Του Σωκράτη Αργύρη
Ο Μαξ Βέμπερ διερωτάται στο βιβλίο του «Η πολιτική ως κάλεσμα και ως επάγγελμα»:
«Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτει ένας πολιτικός»;
Η απάντηση του είναι: πάθος, αίσθημα ευθύνης και μέτρο. Δηλαδή να επιδίδεται με πάθος στην υπηρεσία ενός συγκεκριμένου σκοπού, τηρώντας συγχρόνως τη δέουσα απόσταση από πρόσωπα και πράγματα. Η πολιτική πρέπει να γίνεται όχι μόνο με την καρδιά, αλλά και με το κεφάλι.
Φυσικά, πρόκειται για αρχές αλληλοαντικρουόμενες. Πώς γίνεται να διαθέτει κανείς αρκετό πάθος ώστε να αφιερωθεί στην επίτευξη του σκοπού του και συγχρόνως να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του; Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η υποκειμενικότητα και η ανευθυνότητα αποτελούν τα συνηθέστερα «θανάσιμα αμαρτήματα» ενός πολιτικού.
Η πολιτική δεν είναι δεοντοκρατική αλλά συνεπειοκρατική: ο πολιτικός δεν είναι υπεύθυνος μονάχα για τις προθέσεις του αλλά και για τα αποτελέσματα των πράξεων ή των παραλείψεών του. Το συμπέρασμα του Βέμπερ είναι το ακόλουθο: τόσο η υποταγή της πολιτικής σε ηθικές αξιώσεις όσο και ο πολιτικός αμοραλισμός είναι εξίσου άστοχες επιλογές. Η πολιτική γίνεται από την καρδιά (φλογερή επιδίωξη σκοπών) αλλά με το κεφάλι (ψυχρός υπολογισμός των μέσων). Όπως καταλήγει ο Βέμπερ:
«Πολιτική σημαίνει να τρυπάς σκληρά σανίδια, αργά και σθεναρά, με πάθος και με μέτρο ταυτόχρονα. Ισχύει άλλωστε απόλυτα, κι όλη η ιστορική πείρα το βεβαιώνει, ότι δεν θα κατόρθωνε κανείς το εφικτό εάν δεν κυνηγούσε πάλι και πάλι μέσα σε τούτο τον κόσμο το ανέφικτο. Εκείνος όμως που το κάνει αυτό, πρέπει να είναι ηγέτης. Και όχι μόνον: πρέπει επιπλέον να είναι –με τη λιτότερη έννοια του όρου– και ήρωας».
Πώς γίνεται όμως η πολιτική επάγγελμα; Όταν μιλάμε για την πολιτική ως επάγγελμα, διευκρινίζει ο Βέμπερ, ενδέχεται να έχουμε στο μυαλό μας δύο διαφορετικά πράγματα: είτε την προσωπική αφιέρωση σε έναν σκοπό (να ζει κανείς «για την πολιτική») είτε την πηγή ενός εισοδήματος (δηλαδή το να ζει κανείς «από την πολιτική»).
Στο παρελθόν, οι ηγεμόνες προσέφεραν στους υπαλλήλους τους φέουδα ή προσόδους ως αμοιβή για το έργο τους. Με την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, δηλαδή της αύξησης των αναγκών για δημοσίους λειτουργούς, αυξήθηκε και η ζήτηση για κρατικά αξιώματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «σύστημα λαφύρων» (“spoils system”), που εδραιώθηκε από τον πρόεδρο των Η.Π.Α., Andrew Jackson και σύμφωνα με το οποίο όλα τα κρατικά αξιώματα διανέμονται στους οπαδούς του νικηφόρου υποψηφίου.
Σήμερα, οι ηγέτες προσφέρουν στους συνεργάτες τους θέσεις σε κόμματα, σε συνδικάτα, σε δήμους και κρατικές υπηρεσίες. Μέσα στο κόμμα, ο κομματάρχης έχει ως καθήκον να μην αναζητά τίποτε άλλο από την αύξηση του αριθμού των ψηφοφόρων. Με αυτόν τον τρόπο, τα κόμματα μεταβλήθηκαν από επαρχιακά καταστήματα προυχόντων σε επιχειρήσεις και όργανα εξασφαλισμένης απασχόλησης, όπου βασικό ρόλο έχει η δύναμη του δημαγωγικού λόγου προς άγραν ψήφων. Όπως γράφει ο Βέμπερ:
«Σήμερα συχνά επιστρατεύεται ένα λόγος καθαρά συναισθηματικός, σαν του Στρατού της Σωτηρίας, για να τεθούν οι μάζες σε κίνηση. Την υφιστάμενη κατάσταση δικαιούται κανείς βέβαια να την αποκαλέσει “δικτατορία ερειδόμενη στην εκμετάλλευση του συναισθηματισμού των μαζών”».
