Του Σωκράτη Αργύρη
Πρόσφατα η Ακαδημία Αθηνών απέρριψε την εκλογή ως μέλους της στον καθηγητή Κωνσταντίνο Τσουκαλά ίσως γιατί η Ακαδημία παραμένει ένα άβατο σε διανοούμενους που βρίσκονται σε πολιτικούς χώρους πέρα του κλασσικού συντηρητισμού. Βέβαια υπάρχει μία ανέκδοτη ιστορία από τον Βάρναλη όταν το 1946 τον ενημέρωσαν ότι τον Σωτήρη Σκίπη τον έκαναν ακαδημαϊκό (ανθυποψήφιοί του ήταν ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός), απάντησε με την καυστική θυμοσοφία του: «Καλά του κάνανε»!
Οπότε ίσως αποτελεί τιμή για τον καθηγητή Κωνσταντίνου Τσουκαλά η μη εκλογή του ως μέλος της. Προς τιμή του θέλουμε να παραθέσουμε ένα κείμενο του, το οποίο είναι τόσο διαφωτιστικό αν και γραμμένο πριν από μία δεκαετία.
«Κανείς δεν φαίνεται πια να ξέρει τι να κάνει ή πώς να σκεφθεί για αυτά που συμβαίνουν ή για εκείνα που πρόκειται να συμβούν.Πίσω από τις ορατές επιβιωτικές οικονομικές και δημοσιονομικές της προεκτάσεις, η κρίση αγγίζει όλες τις πτυχές της ζωής.Είναι συμβολική,ψυχολογική, ιδεολογική, πολιτική,πολιτειακή, θεσμική και πρωτίστως αξιακή και σημασιακή. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνουμε τη σχέση μας με τους άλλους, με την κοινωνία και με το κράτος ανατρέπεται.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίση της μορφής και της λειτουργίας του καπιταλιστικού κράτους,μια κρίση στη σχέση του πολιτικού και του εξωπολιτικού,του δημόσιου και του ιδιωτικού, μια κρίση στους όρους πρόσληψης των δικαιωμάτων του πολίτη,των απαιτήσεών του από την Πολιτεία και των καθηκόντων του προς την κοινωνία, μια κρίση δηλαδή της δημοκρατίας ως ιδεατής μορφής σύζευξης ανάμεσα στον χώρο του ελεύθερου ατόμου και στον χώρο του οργανωμένου συμβολαιακού Ολου.
Το δημοκρατικό γίγνεσθαι δεν φαίνεται πια να οριοθετείται από τη βούληση του αυτεξούσιου πολιτικού σώματος αλλά από τους εξωγενείς και απρόβλεπτους περιορισμούς της. Η ανάδυση του συνδρόμου ΤΙΝΑ ( there is no alternative ) σηματοδοτεί την πλήρη αδυναμία του πολιτικού να επεξεργάζεται και να επιλέγει «λύσεις». Θα ΄λεγε κανείς λοιπόν πως η δημοκρατία έχει αδιέξοδα, ή ίσως ακόμα και ότι η πολιτική είναι αδιέξοδη ή περιττή. Το «γενικό συμφέρον» εμφανίζεται είτε ως αυτονόητο είτε ως χίμαιρα.
Χαρακτηριστικά, όλες οι παραδοσιακές πολιτικές λέξεις αποφορτίζονται. Η ιδέα της «κυβέρνησης» αντικαθίσταται από τη διακυβέρνηση, τα αξιακά προτάγματα από τεχνοκρατικές αποτιμήσεις, ο δημοκρατικός προγραμματισμός από τη «διαχείριση των κρίσεων», και η κυριαρχική αυτονομία εξαφανίζεται πίσω από τη μετακυριαρχική ετερονομία. Στο εξής, η δυναμική της εξέλιξης των κοινωνικών σχέσεων οριοθετείται από το υπερεθνικό κεφάλαιο και από εκείνους που διακινούν και ελέγχουν την επιστήμη, την τεχνολογία, τη γνώση και την πληροφορία. Το μέλλον φαίνεται λοιπόν να αλλάζει ερήμην, ακόμα και εις πείσμα των συμβολαιακά νομιμοποιημένων κοινωνικών σωμάτων. Η πολιτική εξουσία δεν χαράζει «πολιτική». Διαχειρίζεται εξωγενή «προβλήματα» και προσαρμόζεται σε «περιστάσεις».
