Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Τι ήταν τα «μουζωτήρα»;
Τα μουζωτήρια, ήταν στάχυα σιταριού ή κριθαριού που δεν αναπτύχθηκαν φυσιολογικά, δεν πρόλαβαν να μεστώσουν, έτσι χολέριασαν, και δεν κατάφεραν ποτέ, να δώσουν καρπό.
Τα χολεριασμένα αυτά στάχυα, είχαν μέσα τους μια σταχτόμαυρη σκόνη σαν πούδρα, η οποία έβαφε σκούρο το δέρμα κάποιου, αν το τίναζε απαλά στο σημείο που ήθελε να μουζώσει (βάψει μαύρο)!
Έτσι, τα στάχυα αυτά, κοινώς «μουζωτήρια», τα παιδιά τότε, αγόρια και κορίτσια, τα έβρισκαν κάπου ανάμεσα στα άλλα πράσινα ακόμα στάχυα, και τα χρησιμοποιούσαν τις αποκριές για να βάψουν το πρόσωπό τους, και να γίνονται με αυτό τον τρόπο οι μικροί μασκαράδες!
Μόλις λοιπόν άνοιγε το τριώδιο, τα παιδιά πήγαιναν στην εξοχή, εύρισκαν κάποιο σπαρμένο (σιτοβολώνα), που τότε ήταν πολλά, με μια πρόχειρη ματιά εντόπιζαν τα μουζωτήρια, έκοβαν διό τρία, και με αυτα σχημάτιζαν «μουστάκια», «γένια», ή μουτζούρωναν και όλο το πρόσωπο!
Τα μεν κορίτσια ντυνόταν σαν αγόρια, με παντελόνια η βράκες του παππού, και τα αγόρια έβαζαν παλιά φουστάνια μπαλωμένα της γιαγιάς, ή φουτάνια της μαμάς, και βγαίνανε στις γειτονιές!
Βέβαια οι άλλες εναλλακτικές λύσεις, για να βάψουν το πρόσωπο τους, ήταν οι μουζουδιές από τη καμινάδα, ή από τον πάτο του τηγανιού ή τσικαλιού, που μαγείρευε η νοικοκυρά στη παρασθιά της(εστία)!
Ακόμα μια άλλη εναλλακτική λύση, ήταν το μαύρο βερνίκι των παπουτσιών!
Όλα όμως αυτά, είχαν ένα μειονέκτημα, λάδωναν και το πρόσωπο και τα ρούχα, και δύσκολα έβγαιναν, εν αντιθέσει με την απαλή πούδρα σαν σκόνη, που είχαν τα μουζωτήρια, η οποία έβγαινε πολύ εύκολα, με ένα απλό πλύσιμο με νερό, η ακόμα και με σκέτο ξεσκόνισμα με πανάκι, η ενα τίναγμα απλώς με το χέρι!
Δεν δίσταζαν δηλαδή καθόλου δυο παιδιά, να βάψει το ένα το άλλο, για να γελάσουν και να περπατήσουν ελεύθερα και στο χωριό, την ημέρα της Αποκριάς, να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, να χοροπηδούν, κρατώντας βέργες, και να προκαλέσουν έτσι το γέλιο, με το δικό τους τρόπο, και οι νοικοκυρές, να τους δίνουν καμιά καραμέλα η ότι άλλο γλύκισμα είχαν.
Ο «Μουζωμένος» στη Κρήτη, θεωρείται ο Σατανάς, και με το να «μουζωθούνε», ήθελαν να ξορκίσουν τον ίδιο τον Σατανά!
Ακόμα ηχεί ένας παλιός στίχος παιδικός, που έλεγαν τα παιδιά σε μικρή ηλικία:
«Πάρε ψωμί κι αγγούρι, κι αγλάκα στο παπούρι
Να βγάλωμε τσι μουζουδιές, απού ’χομε στη μούρη!»
Γιατί μασκαρευόταν οι άνθρωποι;
Τα χρόνια ήταν δύσκολα, και η ζωή δεν έβγαινε με μόνο δουλειά και φτώχεια!
