Του Δημήτρη Σάββα
Τόσες και τόσες όψεις έμελλε ν’ αλλάξει η πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου. Εξάλλου δεν έιναι και λίγοι εκείνοι που πέρασαν ως κατακτητές. Οι παλιότεροι σίγουρα θα θυμούνται τις γραφικές γειτονιές του, τα στενοσόκακά του, τα άλλα, τα πιο αριστοκρατικά με τις πλούσιες σε λουλούδια αυλές τους.
Ακόμα το μεγάλο κεντρικό του δρόμο, αυτός που και σήμερα υπάρχει, την Πλατιά Στράτα, των μεγαλύτερων σε ηλικία Καστρινών, τις πολλές αγορές που βρίσκονταν στη Χανιώπορτα, στο Καμαράκι, στο Μεϊντάνι, στην πλατεία Κορνάρου, στην πλατεία Δασκαλογιάννη, στις Τρεις Καμάρες και σ’ άλλα σημεία της πόλης, όπου η ζωή ήταν ιδιαίτερα έντονη.
Ο αείμνηστος Μανόλης Δερμιτζάκης ο μπαρμπέρης ποιητής του Μεγάλου Κάστρου με το μοναδικό και πολύ ενδιαφέρον έργο του, μας “μεταφέρει” σε κάποιες τέτοιες αγορές τα λεγόμενα “τσαρσά” με τις χαρακτηριστικές τους ονομασίες, όπως Μουτάφικα (σχοινάδικα), μπιτσαξίδικα (μαχαιράδικα), γιατράδικα, ντερμιτζίδικα (σιδεράδικα), Αχτάρικα (τόπος πώλησης μπαχαρικών), Βαγενείδικα (εκεί όπου κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν τα βαρέλια) και άλλες! Χαρακτηριστικό κάποιο απόσπασμα του για τη ζωή εκείνης της εποχής και τους ανθρώπους της!
“Ετούτη ήταν η ζωή στα τσαρσά και στους μαχαλάδες του παλιού Κάστρου, όπως την εζούσε το ψυχομέτρι των 25.000 χριστιανών και Τούρκων που το κατοικούσανε. Αλλά για να δώσουμε συμπληρωμένη εικόνα στον σημερινό αναγνώστη, της παλιάς πολιτείας, θα σημειώσουμε μερικούς χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων και γεγονότων που να δώσουμε ακόμα όσο μπορούμε πιο ζωντανό το αληθινό παλιό Κάστρο με όλη την ρεαλιστική του μορφή και όχι όπως το περιγράφουν οι ρομαντικοί νοσταλγοί του παλιού κακού καιρού”.
Και οι περαστικοί ή οι χωριάτες που έρχονταν τότε με τα λεωφορεία για να κάνουν τις δουλειές τους, θυμούνται αυτούς τους μόνιμους τύπους της αγοράς οι οποίοι αποκαλούνταν ίσως και με κάποια καταφρόνια, χαμάληδες!
Αυτούς τους ξεχωριστούς χαρακτήρες που πείραζαν και δεν δέχονταν τα πειράγματα συνήθως, που έτρεχαν πάνω – κάτω, που έβριζαν ή βλαστημούσαν, που φώναζαν, που μικροκαυγάδιζαν τόσο εύκολα πολλές φορές σε κάποια πειράγματα των εμπόρων, που τραγουδούσαν (καμιά φορά)! Αυτοί οι άνθρωποι έδιναν ένα ιδιαίτερο χρώμα και μια άλλη νότα στην αγορά. Οπωσδήποτε ζεστή αλλά και νοσταλγική για τους παλιότερους Ηρακλειώτες.
Χαμάληδες, αχθοφόροι, αυτοί που εκτελούν δύσκολες και κουραστικές δουλειές. Έτσι κι εκείνοι! Νωρίς νωρίς στο πόδι, αξημέρωτα, από τα βαθιά χαράματα, τότε που “ξυπνούσε” η πολιτεία. Μαζί με το καρότσι τους οι περισσότεροι γιατί υπήρχαν και κάποιοι άλλοι που πήγαιναν τα πράγματα στα σπίτια με το ζεμπίλι, συνήθως.