Με αυτά που διαβάζουμε και ακούμε τελευταία θα πρέπει να δούμε όμως και την άλλη διάσταση του ανθρώπου – πολιτικού.
Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι η ανάπτυξη και λειτουργία της λίμπιντο (όπως ονόμασε τη σεξουαλική ενόρμηση) έχει ιδιαίτερη σημασία για την προσωπικότητα του ατόμου. Η επιβίωση εξαρτάται από την άμεση ικανοποίηση των ενστίκτων του Εγώ. Αν ένα παιδί δε φάει και δεν πιει, δεν μπορεί να ζήσει. Οι στόχοι αυτών των ενορμήσεων, η μορφή δηλαδή της ικανοποίησης που απαιτούν, είναι συνεπώς καθορισμένοι και επιδέχονται μικρές μόνο παραλλαγές στον τρόπο έκφρασής τους. Η λίμπιντο ή σεξουαλική ενόρμηση, αντίθετα, είναι πολύ πιο εύκαμπτη. Η ατομική επιβίωση δεν κινδυνεύει από την έλλειψη ικανοποίησης. Το περιβάλλον και το γενικό κοινωνικό πλαίσιο, καθώς και η βιολογική ανάπτυξη παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της μορφής και της έκφρασής τους.
Η φροϋδική χρήση του όρου «σεξουαλικός» είναι διαφορετική από την καθημερινή του χρήση. Για τον Φρόυντ, η λίμπιντο είναι ουσιαστικά μια ενόρμηση που αντικείμενό της έχει τη διέγερση διάφορων περιοχών του σώματος ή, αλλιώς, «ερωτογενών ζωνών». Ο Φρόυντ θεωρούσε πως η ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη ακολουθεί μια βιολογικά προκαθορισμένη σειρά.
Η πρώτη φάση της ανάπτυξης τοποθετείται στα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής. Η φάση αυτή περιλαμβάνει διάφορα επιμέρους στάδια, που το καθένα τους συνδέεται με μια ορισμένη ερωτογενή ζώνη και ένα συγκεκριμένο μέσο, με το οποίο επιτυγχάνεται η ικανοποίηση. Ο βαθμός και το είδος της ικανοποίησης που δοκιμάζει το παιδί σε κάθε στάδιο εξαρτάται κατά πολύ από την αλληλεπίδρασή του με τα άτομα που το ανατρέφουν. Σύμφωνα με τη θεωρία του Φρόυντ, η υπέρμετρη ικανοποίηση, όπως και η αποστέρηση, έχουν μόνιμες συνέπειες στη διάπλαση του ατόμου. Ο χαρακτήρας αυτών των συνεπειών θα είναι συνάρτηση του σταδίου στο οποίο παρουσιάστηκε η αποστέρηση ή η ικανοποίηση και των μορφών που προσέλαβε. Οι συνέπειες θα βοηθήσουν να προσδιοριστεί όχι μόνο το είδος της σεξουαλικής ικανοποίησης που αναζητά το άτομο στην εφηβεία του, αλλά και η προσωπικότητά του και οι χαρακτηριστικές συναισθηματικές του αντιδράσεις.Για τον Φρόυντ, η διαστροφή, η νεύρωση και ο χαρακτήρας δεν είναι παρά διαφορετικές ενορχηστρώσεις του ίδιου θέματος.
Στο έργο του ο Βίλχελμ Ράιχ «Η ανάλυση του χαρακτήρα», περιγράφει τη δομή του χαρακτήρα ως έναν καθρέφτη καταπιεσμένων συγκρούσεων, από τις οποίες προκύπτουν οι νευρώσεις. Για να προστατεύσει των εαυτό του από τα καταπιεσμένα συναισθήματα, ο άνθρωπος αναπτύσσει κυριολεκτικά έναν χαρακτήρα-πανοπλία. Ξεκίνησε με τη θεωρία της θωράκισης του χαρακτήρα, η οποία ήταν περισσότερο ένας τρόπος του λέγειν και αργότερα πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή, σε μια πραγματική θωράκιση που σταματούσε τη ροή αυτής της ενέργειας. Αλλά, κατ’ ουσίαν, βασιζόταν πλήρως στη θεωρία του Φρόιντ για τη λίμπιντο εκείνη την περίοδο.