Κάπου έπρεπε να το ρίξουν έξω, και ο Αποκριές κρατούσαν τότε τον κόσμο ζωντανό!
Υπήρχαν άνθρωποί ευρηματικότατοι, που είχαν μια πραγματική ικανότητα να κάμουν τον κόσμο να ξεσκάσει από τα καθημερινά του προβλήματα. Για μια μέρα λοιπόν, έπρεπε ο κόσμος να φορτίσει τις μπαταρίες του, μια και δεν είχαν πολλούς τρόπους διασκέδασης.
Ήθελαν να βρουν τρόπους ψυχαγωγίας, έτσι μεταμορφωνόταν σε ζώα ή τέρατα, και με τον τρόπο που μασκαρευόταν, εξόρκιζαν τον δαίμονα, και γενικά το κακό.
Πάντα άρεσε στο κόσμο από την αρχαιότητα να αναπαριστά τη ζωή με τον πιο σατιρικό τρόπο. Νέοι άνθρωποι κυρίως, με ταλέντο και σοβαρότητα, δεν δίσταζαν ακόμα και να τσαλακωθούν και να εκθέσουν τον ίδιο τον εαυτό τους, φτάνει να προκαλέσουν γέλιο στη παρέα, και να ξεσκάσει ο κόσμος εκείνη την ημέρα!
Όλα αυτά πηγάζουν από την αρχαιότητα και τις Διονυσιακές τελετές.
Όμως ποτέ δεν τα αποδέχτηκε χριστιανική εκκλησία, και όλες τις εποχές πολεμούσε τα έθιμα αυτά, ακόμα και μέχρι σήμερα αυτό κάνουν οι παπάδες από τον άμβωνα !
Όμως, δεν κατάφεραν ούτε τότε οι Άγιοι Πατέρες τόσα χρόνια, αλλά ούτε και σήμερα, να παραπλανήσουν τον κόσμο, και να αποσπάσουν από τους λαούς, τα έθιμα του Καρνάβαλου με τη δικαιολογία ότι είναι ειδωλολατρικά έθιμα.
Ο λαός της Ελλάδος, όπως και άλλοι λαοί, αγάπησε τα έθιμα αυτά, και έτσι, τα ενσωμάτωσε στα έθιμα του, βασικά μόνο για ένα λόγο, επειδή όλα αυτά, πάντα άρεσαν στο κόσμο!
Όλοι ήθελαν να μασκαρευτούν, και να προκαλέσουν το γέλιο με το δικό τους τρόπο, με αστειότητες, χωρίς να τους νοιάζει αν χάσουν τη σοβαρότητά τους.
Τη μέρα της Αποκριάς, επιτρέπονται και οι παρασπονδίες, οι χειρονομίες, και η ατμόσφαιρα είναι χαλαρή για όλους, τόσο στους μικρούς, όσο και τους πιο ηλικιωμένους!
Τα Μεσαρίτικα Καρναβάλια, πηγάζουν απ’ ευθείας από την αρχαιότητα!
Τα θέματα ή δρώμενα των καρναβαλιών της Μεσαράς, που ανθούσαν στα γύρω χωριά για χιλιάδες ίσως χρόνια, σταμάτησαν με τη Γερμανική κατοχή, αφού οι ίδιοι οι Γερμανοί τα είχαν απαγορεύσει!
Κάποια δρώμενα από αυτά, ίσως ελάχιστα, εμφανίστηκαν χαλαρά τη δεκαετία του 50 και 60, αλλά σιγά – σιγά εξασθένησαν και εκείνα, και εγκαταλείφθηκαν τελείως, με τη μορφή που γινόταν κάποτε.
Σήμερα άλλαξαν ριζικά οι συνήθειες των ανθρώπων, και φυσικά και ο τρόπος διασκέδασης. Υπάρχουν πλέον άλλες μορφές καρναβαλιού, που καμία σχέση δεν έχει με το παλιό καρναβάλι!