Εμείς θα σταθούμε στην πρώτη κατηγορία αυτών των ανθρώπων που σίγουρα τις περισσότερες φορές τους εύρισκες με κάποιο όνομα “διαφορετικό”. Υποκλινόμενος στον αγώνα τους για το μεροκάματο, θέλω να τους αναφέρω. Στην προσπάθειά μου αυτή βρήκα αμέριστη συμπαράσταση και καθοριστική συμβολή από τον καλό φίλο και συνάδελφό μου, πριν μερικά χρόνια, στη Βικελαία Βιβλιοθήκη, Γιάννη Ανδρεαδάκη. Τον ευχαριστώ από καρδιάς για όλα, αλλά και για τα δυο “ζωντανά” σκίτσα του. Πολλές ευχαριστίες ακόμα οφείλω και σ’ άλλους συναδέλφους που πρόθυμα με βοήθησαν. Ίσως πολλές ατέλειες και αδυναμίες να υπάρξουν, όλα όμως είναι στο πρόγραμμα και θέλω να σας ζητήσω προκαταβολικά συγγνώμη. Συντροφιά λοιπόν με το καρότσι τους, χειμώνα και καλοκαίρι, είχαν τα δικά τους στέκια που σύχναζαν.
Μεταπολεμικά, μετά το 1945, έχουμε τους δυο αδελφούς Μαργιόλα μαζί με τους δυο γυιούς τους. Τέσσερις συνολικά και η πιάτσα τους ήταν στην κεντρική πλατεία Καλλεργών, στο σημερινό Ψητοπωλείο “Θράκα”. Ο ένας απ’ αυτούς άκουγε στο όνομα “Ντακαντούκας”.
Στο ίδιο σημείο ακόμα σύχναζαν ο Πέργαμος και ο Κοκόλης ή “Κατσαρός”. Νιώθοντας ότι το μεροκάματό τους είναι ικανοποιητικό, σταματούσαν το κουβάλημα και κάθονταν στην ταβέρνα του Μπαρμπανδρέα, εκεί δίπλα στη “Θράκα”, μια παράγκα ήταν, απολαμβάνοντας το μεζεδάκι τους και το καλό μαρουβίτικο κρασί, συνήθως σε λάμπες.
Αργότερα, στη 10ετία του ’50 και μετά, αρκετοί συχνάζουν στο Καμαράκι, όπως ο Γρηγόρης Ροδίτης που έμενε και εκεί, ο Βυζάστακας έκανε τη διαδρομή συνήθως Καμαράκι μέχρι και Χανιώπορτα, ο Νικολής ο Σμπώκος ή Ανωγειανός εκτελώντας το ίδιο δρομολόγιο.
Στην Αγία Τριάδα, στη φάμπρικα του Ανωγειανάκη, έμενε ένας άλλος χαμάλης, ο Τζατζάς. Η πιάτσα του ήταν συνήθως στην κεντρική αγορά του Ηρακλείου. Εκεί συναντούσε κανείς κι άλλους όπως τον μπάρμπα Βασίλη, ένα ψηλό και ταλαιπωρημένο άνθρωπο με μαύρο πουκάμισο, το Στυλιανό, το Νίκο από το Σκοτεινό και το Μαρίνο από το Ατσαλένιο.
Κάτω από τους ευκαλύπτους στην πλατεία Δασκαλογιάννη κατά την 10ετία του ’60, σύχναζαν αρκετοί με τα καρότσια τους. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Καλογθιός, σε όλους γνωστός επίσης, φανατικός Ομιλίτης. Έτσι και του ’λεγες κάτι κακό για την ομάδα του ΟΦΗ, παρατούσε το καρότσι και σε κυνηγούσε. Ένας άλλος, το Νικολιό, που έμενε στη Χρυσοπηγή. Πρόσεχε την εμφάνισή του, ήταν πάντα ντυμένος με κοστούμι, φορώντας και τραγιάσκα. Σύχναζε στην πλατεία Δασκαλογιάννη αλλά και στην γωνία Χατζημιχάλη Γιάνναρη και Έβανς, απέναντι από τους καρπούς του Σαράντου. Μια άλλη παρουσία ήταν ο Αλάτσας. “Αν είστε από οικογένεια πετάξτε εικοσάρικα” έλεγε, αφού συνήθως για να τον κάνουν χάζι πολλοί του πέταγαν δεκάρες ή εικοσάρες. Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, στην ομάδα του ΟΦΗ έπαιζε τερματοφύλακας ο Βούκμαν. Ήταν εύσωμος και αρκετά ψηλός και θέλοντας κι αυτός να πειράξει τον Αλάτσα, όταν κατέβαινε στην αγορά του έβαζε ένα δεκάρικο, συνήθως, σ’ ένα ψηλό σημείο. Ο Αλάτσας δεν μπορούσε να το φτάσει και παρακαλούσε τους περαστικούς να τον βοηθήσουν για να το πάρει.
