς του λύχνου, που έφεξε κάπως στο σκοτάδι!
Αυτό το λιγοστό φως, είδε ο Λευτέρης, και είπε τότε στον νεαρό Ανδρέα:
-Άντε πάμε εδά Ανδρεάκι να φύγωμε, μα «επλερωθήκαμε»!
Έκτοτε, ο Ανδρέας πήγαινε πιο συχνά στο μαγαζί του, ανάμεσα και ήταν κι αυτός ανάμεσα στις παρέες του Λευτέρη, αλλά πάντα του έλεγε σα βράδιαζε:
–Ανδρεάκι, μη φύγεις. Όταν θα φύγουνε οι άλλοι, σε θέλω μετά να πάμε να κάνουμε καντάδα! Θα κάνουμε πρώτα εκεί που θα σου πω, και άμα θες και συ, πάμε και εκεί όπου νομίζεις εσύ!
Τον Λευτέρη τον συνόδευε συνήθως στις καντάδες με μαντολίνο. Πλέον γίνανε φίλοι, και διδάχτηκε πολλά από τον μεγάλο δάσκαλο του, όπου και πήρε φυσικά πολλά από τα «πατήματα» του επάνω στη λύρα. Έπαιζε επίσης και λαούτο άριστα, και «το Αντρεάκι», όπως αποκαλούσε τον Ανδρέα ο Λευτέρης, ήταν ο μικρός πασαδόρος του!
Πιάστηκε κι αυτός στον ανταρτοπόλεμο, αλλά και εκεί πάλι είχε σαν συνοδοιπόρο τη λύρα του.
Όταν γύρισε από το στρατό, ζήτησε για σύζυγό του την Ελένη, αφού έβαλε πρώτα για προξενήτρα την Ουρανία, γυναίκα του αδερφού του, αλλά μίλησε μετά και ο ίδιος στον πατέρα της τον Κριτόλαο, για να μιλήσει εκείνος στην κόρη του! Η δε κόρη η Ελένη άλλο που δεν ήθελε, δέχτηκε αμέσως την πρόταση για αρραβώνα! 28 χρόνων ήταν τότε ο Ανδρέας, 15 εκείνη, και έμειναν δυο χρόνια αρραβωνιασμένοι πριν παντρευτούν.
Σαν άνθρωπος ο Ανδρέας
Ο Ανδέας Νικολούδης, δεν ήταν τυχαίο που γεννήθηκε τόσο καλής ψυχής άνθρωπος, αφού κι ο πατέρας του ο Ανδρεγιώργης ήταν επίσης πολύ καλός πράος και τίμιος άνθρωπος, αλλά και η μάνα του το ίδιο! Έτσι έγιναν και όλα του τα παιδιά του Ανδρεογιώργη! Δεν ήταν μονάχα ο Ανδρέας άνθρωπος με εσωτερικό πολιτισμό. Το ίδιο καλός ήταν και ο αδερφός του ο Ανδρεομιχάλης, αλλά κα και ο Ζαχαρίας, αυτούς τουλάχιστον τους θυμάμαι και εγώ ο ίδιος πολύ καλά. Ήταν από τις πιο καλοσυνάτες οικογένειες της Γαλιάς. Και τα παιδιά τους επίσης όλων βγήκαν καλής πάστας παιδιά. Φιλήσυχος άνθρωπος ήταν κι ο Ανδρέας όπως όλοι τους, και ποτέ δεν δημιουργούσε προβλήματα στο χωριό. Κοίταζε τα θέματα τα της οικογενείας του, και ποτέ δεν έδινε δικαιώματα στον οποιονδήποτε για το παραμικρό. Μάλιστα, από τα πρώτα κιόλας χρόνια που παντρεύτηκε, δίδασκε αυτά τα πράγματα και στη γυναίκα του που ήταν μικρή, να μην δίνει πουθενά αφορμές. Η πολλή μάλιστα αγάπη στην οικογένεια του, ήταν και η αιτία που διαισθανόταν μέσα του αν θα υπήρχε πρόβλημα υγείας, και κάποιες φορές ενστικτωδώς είχε προλάβει κάποια από αυτά. Από τον τρόπο που έζησε ο Ανδρέας, δεν θα λέγαμε πως ήταν αστήριχτη και μια παρατήρηση, πως ήταν ακόμα και μπροστά από την εποχή του, κυρίως στον εσωτερικό του πολιτισμό. Αυτό φαίνεται και μέσα από κάποιες μαντινάδες του που έβγαλε ο ίδιος, και που κατακρίνει την παλληκαριά μέσω όπλων, όπως αυτό ερμηνεύουν οι παρακάτω στίχοι του:
«Παίχτης δεν είναι όποιος βαστά, πιστόλι και σκοτώνει
μα όποιος βαστά τη λύρα του, και τα θεριά μερώνει»!