Το σημερινό θέμα μας με το πώς δρούσαν οι καρναβαλιστές στη Μεσαρά, κυρίως πριν τη Κατοχή, το ‘20 –‘30 και ’40, σίγουρα θα έχει ενδιαφέρον για τον αυριανό λαογράφο. Μας τα θύμισε ο κ. Μύρωνας Μαραγάκης ετών 93 και η κα Κατερίνα Νικολιδάκη από τη Φανερωμένη, που έχει ασχοληθεί με λαογραφικά θέματα, γιατί όσο να’ ναι, λιγοστεύουν και οι μαρτυρίες εκείνων που τα έζησαν, και ωστόσο αξίζει τον κόπο να μάθουν αυτά τα πράγματα και οι νεότερες γενιές!
Και τότε τον πρώτο λόγο για τη διασκέδαση των χωριανών, είχαν οι νέοι, ηλικίας από 18 έως 25 χρονών, το πολύ έως 30!
Δεν υπήρχε πονηράδα, δεν υπήρχα δόλος. Ο μασκαρεμένος ήθελε απλά σαν ηθοποιός που αυτοσχεδιάζει, να διασκεδάζει τη παρέα του και τους χωριανούς του, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τη φαντασία του!
Από μια βδομάδα πριν, είχαν φτιαχτεί πέντε ή έξη ομάδες στο χωριό, και διαλέγανε οι ίδιοι τα θέματα τους.
Τ θέμα συνήθως που θα σκηνοθετούσαν, ήταν από το περσινό, η προ περσινό καρναβάλι που γνώριζαν, μπορεί από άλλους καρνάβαλους, ή ρώταγαν τους παππούδες τους, να τους δώσουν ιδέες, για το πως τα έκαναν εκείνοι πιο παλιά!
Κάθε χρόνο, τη τελευταία Κυριακή, βαφότανε από το πρωί, με μουζουδιές από το τηγάνι η από το τσικάλι, ή φούμο από το τζάκι!
Όλο το πρόσωπο μαύρο! Μόνο τα δόντια ήταν άσπρα!
Τις περισσότερες φορές, δεν αναγνώριζες ποιος ήταν ο μασκαρεμένος!
Έτσι μουζωμένοι έμεναν όλη μέρα, μέχρι την επ’ αύριο, της Καθαρής Δευτέρας!
Κάθε χρόνο, τη τελευταία μέρα της Αποκριάς, μαζευόταν οι ευρύτερες οικογένειες συγγενών, αδέρφια κυρίως ή ξαδέρφια με τα παιδιά τους, στο σπίτι εκείνου που είχε το πιο μεγάλο, έφερνε ο κάθε ένας φαγητό, ή ότι είχε, και έπιναν έτρωγαν και γλεντούσαν όλη μέρα!
Τη τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, γινόταν και το καθιερωμένο Καρναβάλι στον κεντρικό δρόμο του χωριού, και κατέληγαν στο τέλος στην εκκλησία του χωριού για να φέρουν και τον λυράρη και να συνεχιστεί η διασκέδαση!
Αν κάποιος πήγαινε στη δουλειά, δεν τον άφηναν οι μασκαρεμένοι! Τον κατέβαζαν απο το γάιδαρο, τον μούζωναν καλά στο πρόσωπο, και τον ανάγκαζαν να γυρίσει πίσω, και να μην πάει στη δουλειά! Ας τολμούσε να φέρει αντίρρηση!
Πολλές φορές οι μασκαρεμένοι, πήγαιναν ακόμα και σε κοντινά χωριά, όπου είχαν φίλους ή συγγενείς!
Πάλι την επομένη της Καθαρής Δευτέρας, μαζευόταν πάλι ο κόσμος μαζευόταν γύρω από την εκκλησία, για να φάνε τα νηστίσιμα που έφερνε ο κάθε ένας.
Πολλοί, κυρίως άνδρες που κρασόπιναν, έτρωγαν καταχρηστικά, και το κρέας που τους είχε μείνει από χθες!