Η σχέση κράτους – κοινωνίας
Η κρίση αυτή είναι λοιπόν, ανάμεσα στα άλλα, και μια κρίση προσαρμογής στην αύξουσα δομική και σημασιολογική ετερονομία του κράτους. Οντας ακόμα επιφορτισμένο με την ύπατη συμβολική αρμοδιότητα του προγραμματισμού του μέλλοντος της κοινωνίας, το πολιτικό υποσύστημα μοιάζει ανήμπορο να ορίσει, πολλώ μάλλον να προωθήσει, το κοινό καλό που υποτίθεται πως το εμπνέει. Οντας «υπεύθυνο» για την αναπαραγωγή του συστήματος δεν είναι σε θέση να ελέγχει τις διαδικασίες της μεταλλαγής του. Και συμπυκνώνοντας τις ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις δεν μπορεί ούτε καν να «διαιτητεύσει» πειστικά.
Υπ΄ αυτούς τους όρους, η προϊούσα αναξιοπιστία και αφερεγγυότητα των κομμάτων, των πολιτικών συστημάτων και του πολιτικού προσωπικού υπερβαίνει τις επιλογές, τις ευθύνες, τις αδυναμίες και τις παλινωδίες των εκάστοτε κυβερνώντων. Ως δομικά πλέον ετερόνομο, το πολιτικό αναζητεί έναν νέο αλλά «αδύνατο» ρόλο. Και γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο τείνει να αντιδρά ανακλαστικά, σπασμωδικά ή και «νευρωτικά». Εγκλωβισμένο ανάμεσα στη σφύρα της ευθύνης του και στον άκμονα της ανημπόριας του, η δράση του κράτους είναι εμπεπλεγμένη σε ένα διαρκές double bind.
Ετσι οι σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και στην κοινωνία βρίσκονται υπό αναθεώρηση. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι μέχρι πρόσφατα οι σχέσεις αυτές ήσαν συμπληρωματικές και «συμβιωτικές».
Η λειτουργία της ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς διεξαγόταν στους κόλπους συγκεκριμένων κοινωνιών υπό την κανονιστική επιτήρηση των εθνικών κρατών που εμφανίζονταν υπεύθυνα και αρμόδια για την αναπαραγωγή της. Η «σχετική αυτονομία» του καπιταλιστικού κράτους από τις άρχουσες μερίδες, του επέτρεπε όχι μόνον να εγγυάται την τάξη και την ασφάλεια αλλά από ένα σημείο και πέρα και να εξασφαλίζει τη στοιχειώδη κοινωνική συναίνεση και τη μακρόπνοη ιδεολογική συνεκτικότητα του «κοινωνικού ιστού» «προστατεύοντας» την εθνική οικονομία, την εθνική παραγωγή και την εθνική αστική τάξη από κάθε λογής «έξωθεν κινδύνους». Ομως η παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη αγορά κατέστησε την «προστασία» αυτή αδύνατη.
