Τοῦ Μακαριστού Μητροπολίτου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Τίτου
Στήν καρδιά τοῦ Ρεθέμνου, πού εἶναι ἡ πλατεία του, ἀναζητοῦμε νά δοῦμε τόν πλάτανο, τή Μεγάλη Πόρτα, τούς τελάληδες, τό Μεχμέτ πασά, τό φρούριο (φυλακή), τόν τάφο καί ὅ,τι ἄλλο συνδέεται μέ τά τερατουργήματα τῆς ἀξέχαστης ἐκείνης τραγωδίας, πού σημαδεύει τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσάρων Μαρτύρων μας.
1824 τότε, 1982 σήμερα. 158 χρόνια ἀπόσταση διαχρονική ἀπό τά γεγονότα τῆς σφαγῆς τους καί τήν περιπέτεια τῆς τουρκοκρατούμενης πατρίδας μας. Καί ὅμως, μᾶς φαίνεται σάν τό γεγονός τῆς ἡμέρας. Κρυμμένη ἡ ζωή τους στή ζωή μας, ἐξυφαίνει τήν ἱστορία τοῦ τόπου μας. Στό σταυροδρόμι χρόνου, τόπου καί τρόπου στρέφεται ὁ λογισμός μας.
Ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τους (1824) συνοψίζει τήν ἑλληνική ἐπανάσταση τεσσάρων σχεδόν χρόνων στήν Κρήτη μέ τόν Α΄ κλεφτοπόλεμο (1823) καί τόν Β΄ κλεφτοπόλεμο (1825). Καί ἀνασύρει στή μνήμη μας τούς κλέφτες καί ἀρματολούς τῆς Κρήτης, τήν Ἐκκλησία μέ τούς κρυπτοχριστιανούς της, τήν Παιδεία μέ τούς καλογήρους της καί τή Δικαιοσύνη μέ τή σοφιστικότητα, ἀντινομία καί ἀντιλογία τοῦ μουφτῆ καί τοῦ καδῆ.
Ὁ Τοῦρκος διοικητής τοῦ Ρεθέμνου ἀποφασίζει νά ἐκτελέσει τούς Ἁγίους Τέσσερεις Νεομάρτυρες ἀπό τίς Μέλαμπες, ὅταν πλέον, στήν εἴσπραξη τοῦ φόρου τῆς δεκάτης καί τῶν ἄλλων φόρων, ἀνακαλύπτονται ὅτι εἶναι χριστιανοί. Γι’ αὐτό καί συλλαμβάνονται κατά πᾶσαν πιθανότητα καλοκαιρινό μήνα (ἴσως Ἰούλιο) τοῦ 1824 καί φυλακίζονται μέχρι τήν ἐκτέλεσή τους (28 Ὀκτωβρίου 1824).
Ὁ τόπος τῆς φυλακίσεώς τους ἐντοπίζεται στό σημερινό τελωνεῖο Ρεθύμνης, ἀκριβῶς πίσω ἀπό τό λιμάνι τῆς πόλεως, ἐκεῖ στό βόρειο μέρος, πού τότε ἦταν ἕνας λοφίσκος πού ἔμοιαζε μέ φρούριο. Ἐκεῖ μέσα στίς δυό ὑγρές καί σκοτεινές ὑπόγειες ἀποθῆκες, πού τίς ἔδεναν σίδερα, δεμένοι καί ἀλυσσοδαρμένοι κλείστηκαν οἱ Ἅγιοι καί πέρασαν τρεῖς καί τέσσερεις μῆνες βασανισμένη κόλαση. Καί περίμεναν τό δράμα τους μέ ἀντοχή. Ἡ πίστη ἀντέχει περισσότερο ἀπό τό σίδερο καί τήν ἀλυσίδα. Χαλυβδώνεται καί σιδερένιος ὁλοκαυτώνεται ὁ Μάρτυρας. Γρανίτης, πού ἐξουδετερώνει τήν ἀντίσταση. Βράχος πού ρουφᾶ τό κύμα.
Ὁ τόπος τῆς ἐκτελέσεώς τους εἶναι ἡ Μεγάλη Πόρτα, πού τήν ἔβαψαν μέ τό ἀθῶο καί ἁγνό αἷμα τους. Ἐκεῖ ἄφησαν τά κεφάλια τους γιά νά κερδίσουν τίς ψυχές τους. Ἐκεῖ ἔδωσαν τό κορμί τους γιά τήν πίστη τους. Ἐκεῖ ἔμεινε ἡ τελευταία ἀναπνοή τους, γιά νά εἰσπνέουν οἱ ἐπερχόμενες γενεές τήν αὔρα τῆς χριστιανικῆς χαραυγῆς. Ἐκεῖ ἔγινε ἡ ὁμολογία τους: «χρισθιανοί ἐγεννηθήκαμενε καί χρισθιανοί θά ποθάνομενε».