Η δικαιολογία τους , για να γελάσουν περισσότερο, ήταν πως, η Καθαρή Δευτέρα, ονομάστηκε έτσι, γιατί έπρεπε να «καθαρίσουν», ότι κρεατικό τους είχε μείνει από χθες!
Τα πιο συνηθισμένα δρώμενα της Αποκριάς στη Μεσαρά
Α΄) Ο Σατανάς!
Είπαμε, πως για να έχει επιτυχία το κάθε θέμα, έπρεπε να το έχουν φροντίσει εγκαίρως.
Έτσι και για να ντυθεί κάποιος «Σατανάς», έπρεπε να έχει πριν βρει προβιές ζώων με διάφορα χρώματα, να τις συρράψει, κομμάτι – κομμάτι, να φτιάξει ένα ενιαίο ρούχο, να κάνει διό τρύπες για μανίκια, και να το φορέσει.
Έτσι το ένδυμα να είναι πολύχρωμο, και εντυπωσιακό!
Στη ζώνη γύρω – γύρω, έδενε κάμποσα κουδούνια προβάτων, και στο κεφάλι στερεωμένα κέρατα τράγου, ή βοδιού!
Φυσικά το πρόσωπο κατράμι μαύρο, να μοιάζει πράγματι με Σατανά!
Ο «Σατανάς» αυτός, συνέχεια χόρευε, κουνούσε τους γομφούς του, χτύπαγαν τα κουδούνια, και γινόταν πανζουρλισμός από τον κόσμο!
Αυτός που ήταν ντυμένος Σατανάς, συνέχεια τρόμαζε τον κόσμο, κυρίως τις κοπέλες στις πλατείες. Τρόμαζε και τα παιδιά, συνέχεια έκανε πως τους ορμούσε, ενώ οι κοπέλες φυσικά έτρεμαν από το φόβο τους, και παράλληλα έσκαγαν και στα γέλια!
Όλη αυτή η εμφάνιση με τα κουδούνια κρεμασμένα, με το χορό, έχει έναν συμβολισμό, που σίγουρα πηγάζει από την αρχαιότητα.
Και σήμερα η φιγούρα αυτή υπάρχει σαν δρώμενο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, από Μακεδονία ως τη Θράκη.
Β’) Η αρκούδα και ο Αρκουδιάρης!
Εκείνα τα χρόνια, πολύ παλιά σκηνή στις Αποκριές, ήταν και να ντύσουν κάποιον σαν αρκούδα.
Πάλι με μια κατάλληλη μαλλιαρή προβιά, έντυναν κάποιον σαν αρκούδα, του κρέμαγαν και κουδούνα στο λαιμό, ενώ ο άλλος παρίστανε τον Αρκουδιάρη, κρατούσε ένα ντέφι, που το χτύπαγε και η «αρκούδα» χοροπήδαγε!
Πήγαιναν από δω κι από κει σε διάφορα μέρη, και κάνανε την αναπαράσταση του Αρκουδιάρη!
-«Χόρεψε μας αρκούδα, χαιρέτα το κόσμο αρκούδα , κάνε τούμπα αρκούδα, φίλησεεκείνη την όμορφη κοπελιά αρκούδα» !
Γενικά, ανάλογα τη φαντασία του αρκουδιάρη έλεγε διάφορα τέτοια, και προκαλούσε και το ανάλογο γέλιο!
Γ) Η μαϊμού και ο μαϊμουνιέρης!
Παρόμοιο θέμα με τον Αρκουδιάρη ήταν και η «μαιμού», μόνο που εδώ τη μαϊμού την έκανε κάποιος λεπτός κοντός και ευλύγιστος νεαρός, γιατί έπρεπε να πηδάει συνέχεια και να κάνει τούμπες!
Με τη «μαιμού» ή μαϊμούνι κατα τη Μεσαρίτικη ντοπιολαλιά, κάνανε πολλά αστεία, όπως και την αναπαράσταση του «γιατρικού» με τη πατανία!