Στην περιοχή του Πόρου έκαναν στάση τα λεωφορεία που προερχόταν από Πεδιάδα, Αγιο Νικόλαο, Ιεράπετρα, Σητεία, τα οποία τερμάτιζαν στην πλατεία Δασκαλογιάννη. Εκεί λοιπόν ήταν το στέκι δυο χαμάληδων, του Διομήδη και του Μιχάλη που ήταν αδέλφια. Ο Μιχάλης ήταν γνωστός σαν Μπιζόλιος και μ’ αυτό το όνομα τον έβρισκε κανείς. Θα κλείσω όμως αυτή την αναφορά μου με μια πραγματική μορφή της αγοράς. Με τον Μανώλα, που οι περισσότεροι τον ζήσαμε και τον γνωρίζουμε. Ένας καλοσυνάτος άνθρωπος, καλοκάγαθος και πάντα γελαστός. Είχε τεράστια δύναμη, αφού μπορούσε να σηκώσει από το φορτηγό ακόμα και ένα βαρέλι γεμάτο και να το ακουμπίσει κάτω. Η φωνή του ήταν χαρακτηριστική, βροντώδης και με πολύ μπάσο. Τον συναντούσες παντού! Στη λαχαναγορά, απέναντι από την παλιά Ηλεκτρική, στο Καμαράκι, στη Χανιώπορτα, στα κεντρικά σημεία του Ηρακλείου. Άνθρωπος με ευαισθησίες και αρκετά καλλιεργημένος. Τις Κυριακές και τις άλλες αργίες, φορούσε τα καλά του ρούχα, έκανε τη βόλτα του πηγαίνοντας στον Κινηματογράφο ή σε κάποια άλλη εκδήλωση. Κάθε χρόνο πήγαινε διακοπές, συνήθως στο εξωτερικό. Όσο πράος ήταν και όσο ήπιος, όταν τον πείραζε κάποιος και θύμωνε, γινόταν θηρίο. Ένας καλός μου φίλος μου διηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό: Ένα πρωινό στο κέντρο του Ηρακλείου ο μακαρίτης ο Κωνιός, γνωστός γιατρός, είχε αγοράσει κάποια εφημερίδα και τη διάβαζε. Προχωρούσε αμέριμνος και διαβάζοντάς την, έπεσε πάνω στο Μανώλα. Φυσικά, ο γιατρός ζήτησε συγγνώμη, αφού προηγουμένως δέχτηκε τις συστάσεις του Μανώλα με τη χαρακτηριστική φωνή του: “Μου φαίνεται, ότι χρειάζεσαι Κωνιό”! Γνώριμη εικόνα να τραβάει ο ίδιος το καρότσι του τραγουδώντας, από τη λαχαναγορά ανεβαίνοντας την οδό Χάνδακος, κατευθυνόμενος προς την κεντρική αγορά. Ακόμα και όταν έκανε κρύο, αυτός με μια λεπτή μπλούζα, αθλητική κατά προτίμηση, με το παντελόνι του γυρισμένο και με αθλητικά παπούτσια, να τραβάει …στο μεγάλο ανήφορο της ζωής! Πολλές φορές ίσως και ξυπόλητος τραβούσε το φορτίο του και κάποια παιδιά έσπρωχναν το καρότσι του. Και όταν ήθελε για λίγο να ξαποστάσει και να κοιμηθεί, μέσα σ’ αυτό ξάπλωνε. Τόσα χρόνια δίπλα του, σέρνοντάς το, το ένιωθε κομμάτι του εαυτού του.
Αυτοί ήταν οι χαμάληδες της Ηρακλειώτικης αγοράς. Άνθρωποι κουρασμένοι! Από πολύ νωρίς στο πόδι τραβούσαν για τις δουλειές τους. Πολλές φορές μοναχικοί, με τον ήλιο να τους καίει, τη βροχή να τους ξεπλένει και το το κρύο να τους διαπερνά. Πραγματικά “μνημεία” της ιστορίας της πόλης μας που μας θυμίζουν κάποια άλλη εποχή, δύσκολη, σκληρή, αλλά ήρεμη και ανθρώπινη. Με το ρόλο τους και τη δράση τους, αλλά και με την πολύτιμη προσφορά τους, σημάδεψαν αφενός το πέρασμα εκείνου του όμορφου παλιού καιρού και αφετέρου σήμερα συνεχίζουν να σημαδεύουν τις μνήμες μας!
Πηγή: patris.gr