Καί ὁ τρόπος τῆς σφαγῆς τους μᾶς συνταράσσει. Σκέπτομαι τό βράδυ ἐκεῖνο τῆς 27ης Ὀκτωβρίου 1824. Τήν ἐκτέλεση δηλαδή τῆς διαταγῆς τοῦ Μεχμέτ πασᾶ ἀπό τούς τελάληδες (κήρυκες): «Αὔριο τό πρωΐ (ἡμέρα Τρίτη) θά σφάξουν στή Μεγάλη Πόρτα (πύλη τοῦ ἑνετικοῦ τείχους) τέσσερεις γκιαούρηδες. Θά γίνουν καί ἄλλα περίεργα καί διάφορες γελωτοποιΐες. Οἱ λαδομαγαζέδες καί τά καταστήματα θᾶναι σφαλιχτοί. Θάρθουνε οὗλοι Τοῦρκοι καί Ρωμηοί στό θέαμα». Κατά παράφραση βέβαια το κείμενο αὐτό τῆς προκηρύξεως τοῦ Μεχμέτ πασᾶ, πολλά λέγει… Ὅταν ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ ἐκλαμβάνεται ἀπό τή δικαιοσύνη ὡς «γελωτοποιΐα» καί «θέαμα» περιττεύει κάθε ἄλλη ἐπεξήγηση καί ἀνάλυση.
Ὁ λαός τῆς Κρήτης εἶναι ἀπό τή φύση του καί τή θέση του συναισθηματικός. Ἡ συναισθηματικότητά του αὐτή ἐπενεργεῖ στό φιλότιμο. Τό φιλότιμο στή φιλοξενία. Ἡ φιλοξενία στήν κοινωνικότητα. Ἡ κοινωνικότητα στή φιλία. Ἡ φιλία στήν ἑνότητα. Ἡ ἑνότητα στήν ἀποφασιστικότητα. Καί ἡ ἀποφασιστικότητά του γίνεται ἡρωϊσμός καί ἁγιότητα. Ἥρωες Ἅγιοι εἶναι οἱ Ἅγιοι Τέσσερεις. Τά ἀδέλφια Ἀγγελῆς καί Μανουήλ καί τά ἐξαδέλφια Γεώργιος καί Νικόλαος. Ἐνάρετης οἰκογένειας ἐκβλαστήματα. Ἡρωϊκῆς γενιᾶς κλάδοι. Μάχονται στόν ἀγώνα τῆς ἐλευθερίας. Καί στέφονται μέ τό στεφάνι τῆς ἁγιότητας.
Τί κι ἄν ἔμειναν ἄταφα τρεῖς ἡμέρες τά λείψανά τους; Τί κι ἄν σκόρπισαν στούς δρόμους τά κορμιά τους; Οἱ χριστιανοί τελικά τά ἀγκάλιασαν, τά ἔθαψαν, τά τίμησαν, τά ἔψαλαν. Καί ἡ μνήμη τους ἔκτοτε παραμένει πάνδημη ἑόρτια σύναξη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρεθυμνίων.
Ἀσματικές ἀκολουθίες τούς ὕμνησαν (1852, 1865, 1886, 1877, 1888). Ἑόρτιες λειτουργίες, λιτανεῖες καί ἀγρυπνίες τούς τίμησαν. Τά θαύματά τους τούς ἀνέδειξαν ἔνθερμους προστάτες τοῦ τόπου καί τῶν ἀνθρώπων μας. Ἔτσι ἡ συνείδηση τοῦ ρεθυμνιακοῦ λαοῦ μας πολύ ἐνωρίς, μέσα δηλαδή στήν πρώτη δωδεκαετία ἀπό τό μαρτυρικό θάνατό τους (28 Ὀκτωβρίου 1837), τούς ἑόρτασε Ἁγίους του. Πέρασαν ἔκτοτε 158 χρόνια γιά νά φέρουν τήν ἁγιοποίησή τους. Καί ἡ ἐπίσημη Πατριαρχική καί Συνοδική Πρᾶξις Ἁγιοποιήσεως τῶν Ἁγίων Τεσσάρων Μαρτύρων ἔγινε πρόσφατα (29 Αὐγούστου 1977).
Ἔτσι ἡ προσωπική νοσταλγία καί ὁ διακαής πόθος μας, ἀπό τότε πού ἀναλάβαμε τή διαποίμανση τῆς θεοσώστου παροικίας τῶν Ρεθυμνίων, δικαιώθηκε, καί τό αἴτημα τῶν προσευχῶν μας ἔκτοτε ὑπενθυμίζει ὅτι «ἅπας ὁ τῶν Ἁγίων ἔπαινος καί μακαρισμός διά τῶν δύο τούτων συνίσταται, διά τε τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τοῦ ἐπαινετοῦ βίου, καί διά τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν χαρισμάτων αὐτοῦ» (Ἁγ. Συμεών, 10η κατήχηση).
Από το βιβλίο «ΚΡΗΤΕΣ ΑΓΙΟΙ», Ρέθυμνο 1983, σσ. 187-192.