Σκέπαζαν τον δήθεν «άρρωστο» με μια πατανία, πήδαγε η μαϊμού από πάνω του, και αμέσως ο άρρωστος γινόταν καλά!
Στη συνέχεια του ζητούσαν λεφτά, δώσε μου αυτό, δώσε μου εκείνο που σε έκανα καλά, και διάφορα τέτοια!
Πάλι και εδώ υπήρχε το ντέφι, το οποίο κρατούσε στο τέλος η μαϊμού, και γύριζε στο πλήθος και έριχναν ο κόσμος πενταροδεκάρες!
Ακόμα ηχεί στα αυτιά μας το γνωστό στιχάκι:
-«Χόρεψε μαϊμούνι, να πάρουμε σαπούνι, να βγάλουμε τσι μουζουδιές, απού ‘χωμε στη μούρη»!
Δ΄) Η καμήλα και ο Καμηλιέρης!
Συνηθισμένο δρώμενο, ήταν και ο Καμηλιέρης!
Δύο άνθρωποι σκυφτοί, σχημάτιζαν τις διό καμπούρες της καμήλας, αφού πάνω τους είχαν ρίξει μια πατανία ή κουρελού, να μην φαίνονται!
Ο πίσω ήταν πιο κοντός από τον μπροστινό, για να μοιάζει περισσότερο με καμήλα!
Στον μπροστινό είχαν δέσει ένα σχοινί ή αλυσίδα, να σέρνει ο Καμηλιέρης την «καμήλα» του!
Για κεφάλι της καμήλας, έβρισκαν ένα κεφάλι από παλιό σκελετό γαϊδάρου, και το στερέωναν σε ένα ξύλο, που το κράταγε ο μπροστινός, να φαίνεται σαν το κεφάλι της καμήλας. Μάλιστα είχαν και σύστημα με σύρμα, που το τράβαγε ο μπροστινός, και ανοιγόκλεινε η κάτω μασέλα!
Ο καμηλιέρης σταμάταγε τη « καμήλα» του πέρα πόδε, όπου έβλεπε κόσμο, έβγαζε το καπέλο του και μάζευε δεκάρες!
Ε’) Η έγκυος με το σύζυγο!
Από τα πιο αστεία ίσως δρώμενα, ήταν και ο άνδρας, που παρίστανε την έγκυο γυναίκα!
Έδενε ένα μαξιλάρι στην κοιλιά του, έβαζε και ένα μακρύ φουστάνι, και παρίστανε την έγκυο, που τη συνόδευε ο σύζυγός της, που τον παρίστανε μια γυναίκα!
Εδώ ο «σύζυγος», συνόδευε δήθεν προσεκτικά την «έγκυο σύζυγο» του, η οποία κάθε τόσο έτρωγε και καμιά κλωτσιά «κατά λάθος» στη κοιλιά, ενώ η «έγκυος» κάθε τόσο ούρλιαζε δήθεν από τον πόνο λέγοντας: «Θέλω να γεννήσω, πονάω θέλω να γεννήσω»!
Τότε η έγκυος ξάπλωνε ανάσκελα στη μέση του δρόμου, ή στη πλατεία, και κάποιος άλλος που θα παρίστανε το γιατρό, έπρεπε «να βγάλει το μωρό» κάτω από το φουστάνι!
Εδώ τώρα εμφανιζόταν και ο μαμόγιατρος πρόθυμος να την ξεγεννήσει!
Όμως ο «μαιευτήρας», χρησιμοποιούσε με ιδιαίτερη μαεστρία την όλη κατάσταση, και κάπου είχε κρυμμένο στο σακάκι του ένα μικρό κουλούκι (σκυλάκι) ή κατσούλι (γατί), και όταν έλεγε ο γιατρός, «επιτέλους τώρα βγαίνει το μωρό», τους εμφάνιζε το κουλούκι σηκώνοντας το ψηλά να το δει ο κόσμος, βέβαια, προς μεγάλη βέβαια έκπληξη όλων, κυρίως των παιδιών!
Γενικά επικρατούσε γέλιο και πανζουρλισμός!
