Καταφύγιο των κυνηγημένων και προστάτης κάθε καταφρονεμένου, ο Κουρμούλης, υπέθαλπτε τους χαΐνηδες που λίγο πολύ οι ενέργειές τους ήσαν απόλυτα σύμφωνες με το πιστεύω και την πολιτική που ακολουθούσε ο ίδιος στα κρυφά. Μια από τις περιπτώσεις εκείνες που υπέθαλπτε και συντόνιζε, που φρόντιζε την αποτελεσματικότητα και πήρε μέρος και στην εκτέλεσή της ακόμα, είναι αυτή του Λόγιου (Δημήτρη Βαρούχα) από το χωριό Αη-Θωμάς Μονοφατσίου.
Ο Λόγιος, ξεπάστρεψε πολλούς Οθωμανούς που διακρινόταν για την αιμοβορία, βαρβαρότητα και τυραννικότητά τους. Η πιο σημαντική και ριψοκίνδυνη από τις επιχειρήσεις του ήταν αυτή που επεχείρησε να σκοτώσει στο χωριό Αη-Γιάννης, μέσα στον πύργο-κονάκι του, τον ωμό, άγριο και τυραννικό αγά Ιμπραήμ Αγριολίδη, που καταδυνάστευε τη Μεσαρά.
Ο Αγριολίδης ακούγοντας την πλούσια δράση και τα κατορθώματά του, του μηνούσε, με πονηρό σκοπό βέβαια, πως πεθυμούσε να συναντηθούν. Ο Λόγιος ωστόσο που καιροφυλαχτούσε κι εκτιμούσε πως κατατρομαγμένος ο αγάς είχε λουφάξει και δεν επιχειρούσε να κινηθεί εναντίον του, του απαντούσε να μην στεναχωριέται, ούτε ν’ ανυπομονεί, γιατί θα κατέβει αυτός να τονε συναντήσει. Το θάρρος αυτό ενός ραγιά, όσο κι αν ήταν θράσος για τα προεπαναστατικά χρόνια, έκαναν τον αγά να φυλάγεται. Δεν έβγαινε απ’ τον πύργο του ενώ παράλληλα φρόντιζε να είναι ενισχυμένες οι φρουρές του.
Ο Λόγιος, ψύχραιμα, περίμενε την κατάλληλη στιγμή να τον πλησιάσει. Γι’ αυτό βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τους Κουρμούληδες.
Αρχές Μάρτη 1811, με ενθάρρυνση και προτροπή του Μιχ. Κουρμούλη, οργάνωσε επταμελή ομάδα «την πατούλια του» όπως λεγόταν. Μεταξύ τους ήταν, ο Καμπιτομαθιός απ’ την Αγία Βαρβάρα, ο Νικολουδομανόλης από το Πετροκεφάλι, ο γοργοπόδαρος Γ. Σερβιλής, ο ατρόμητος Γ. Μαυροζαχάρης απ’ τον Κουσέ κι ένα ακόμη παλικάρι από το χωριό Καμηλάρι. Κρυφά φιλοξενήθηκαν από τον Κουρμούλη στον Κουσέ όπου κατέστρωσαν το σχέδιό τους και με τη μεσολάβησή του, ήρθαν σ’ επαφή μ’ ένα μαύρο υπηρέτη του Αγριολίδη. Ντυμένοι στα τούρκικα παρουσιάστηκαν στον υπηρέτη πως ήταν αγάδες κι είχαν παλιούς λογαριασμούς, να ξεκαθαρίσουν με τον αγά του. Με πλούσιες υποσχέσεις αλλά και την απειλή θανάτου αν πρόδιδε, συνεννοήθηκαν και συμφώνησαν να τους ανοίξει νύχτα τις πόρτες του πύργου του. Από διαίσθηση ίσως, επέμενε ο Λόγιος πως δεν έπρεπε να θαρρευτούνε τον υπηρέτη «γιατ’ είχε μαύρη μούρη», όπως έλεγε. Οι αντιρρήσεις όμως ξεπεράστηκαν από τους συντρόφους του και όλοι μαζί ξεκίνησαν το επιχείρημα.
Ο αράπης όμως, Μερτζάνης στ’ όνομα, πρόδωσε την υπόθεση στ’ αφεντικό του. Ο Αγριολίδης του υπόδειξε στη συνέχεια τι να κάνει. Τη νύχτα, όταν κατά το σύνθημα, έξυσαν την πόρτα οι χαΐνηδες, άνοιξε ο υπηρέτης όπως είχαν συμφωνήσει. Ο Λόγιος προχώρησε, κι ενώ προπορευόμενος ετοίμαζε όταν ν’ ανέβει την εξωτερική σκάλα για τον οντά του αγά, αιφνιδιαστικέ. Η ομοβροντία δώδεκα οπλοφόρων ορτάκηδων του αγά, που περίμεναν κρυμμένοι στα σκοτεινά, τον τραυματίζει θανάσιμα. Το τραύμα, ψηλά στον μηρό, αρχίζει να αιμορραγεί. Δεν τα χάνει όμως. Σκοτώνει αμέσως τον προδότη υπηρέτη, σέρνεται έξω από τον πύργο-παγίδα και χάνεται στο σκοτάδι. Ξεψύχησε λίγο αργότερα, από ασταμάτητη αιμορραγία. Την επομένη βρέθηκε νεκρός, λίγο πιο πάνω, στη «φαλαντριανή κορφή» ακουμπισμένος σ’ ένα βράχο.
Για το βράδυ, της επιχείρησης αυτής – μεσάνυχτα 6 Μάρτη 1811.
Ο Ι.Δ. Μουρέλλος αναφέρει στην ιστορία του:
«Ο Λόγιος πήρε μαζί του δύο συντρόφους του και τον αδερφό του κουνιάδου του Ν. Κοσμαδάκη και τράβηξε για τον Αη Γιάννη. Μερικοί έλεγαν πως μαζί του εκείνο το βράδυ ήταν κι ο ίδιος ο Κουρμούλης κι άλλα διαλεκτά παλικάρια, μα δεν τους είχε δώσει την άδεια να τον ακλουθήξουν στον Πύργο. Μακρυά απ’ τον Πύργο αφήκε τους συντρόφους του και τους είπε να μην κινηθούνε μόνο να τον περιμένουν εκεί, κι αυτός επροχώρησε…»
Αφού η επιχείρηση απέτυχε οι σύντροφοι αποχώρησαν χωρίς ν’ αποκαλυφτεί κανείς τους.
(Από το βιβλίο του Γεωργίου Μιχ. Πατεράκη, Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ, ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΔΕΣ ΚΑΙ Ι ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ, σελ.91 -94)