Λέει εδώ μια μεγάλη αλήθεια, που όσο περνάνε τα χρόνια αποχτά όλο και περισσότερους αποδέχτες.
Το ταλέντο του ήταν απίστευτο στο να γράψει εξαιρετικές μαντινάδες, χωρίς την βοήθεια κανενός, και ήδη έχει αφήσει πολλές χειρόγραφες, αλλά επειδή ενδέχεται να βγουν κάποια στιγμή σε βιβλίο, δεν μπορούμε να τις δημοσιεύσουμε. Θα παρουσιάσουμε όμως μία σαν δείγμα, για να δείξουμε τα υψηλά νοήματα που κρύβουν οι λίγες λέξεις στις μαντινάδες του:
«Πουλί που είναι δυνατό, αντέχει και στον πόνο,
μπορεί στα ύψη ν’ ανεβεί, με μια φτερούγα μόνο»!
Η σχέση του Ανδρέα με τη γυναίκα του και τα παιδιά του
Ήταν άριστος οικογενειάρχης, που υπεραγαπούσε την γυναίκα του και τα παιδιά του. Με τη γυναίκα του έζησαν μαζί κι αγαπημένοι 37 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να πικράνουν ο ένας τον άλλο, γιατί εκείνη πάντα τον λάτρευε και τον θαύμαζε! Ακόμα και σήμερα μιλάει με τα καλύτερα λόγια για αυτόν, και νοσταλγεί τις όμορφες στιγμές που πέρασε κοντά του, παρόλο που είχε τα μισά του χρόνια!
Έχει μάλιστα και σήμερα την εικόνα του επάνω στον τοίχο που είναι το κρεβάτι της, και κάθε βράδυ σαν μένει μόνη, του μιλά σαν να είναι παρών!
Ο Ανδρέας είχε ίσως την πιο τέλεια σχέση με τη γυναίκα του όσο και με τα παιδιά του, επειδή τα υπεραγαπούσε, και έκανε τα πάντα για αυτά! Λειτουργούσαν και σαν μουσική οικογένεια, αφού συχνά, και κυρίως το χειμώνα, που καθόταν ο Ανδρέας κοντά στο τζάκι, τα φώναζε όλα κοντά του, για να τον συνοδέψουν με το τραγούδι ή με το μαντολίνο στη λύρα του! Πολλές τέτοιες μουσικές βραδιές θυμάται η Ελένη, με τον Γιώργη, και κυρίως τη Δόξα στα φωνητικά και στο ακορντεόν, τον Κωστή στο μαντολίνο, και αργότερα και τον Ζαχάρη.
Τους μάθαινε επίσης πολλές μαντινάδες, που ακόμα η Ελένη τις έχει φυλάξει χειρόγραφες, επίσης εκτός από λύρα και λαούτο τους μάθαινε και χορό. Έτσι όλα τα παιδιά βγήκαν καλοί χορευτές και μερακλήδες!
Η σχέση του με τους γείτονες
Ήταν τόσο άψογες οι σχέσεις του Ανδρέα με όλους, μα στη γειτονιά ήθελε να είναι κάτι παραπάνω! Με τον ξάδερφό του τον Μιχάλη Μαραγκάκη σαν γείτονες από τη δυτική πλευρά, είχαν άριστες σχέσεις, είχαν το ίδιο τοιχοπάτημα, και μοιραζόταν την ίδια αυλή χωρίς κανενός είδους προβλήματα. Ήταν ξαδέρφια αλλά λεγόταν αδέρφια, γιατί υπήρχε πράγματι μια αδερφική αγάπη μεταξύ τους.
Με τους υπόλοιπους βόρεια, τον παπά Γιώργη, τον Φραγκιδομανώλη και τον Φραγκιδογιώργη, είχε επίσης άριστες σχέσεις. Μάλιστα με τον Φραγκιδομανώλη παντρεύτηκαν την ίδια χρονιά και τον ίδιο μήνα, με μόνο λίγες μέρες διαφορά, και για αυτό τους συνέδεε μια χρόνια φιλία!
Ο δε Φραγκιδογιώργης, ο πιο κοντινός γείτονας του, είχε τόσο καλές σχέσεις μαζί του, που τον ρώτησε μια μέρα ο Ανδρέας:
-Μα γιάντα δα Γιώργη δεν κλειδώνεις το σπίτι σου; Εκείνος του απαντούσε:
-Εγώ έχω εσένα, που δε φοβάμαι!
Πράγματι, ο Φραγκιδογιώργης δεν κλείδωνε ποτέ την κουζίνα του, αλλά όμως κι από το σπίτι του Ανδρέα, είχαν πάντα καθημερνά την έννοια του! Όταν άκουγαν κάτι από ‘κεί, ένα θόρυβο, ή κάποιον να φωνάζει τον Γιώργη, αμέσως πήγαιναν να δούνε τι τρέχει!