ΣΤ) Ο γάιδαρος και ο Ζευγάς!
Πολύ παλιό και αυτό το δρώμενο, το οποίο μάλιστα αυτό έφθασε και μέχρι το 1960!
Κάποιον τον έντυναν γάιδαρο, πάλι με προβιές, του είχαν περάσει κάσο στο λαιμό, και έσυρε ένα δίφτερο αλετράκι, που το κρατούσε ο Ζευγάς, ή είχαν φτιάξει ένα αλέτρι πρόχειρο ξύλινο με κορμό δένδρου, να μην είναι βαρύ.
Ο γάιδαρος βέβαια, όλο γκάριζε, πρ@δόκλ@νε, δεν ήθελε να τραβά το αλέτρι, και όλο κλωτσούσε, και φυσικά τις έτρωγε με το μακρύ βουκέντρι η χριμπάτσι!
Κάπου όμως που έβρισκαν μαλακό χώμα έκαναν μερικές αυλακιές, με τις γνωστές φράσεις του ζευγολάτη: «Έξω να, έσω, παραβολή,» κλπ φράσεις που όλοι είχαν ακούσει από τους γονείς τους εν ώρα οργώματος!
Ζ) Ο γαμπρός και η νύφη!
Παλιό μεν αλλά πολύ σύνηθες δρώμενο, να ντύνεται ο ένας νεαρός νύφη, και ο άλλος γαμπρός!
Κάποιος τρίτος θα έκανε τον παπά, που θα τους παντρέψει, και σίγουρα η νύφη θα φορούσε ένα αληθινό νυφικό, και ένα γαμπριάτικο εποχής ο γαμπρός!
Ο παπάς φορούσε αληθινό ράσο, και πάλι ανάλογα τη φαντασία, κάνανε μια αναπαράσταση γάμου, σε σημείο να προκαλούν αμέτρητα γέλια από τους παρευρισκομένους!
Η) ο Λιναράς!
Ένα από τα πολλά δρώμενα τα χρόνια εκείνα, ήταν και εκείνος που παρίστανε το επάγγελμα του λιναρά!
Επειδή εκείνα τα χρόνια, πράγματι υπήρχε το επάγγελμα αυτό, και ο Λιναράς τη κατάλληλη εποχή γύρναγε τα χωριά, φυσικά ήταν και θέμα για αναπαράσταση!
Είχε λοιπόν μαζί του ένα μάτσο λινάρι, δεμένο στη μέση του, και κρατούσε και τον κόπανο, και κάθε τόσο έδινε και μια δήθεν κοπανιά στο λινάρι, φωνάζοντας:
-«Ο λιναράς! Ο καναβάς!»
Όμως, όταν έβρισκε μπόσικο κάποιον, του έδινε μια με το κόπανο στα οπίσθια, κάνοντάς δήθεν τον άλλο, ότι είναι η … ξυλογαϊδαρα!
Θ) Η ξυλογαϊδάρα!
Παρόμοιο θέμα με τον Λιναρά, ήταν και μια ξύλινη κατασκευή η ξυλογαϊδάρα που είχε τέσσερα πόδια και την κρατούσαν δύο άνθρωποι, Στη πλάτη της ξυλογαϊδάρας υπήρχε λινάρι, και ο Λιναράς κάθε τόσο, με τον κόπανο του λιναριού έδινε καμιά κοπανιά, αλλά παράλληλα έδινε και μια στον πισινό κάποιων από το πλήθος!
Όλα αυτά βέβαια, θα ήταν ευχής έργο να υπήρχαν και σχετικές φωτογραφίες, αλλά δυστυχώς το 1920, φωτογράφοι δεν υπήρχαν, και μονάχα κάθε 6 μήνες ερχόταν κάποιος από το Ηράκλειο, και η εμφάνιση, πάλι γινόταν στο Ηράκλειο. Οπότε, η όλη διαδικασία ήταν πολυέξοδη και ασύμφορη και κυρίως τα μεταφορικά.