Του Γιώργου Χουστουλάκη
Την Κυριακή του Πάσχα, η καμπάνα της εκκλησίας, δεν σταματά να χτυπά όλη μέρα, και όχι μονάχα το Πάσχα, αλλά και τη Δευτέρα του Πάσχα πάλι όλη μέρα!
Πραγματικά όλοι καταλάβαιναν πως τότε ήταν το πραγματικό Πάσχα εκείνα τα χρόνια!
Πίστευαν πως όσο πιο πολύ χτυπούσαν την καμπάνα, τόσο πιο πολύ θα μεστώσουν τα σπαρμένα (σπαρτά) τους!
Όσοι είχαν γελάδια, τραγιά κριάρια κλπ, πάλι έπρεπε να χτυπούνε την καμπάνα για να «ξεφοινικώσουν τα κέρατα των οζώ», δηλαδή, να μεγαλώσουν τα κέρατά τους!
Οι μικροί εμποράκοι και τα κασελάκια!
Τα παιδιά, κυρίως τα πιο φτωχά, την ημέρα του Πάσχα, την έβλεπαν και σαν ιδανική μέρα εμπορίου!
Πουλούσαν λουκούμια, σε ένα αυτοσχέδιο χάρτινο κουτί, τα γνωστά σε όλους κασελάκια.!
Τα καρτελάκια, που ήταν χάρτινα κουτιά, γεμάτα με την πραμάτεια τους, τα κρεμούν στο λαιμό, και γύρναγαν τις γειτονιές, για να μπορέσουν να εξοικονομήσουν ένα δεκάρικο, για να ενισχύσουν τα οικονομικά του σπιτιού.
Τη δουλειά αυτή την έκαναν ελάχιστα παιδιά, κυρίως τρία τέσσερα, που προερχόταν από φτωχές οικογένειες.
Πουλούσαν λουκούμια, μαντολάτα τσίχλες, καραμέλες, παστέλια κλπ.
Κάποια άλλα έχουν πιο επικερδές εμπόριο, κάποια πράγματα, συνήθως μια κούτα λουκούμια, την έβγαζαν στη … λοταρία!
Πλήρωνες κάτι παραπάνω, αλλά όποιος ήταν τυχερός, θα κέρδιζε με ένα δίφραγκο ολόκληρη τη κούτα!
Κάποια επίσης πούλαγαν και τσιγάρα χύμα! Επειδή δεν υπήρχαν ακόμα οι κούτες των 20 σιγαρέτων, ο μπακάλης αγόραζε μεν κούτες, αλλά ήταν «των 100 σιγαρέττων»!. Οπότε ήταν δύσκολο να αγοράσει ο άλλος ολόκληρη τη κούτα! Όλοι αγόραζαν χύμα τσιγάρα. Εκείνοι που τα αγόραζαν από δύο έως πέντε, τα έβαζαν μέσα σε μεταλλικές ταμπακιέρες, και τα έσπαγαν συνήθως στη μέση, και τα κάπνιζαν από μισό τσιγάρο κάθε φορά!
Το μεσημεριανό πασχαλινό τραπέζι
Το κύριο μεσημεριανό φαγητό παλιά, για τους περισσοτέρους, στα φτωχά χρόνια, ήταν συνήθως μαγειρευτό αρνί ή κατσίκι, η γιαχνί με αγκινάρες, η αυγολέμονο.
Κατά άλλους ήταν το κλέφτικο, κι αργότερα το αντικριστό. Σπάνια παλιά στο τραπέζι υπήρχε ψητό σε ταψί, γιατί δεν είχαν όλοι φούρνο. Το ψητό στις κλιματόβεργες για το φούρνο, μπήκε μεταγενέστερα στο κρητικό τραπέζι, πιο συχνό ήταν το αρνί σε παϊδάκια στα κάρβουνα.
Μπορούμε να αναφέρουμε και σαν έθιμα την ώρα που το αρνί ήταν στο τραπέζι και τα εξής.
Από το αρνάκι ή κατσικάκι, σε όποιον τύχαινε το κεφαλάκι, αν έδινες στον άλλο το μάτι να το φάει, ο άλλος συνήθως απέφευγε να το φάει, διότι «αν το φάει, θα πεθάνει ο αδερφός του»! Έτσι το έδιναν σε κάποιον που να μην έχει αδερφό!