Αλλά και με τους από κάτω γειτόνους νότια, πάλι κι από ‘κεί είχε άριστες σχέσεις! Με το σπίτι του Δημήτρη Μακριδάκη αλλά και με το σπίτι του Ντουιντομανώλη, κυρίως με τη γυναίκα του την Αρετή, η Ελένη συνεργάστηκε στα ζυμωταριά! Εκείνη είχε μεγάλη εμπειρία σε αυτά, και της έδινε πολλές λύσεις λόγω πείρας. Ήταν δε πολύ γρήγορη στη δουλειά της η Αρετή, και έτσι δεν είχε πλέον πρόβλημα η Ελένη μην πέσει η ζύμη της! Η μια βοηθούσε την άλλη σε διάφορες δουλειές.
Η σχέση του Ανδρέα με το τραγούδι άστρα μη με μαλώνετε
Δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε να το πούμε κι αυτό, μια και η σύζυγος του Ανδρέα, υποστηρίζει σθεναρά την άποψη της, πως ο Ανδρέας, είναι αυτός που είχε βγάλει το συγκεκριμένο τραγούδι «Άστρα μη με μαλώνετε»!
Με θερμοπαρακάλεσε μάλιστα επίμονα, να αναφερθώ στο θέμα αυτό, παρόλο που ήθελα να το αποφύγω, λέγοντας μου η ίδια επί λέξη τα εξής:
«Το τραγούδι Γιώργη είναι δικό του, του Ανδρέα! Ο Ανδρέας ήρθε ένα βράδυ στο σπίτι, και μου λέει:
– Ελένη, Ελένη, έλα παε να σου πω ένα λεφτό!
-Ακούω, του λέω και πήγα κοντά του.
-Άκου αυτό που παίζω… Και μου έπαιξε ένα κομμάτι.
Είχε βγάλει ένα σκοπό εκείνες τις μέρες, και αυτόν έπαιζε συνέχεια!
Έπαιζε το ίδιο κομμάτι συνέχεια κάθε μέρα τη λύρα του, τουλάχιστο για δυο μήνες, προσπαθώντας να βγάλει το σκοπό αυτό. Μια μέρα μάλιστα φώναξε και τον ξάδερφό του τον Καστελλολευτέρη. Έρχεται εκείνος στο σπίτι, και του λέει ο Ανδρέας:
-Άκου Λευτέρη…
Του παίζει λίγο από το σκοπό, του ξαναπαίζει λίγο, το ακούει ο Λευτέρης, και μετά τον -ε ρωτά ο Ανδρέας:
-Πως μπορούμε Λευτέρη να το συγχρονίσουμε, και να του βγάλουμε και ένα τραγούδι που να ταιριάζει;
-Μήπως έχεις κανένα κοπέλι που να ξέρει να τραγουδά; Τον ερωτά ο Καστελλολευτέρης.
–Ναι έχω, του απάντησε. Τότε ο Ανδρέας φωνάζει την κόρη του τη Δόξα.
-Δοξούλα, για έλα παέ! Άκου Δόξα τι παίζουμε επαέ με τον θείο σου:
Της είπε και τα πρώτα λόγια: «Άστρα μη με μαλώνετε, που τραγουδώ τη νύχτα, γιατί είχα πόνο στη καρδιά και βγήκα και τον είπα…»
Αρχίσανε λοιπόν να το προβάρουν. Παίζανε εκείνοι, και το τραγουδούσε η Δόξα.
Θα το είπαν εκείνο το βράδυ, πάνω από 100 φορές, μέχρι που το φέρανε εκεί που το θέλανε!
Κάποια στιγμή λέει ο Ανδρέας:
-Λευτέρη έτοιμο!
Γυρνάει σε μένα και μου λέει:
-Ελένη! Άμε δα να μας -ε σάξεις δυο καφεδάκια να ξεζαλιστούμε, και να το γιορτάσουμε!
–Εγώ δε θα σας-ε κάμω καφέδες, αλλά θα σας ε- φέρω φαί να φάτε, να πιείτε και ένα κρασί, που να το γιορτάσετε πολύ καλύτερα! Είπα.
Εγώ βέβαια, όσο αυτοί έκαναν τις πρόβες τους, είχα κάνει το κουμάντο μου, και είχα βάλει στο φούρνο από δυο μπριζόλες στον κάθε ένα με πατάτες, και τους έστρωσα αμέσως τραπέζι…!»
Αυτά τα λίγα είχε να καταθέσει η Ελένη, χωρίς όμως να διεκδικεί κάτι η ίδια, αλλά και η οικογένειά της από την πατρότητα του τραγουδιού.
