Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Όσοι το διατήρησαν, αρνούμενοι να υπακούσουν στις σειρήνες της αντιπαροχής και του εκσυγχρονισμού, αισθάνονται τυχεροί.
Μέσα στη φιλόξενη αγκαλιά του βρίσκουν καταφύγιο σε κάθε δύσκολη στιγμή που αντιμετωπίζουν.
Αυτό, όπως και τότε, επουλώνει γρήγορα τις πληγές τους και τους ανακουφίζει.
Αλλά κι εκείνοι που κατάφεραν να το περισώσουν, έστω και με πολλά τραύματα, νιώθουν ανακούφιση.
Με υγρά μάτια τριγυρίζουν συχνά στα άδεια δωμάτια, ανακαλύπτοντας στους τοίχους σημάδια, ξεχασμένα στα βάθη του μυαλού.
Πάντα διατηρούν την ελπίδα πως, κάποια μέρα, θα το στήσουν στα πόδια του, στο παρτέρι του θα φυτρώσει γιασεμί και θα ξανακουστούν παιδικές φωνές στην αυλή του.
Σε δυσχερέστερη θέση βρίσκονται όσοι το έχασαν για πάντα.
Αυτοί, απαρηγόρητοι από την οδυνηρή απώλεια, το επισκέπτονται καθημερινά στα όνειρά τους και ζουν την κάθε στιγμή του.
Το κενό από την απουσία αγαπημένων προσώπων, που άλλοτε περιδιάβαιναν σε αυτό, είναι δυσαναπλήρωτο.
Ο Γιώργης Παυλόπουλος, σε ένα ολιγόστιχο ποίημά του, που βρίσκεται στη συλλογή του «Να μη τους ξεχάσω», έχει καταφέρει να περιγράψει με τον καλύτερο τρόπο τα συναισθήματά τους:
«ΜΑΝΑ»
Το σπίτι μας
το πατρικό μου σπίτι
το σπίτι των παιδικών μου χρόνων
δεν υπάρχει πια.
Κάθε νύχτα ανεβαίνω τη σκάλα
«Μάνα» φωνάζω
«Εδώ είμαι παιδί μου».
* Ο Κωνσταντίνος Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος και Ειδικός Λειτουργικός Επιστήμων (Α΄) Τομέας Βυζαντινών Ερευνών, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με καταγωγή από το Πετροκεφάλι του Δήμου Φαιστού