Από τη στιγμή που το παιχνίδι και οι επιπτώσεις της αγοράς δεν ελέγχονται στο πλαίσιο μιας χώρας, η κλειστή «εθνική κοινωνία» και η κυρίαρχη «πολιτειακή επικράτεια» χάνουν τη λειτουργική αλλά και την κανονιστική τους αυτονομία. Η αξιακή και πολιτική αυτοτέλεια των κοινωνιών εξασθενεί ή και αποδυναμώνεται. Δεν είναι πια τα ανεξάρτητα κράτη που θεσπίζουν τους κανόνες των συναλλαγών, αλλά οι αγορές που επιβάλλουν στις κατά τόπους πολιτικές εξουσίες όχι μόνο κανόνες αλλά και στόχους, κριτήρια και μεθόδους. Ετσι, οι σχέσεις του κράτους και του κεφαλαίου αλλάζουν γοργά. Από τη μια μεριά, το κεφάλαιο, ή τουλάχιστον οι κυρίαρχες μερίδες του, αναπτύσσουν νέες στρατηγικές συσσώρευσης και πειραματίζονται με νέες μορφές κερδοσκοπίας. Δρουν έξω από κάθε κανονιστικό έλεγχο, εκτός τόπου αλλά και εκτός χρόνου. Οι ακαριαίες πρωτοβουλίες και κινήσεις του αποσκοπούν αποκλειστικά στην άμεση αποκομιδή και ρευστοποίηση κερδών.
Το «κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα» όχι μόνον επειδή δεν δρα με γνώμονα το «κοινό καλό» αλλά κυρίως λόγω της κατοχυρωμένης πλέον οργανωτικής του απεξάρτησης από οποιουσδήποτε νομικούς και κανονιστικούς περιορισμούς. Ετσι, τα ελευθέρως περιφερόμενα κεφάλαια συμπεριφέρονται ως νομάδες κατακτητές, ως σύγχρονοι Αττίλες. Δεν στοχεύουν στην απλή υποταγή των θυμάτων τους στις ακόρεστες ορέξεις τους ή στη δημιουργία παγίων μορφών οικονομικής εκμετάλλευσης. Η συσσωρευτική τους πρακτική συνοψίζεται στην άμεση συγκομιδή των προϊόντων της αρπαγής, της δήλωσης και της απαλλοτρίωσης κάθε μορφής πλούτου. Και αμέσως μετά, ακάθεκτοι, «αναχωρούν» προς νέες κατευθύνσεις.
Εφεξής, η κερδοσκοπία υλοποιείται με εφ΄ άπαξ κινήσεις της «μιας ζαριάς» ( one shot games ). Ο νέος κόσμος των κερδοσκοπικών συναλλαγών είναι απρόσωπος, ενιαίος, αδιαφοροποίητος και ομοιογενής, ένας κόσμος δίχως αξιακές προδιαγραφές ή κανονιστικές δεσμεύσεις. Κράτη και «αγορές».
Η ιστορία βέβαια δεν τελείωσε. Η σημαντικότερη, ίσως, πολιτική παρενέργεια της κρίσης είναι η διαφαινόμενη πρωτόγνωρη σύγκρουση ανάμεσα στα κράτη και στις απρόσωπες αγορές με αντικείμενο την αναθεώρηση των όρων ελεύθερης διακίνησης των ιδιωτικών κεφαλαίων. Ακόμα και αν δεν προδικάζουν την άλωση των εξωχώριων παραδείσων, οι διστακτικές (ακόμα) πρωτοβουλίες του Ομπάμα και τα άνευρα ψελλίσματα της άβουλης ΕΕ δείχνουν πως η σύγκρουση αυτή θα βρεθεί κατ΄ ανάγκην στο επίκεντρο των εξελίξεων, τόσο σε εθνική όσο και σε υπερεθνική κλίμακα.
Είναι πια σαφές ότι αν το κράτος δεν ανακτήσει τον (σχετικά) αυτόνομο ρυθμιστικό, κανονιστικό και ποιμαντικό του ρόλο χαλιναγωγώντας αποφασιστικά την χρηματοπιστωτική ασυδοσία, το χάος απειλεί να κατακλύσει τα πάντα, ανθρώπους, κοινωνίες, ίσως μάλιστα και τον ίδιο τον καπιταλισμό. Οπως προέβλεψε ο Μαρξ, το κεφάλαιο απειλείται πρωτίστως από τα ίδια τα παιδιά του.»
Πηγή: anoixtoparathyro.gr