Έγραψε ο Ράιχ: Η θωράκιση του χαρακτήρα εξυπηρετεί τον άνθρωπο ως μια αναγκαία προστασία από τις απογοητεύσεις, αλλά μπορεί επίσης να του γίνει εμπόδιο. Ο νευρωτικός χαρακτήρας φορά μια πανοπλία πάρα πολύ ισχυρή, η οποία συγκρατεί τη σεξουαλική του ενέργεια και τον κάνει να ενεργεί παράλογα και να γίνεται άκαμπτος. Αυτή η θωράκιση του χαρακτήρα αποκαλύπτεται στη στάση του σώματος και στη ρηχή αναπνοή. Παραλλήλισα τα επίπεδα του χαρακτήρα με τις αποθέσεις στα γεωλογικά στρώματα, τα οποία είναι επίσης μια αποκρυσταλλωμένη κατάσταση. Μια σύγκρουση που πραγματοποιήθηκε σε κάποια συγκεκριμένη ηλικία της ζωής, αφήνει πίσω της συχνά ίχνη στον άνθρωπο. Αυτά τα ίχνη εμφανίζονται ως μια σκλήρυνση του χαρακτήρα.
Οι άνθρωποι όμως, επειδή έχουν καταστείλει τα συναισθήματά τους και έχουν αναπτύξει αυτήν τη μυική θωράκιση, όπως την ονόμαζε ο Ράιχ, φοβούνται επίσης και τη ζωτικότητα και τα συναισθήματά τους. Και είναι σχετικά χαρούμενοι, που έχουν απομακρύνει τα συναισθήματά προηγούμενων στιγμών, και αυτό είχε σημασία. Όταν είμαστε παιδιά, είναι μεγάλο επίτευγμα να ευχαριστούμε τους γονείς μας και να προσαρμοζόμαστε. Μόνο αργότερα στη ζωή δεν είναι απαραίτητο. Αλλά αν τότε θέλουμε να γίνουμε πιο ζωντανοί ξανά, μπορεί να συμβεί να ξαναεμφανιστούν στην επιφάνεια τα παλιά συναισθήματα και να απαιτούν πάλι χώρο. Για παράδειγμα, ο πόνος, ο φόβος, η οργή, συναισθήματα τα οποία φοβόμαστε. Ένας άνθρωπος «θωρακίζεται» από φόβο, επειδή χρειάζεται μια προστασία. Ο Ράιχ είπε: «Πριν ρίξεις έναν τοίχο ως θεραπευτής, σκέψου τι θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει.»
Αν κάποιος δεν ζει την σεξουαλικότητά του, δεν είναι από έλλειψη κάποιου προσωπικού γενετικού χαρίσματος, ή κάτι τέτοιο, αλλά είναι επειδή φοβάται πολύ.
Ωστόσο για τον Βέμπερ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ο πολιτικός οφείλει να δρα με βάση την ρεαλιστική «ηθική της ευθύνης», λαμβάνοντας υπ’ όψιν του την ανθρώπινη φύση και τις αδυναμίες της. Να μπλέκει με τις δαιμονικές δυνάμεις που ξεμυαλίζουν τους ανθρώπους πετώντας τους σαν δόλωμα τα ιδεώδη, για να τους ρίξουν μετά στο βάραθρο του κακού.Ο Βέμπερ επειδή είχε εξετάσει τις σχέσεις πολιτικής και ηθικής, εξέταση που κορυφώνεται στη διάκριση μεταξύ ηθικής του φρονήματος και ηθικής της ευθύνης, καταλήγει: «Μόνο όποιος είναι βέβαιος πως δεν θα συνθλιβεί όταν ο κόσμος, από τη δική του τη σκοπιά ιδωμένος, αποδειχθεί πολύ μωρός ή ποταπός για όσα αυτός θέλει να του προσφέρει, μόνο όποιος μ’ όλα αυτά αντιμέτωπος μπορεί να πει και όμως!, μόνον αυτός διαθέτει το κάλεσμα της πολιτικής».