Άλλη μια διεκδίκηση λοιπόν της πατρότητας του τραγουδιού αυτιού, από τις πολλές φυσικά, που έτυχε να έχω προσωπικά ακούσει.
Όπως και να έχει όμως, ο Ανδρέας Νικολούδης ήταν κι αυτός ένας από τους μεγάλους δασκάλους της Κρητικής μουσικής.
Κατάφερε και ηχογράφησε δυο κασέτες
Με προτροπή αργότερα του Μύρωνα Μαραγκάκη που ήταν Συντέκνοι με τον αδερφό του, πήγε ο Ανδρέας στη Αθήνα σε στούντιο, για να ηχογραφήσει δυο κασέτες. Πήγε πράγματι και ηχογράφησε κάποια κομμάτια, και έτσι σαν πρωτομάστορας της παραδοσιακής μουσικής, άφησε το έργο αυτό σαν παρακαταθήκη στα παιδιά του, αλλά και σε όλος εμάς.
Στη πρώτη κασέτα έπαιξε με τον Αλέκο Φανουράκη στο λαούτο, και το Γιώργη Στρατηδάκη στο τραγούδι. Στη δε δεύτερη κασέτα που έβγαλε αργότερα, έπαιξε με το Βαγγέλη Τσαφαντάκη στο τραγούδι και στο λαούτο. Έγινε ο ίδιος δάσκαλος, και τα ακούσματα του, και δίδαξε φυσικά και τα παιδιά του. Ο Γιώργης, αλλά περισσότερο ο Κωστής, έπαιξαν επαγγελματικά, αλλά και κάποια από τα εγγόνια του και παιδιά της κόρης του Δόξας, ο Ανδρέας Κουτελιδάκης λαούτο, και ο αδερφός του Κωστής Κουτελιδάκης λύρα, είναι καταξιωμένοι και οι δύο σήμερα, καθώς τα παιδιά παίζουν πλέον επαγγελματικά.
Θλίψη για όλη τη Μεσαρά ο θάνατος του Ανδρέα
Ο Ανδρέας Νικολούδης πέθανε το 1992 σε ηλικία 69 ετών, μάλιστα την παραμονή του Αγιά Αντωνιού, και ανήμερα τον κηδέψανε. Στην κηδεία του έπαιξε λύρα ο εγγονός του ο Κωστής Κουτελιδάκης, και λαούτο ο λαουτιέρης της Γαλιάς ο Αλέκος Φανουράκης αλλά και άλλοι.
Μάλιστα ο εγγονός του ο Κωστής, ξεκίνησε πρώτος με μια μαντινάδα:
«Σήκω Λευτέρη Γαλιανέ, κι Ανδρέα Νικολούδη,
να ακούσετ’ όμορφο σκοπό, λυπητερό τραγούδι».
Μετά από αυτό, έπαιξαν και τραγούδησαν το «Άστρα μη με μαλώνετε…».
Από το σπίτι του Ανδρέα μέχρι την Εκκλησία, από την εκκλησία πάλι μέχρι το νεκροταφείο και την ώρα της ταφής του, τον τίμησαν με λυπητερούς σκοπούς του Λευτέρη, σύγχρονοι Γαλιανοί καλλιτέχνες, γιατί εκτός από τον Αλέκο και τον εγγονό του, έπαιξαν και τραγούδησαν Γαλιανούς λυπητερούς σκοπούς, κι ο Γιάννης Τσικνάκης, ο Γιώργης ο Βολικός και πολλοί άλλοι. Είχαν δε παρευρεθεί για να τον τιμήσουν, πολλοί λυράρηδες της περιοχής Μεσαράς.
Όμως η Μεσαρά όλη ήταν βυθισμένη σε βαθειά θλίψη, γιατί έχασε άλλο ένα δικό της άνθρωπο, μάλιστα της παλιάς γενιάς, που είχαν συνδυάσει μαζί του τις χαρές τους στα ατέλειωτα γλέντια στα νιάτα τους, όπου πρωτοστάτησε ο Ανδρέας.
Ένα χρόνο μετά τον θάνατο του, έγινε πολιτιστική εκδήλωση στα Καπαριανά, που αφορούσε την μουσική παράδοσης του τόπου μας. Έγινε στον χώρο του πάρκινγ του πρώην σουπερ μάρκετ Μαρινόπουλου, (σήμερα Χαλκιαδάκη), από τον πολιτιστικό σύλλογο Καπαριανών, και υπό την αιγίδα του Δήμου Μοιρών. Εκεί βραβεύτηκε και ο Ανδρέας με τιμητική πλακέτα, για την πολιτιστική προσφορά του, σαν πρωτομάστορας της Κρητικής, μουσικής παράδοσης, μαζί με άλλους Μεσαρίτες καλλιτέχνες.