Γράφει ο Φραγκίσκος Λαμπρινός
Ένα από τα ερωτήματα που βασανίζουν την κοινή γνώμη μετά την τραγωδία των Τεμπών, είναι και το «πώς βρέθηκε στη συγκεκριμένη θέση ο μοιραίος σταθμάρχης;». Η έρευνα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και πρέπει όλοι να μετράμε τα λόγια μας. Με όσα όμως έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητας μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι ο εν λόγω υπάλληλος ήταν ακατάλληλος για ένα τόσο κρίσιμο πόστο, αφού ήταν ελλιπώς καταρτισμένος και εκπαιδευμένος. Πώς βρέθηκε λοιπόν εκεί; Ήταν η μετάθεσή του «βυσματική»; Ένα ακόμη ρουσφέτι;
Θα έλεγε κανείς ότι δεν έχει και τόση σημασία. Αλλά έχει, και μάλιστα τεράστια, αφού μαζί με όλους τους άλλους, σοβαρότατους παράγοντες, η ακαταλληλότητά του ξεκάθαρα συντέλεσε σε μια απίστευτη τραγωδία. Και έχει εξίσου μεγάλη σημασία γιατί μας θέτει προ των δικών μας ευθυνών. Μας καλεί να συζητήσουμε επιτέλους ανοιχτά και χωρίς περιστροφές, αυτό που ξέρουμε όλοι: το μεγάλο και διαχρονικό πρόβλημα των πολιτικών παρεμβάσεων στο δημόσιο τομέα.
Γιατί είναι κοινό μυστικό, ότι παρά την ιστορική θέσπιση του ΑΣΕΠ το 1994 από τον Αναστάσιο Πεπονή και παρά τους μνημονιακούς περιορισμούς, οι πολιτικοί εξακολουθούν να παρεμβαίνουν συστηματικά στους διορισμούς, τις μεταθέσεις και τις προαγωγές των δημοσίων υπαλλήλων. Αποτέλεσμα: τόσο οι πολίτες όσο και οι δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμα κι εκείνοι που διαθέτουν όλα τα προσόντα για να προσληφθούν ή να εξελιχθούν αξιοκρατικά, να καταφεύγουν σε υπουργικά ή βουλευτικά γραφεία για να εξασφαλίσουν το δίκιο τους. Ένα πλαίσιο εξαρτήσεων στο οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο, ακόμη και για τους πραγματικά άξιους υπαλλήλους να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους. Και ακόμα πιο δύσκολο βεβαίως για τους πολίτες το να εμπιστευθούν τους θεσμούς.
Οι διαρκείς πολιτικές παρεμβάσεις και ο εγκλωβισμός στη λογική του «μέσου» οδηγεί τον τόπο σε παράλυση. Ροκανίζουμε κυριολεκτικά τις ρίζες μας. Κι’ αυτό πρέπει να σταματήσει. Με την κατάλληλη θεσμική θωράκιση και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, ο ελληνικός δημόσιος τομέας πρέπει να εκσυγχρονιστεί.
Πιστεύω ειλικρινά ότι τόσο οι δημόσιοι υπάλληλοι όσο και οι πολίτες, ιδίως μάλιστα οι νέοι, είναι έτοιμοι για αυτό. Μένει να ακολουθήσει και η πολιτική.