Τα παιδιά τότε, περίμεναν πώς και πώς, να πάρουν ο κοκαλάκι ο έχουν στα μπροστινά πόδια τα αρνιά, τον λεγόμενο βεζίρη! Ο βεζίρης ήταν αγαπημένο παιγνίδι των παιδιών τότε!
Ο αφέντης έπαιρνε το τριγωνικό κόκκαλο τη σπάλα, που οι «ειδικοί», θα αναλύσουν από τη διαφανή όψη του, τα μελλούμενα του νοικοκύρη, πως θα πάει η υπόλοιπη χρονιά, πως θα πάει η υγεία του, τα πρόβατά του, και χίλια άλλα διό!
Δεν ξέρουμε, αλλά για κάποιο λόγο, τις περισσότερες φορές, αυτά που έβλεπαν οι ειδικό, έβγαιναν στ αλήθεια!
Μια ακόμα συνήθεια, ήταν να κοιμούνται την ημέρα της Λαμπρής, κυρίως τα παιδιά, έτσι τους έλεγαν:
«Όποιος κοιμάται τη Λαμπρή, τον ύπνο τον αγοράζει, κι όποιος δε κοιμάται, τον ύπνο τον -ε πουλεί»!
Με δύο λόγια τους έλεγαν, πως όποιος κοιμηθεί λίγες ώρες την ημέρα του Πάσχα, θα κοιμάται εύκολα όλο τον υπόλοιπο χρόνο! Αντίθετα, όποιος δεν κοιμηθεί τότε, αλλά την επ’ αύριο, δεν θα χορταίνει ύπνο και θα δυσκολεύεται να κοιμηθεί όλο τον υπόλοιπο χρόνο!
Η Κρανάσταση
Στην εκκλησία γίνεται το μεσημέρι του Πάσχα, χτυπάει ο παπάς τη καμπάνα, και γυρίζεται η Κρανάσταση, Νεκρανάσταση, η λεγόμενη δεύτερη Ανάσταση. Βγάζουν σε περιφορά όλες τις εικόνες της εκκλησίας σε μεγάλο κύκλο, όπου στο τέλος επιστρέφουν πάλι τις εικόνες στο ναό, και τότε πλέον λύεται κανονικά και η περίοδος της νηστείας! Ο κόσμος επιστρέφει στο σπίτι, και αρχίζει το μέγα φαγοπότι!
Ολοήμερο γλέντι στην εκκλησία
Ακόμα και να είχαν φάει ο κόσμος στα σπίτια τους, δεν θα παρέλειπαν ωστόσο και να πάνε στο γλέντι στην εκκλησία!
Πολλοί τότε, κυρίως βοσκοί, έσφαζαν από ένα αρνί, και πήγαιναν στην εκκλησία πανέρια με βραστό κρέας, κόκκινα αυγά, και πολλά μπουκάλια κρασί!
Ο παπάς τα βλογά όλα, τα κόκκινα αυγά, το κρέας και το κρασί, και τα κερνούσαν τους παρευρισκόμενους.
Μπορεί να ήταν δέκα τραπέζια στο προαύλιο της εκκλησίας, με ένα μπουκάλι κρασί, το κάθε ένα, ένα πανιέρι με βραστό κρέας, και διό τρία ποτήρια.
Από ένα κρασί να πιεί κάποιος από το κάθε τραπέζι, στο τέλος γινόταν σκνίπα!
Μετά ακολουθούσε κανονικό γλέντι, όπου και καλούσαν λυράρη! Ήταν η μέρα που περίμεναν όλοι, πώς και πώς, κυρίως οι νέοι! Στο χορό αυτό, ήταν η μεγάλη τους ευκαιρία να ανταλλάξουν ματιές, και να κάνουν σινιάλο με το σφίξιμο των χεριών!
Δεν σταματούν όλη μέρα, μέχρι αργά, να χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, και να δίνουν πασχαλινό τόνο τα σκλαπατζίκια,
Το γλέντι συνεχίζεται στο ίδιο μοτίβο, και τη Δευτέρα του Πάσχα, κανονικά όλη την ημέρα!