«Μέγα το της θαλάσσης κράτος», έγραφε ο Θουκυδίδης, τονίζοντας τη ναυτική διάσταση του πολέμου. Η ίδια η θάλασσα, εξάλλου, αντιμετωπίστηκε ως αιτία διαφορών, πολιτικών και πολιτισμικών, και από μεταγενέστερες προσεγγίσεις: ειδικά τα νησιωτικά περιβάλλοντα, μια μερίδα της αρχαιολογίας τα αντιμετώπιζε για δεκαετίες σαν εν πολλοίς απομονωμένα πολιτισμικά συστήματα.
Η έκθεση «Islanders: The Making of the Mediterranean», που παρουσιάζεται στο Μουσείο Fitzwilliam του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ από σήμερα και μέχρι τις 4 Ιουνίου, εστιάζει στην αντίθετη ανάγνωση: η θάλασσα ένωνε, παρά χώριζε τους μεσογειακούς νησιωτικούς πολιτισμούς, τροφοδοτώντας τους διαρκώς με πρώτες ύλες, νεωτερισμούς, θρύλους και βέβαια ανθρώπους, που εκτός από εισβολείς μετακινούνταν συχνότερα ως έμποροι ή έποικοι. Το εξηγεί η συνεπιμελήτρια της έκθεσης και υπεύθυνη της Ελληνικής, Ρωμαϊκής και Κυπριακής Συλλογής του μουσείου, δρ Αναστασία Χριστοφιλοπούλου: «Η επικοινωνία είναι ένα σημαντικό μέρος της ζωής των νησιών», λέει. «Η θάλασσα μπορεί να είναι ένας συνδετικός και όχι διαιρετικός φορέας, παρακινώντας και διατηρώντας άτυπες και επίσημες συνδέσεις, με άλλα νησιά και με την ηπειρωτική χώρα».
Τα σχεδόν 200 εκθέματα της έκθεσης προέρχονται από τρία μεγάλα νησιά: την Κύπρο, την Κρήτη και τη Σαρδηνία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένα σαρδηνικό χάλκινο σκάφος (navicella) του 1000-700 π.Χ. Διαθέτει κεντρικό κατάρτι και τέσσερις πλευρικές κολόνες, οι οποίες στηρίζουν ισάριθμα πτηνά και ενώνονται με δύο δικτυωτά στηθαία, που επίσης κοσμούνται με πουλιά. Το σκάφος αποτελεί μέρος μιας ειδικής κατηγορίας αναθηματικών ειδωλίων, που απεικονίζουν καθημερινές σκηνές του Νουραγικού πολιτισμού της Σαρδηνίας (18ος-3ος π.Χ. αιώνας). «Το μέταλλο της μικρής βάρκας είναι κυπριακός χαλκός», λέει η κ. Χριστοφιλοπούλου και συνεχίζει: «Ερχόταν στη Σαρδηνία σε τάλαντα –δηλαδή μονάδες βάρους– τα οποία έλιωναν και έφτιαχναν όπλα, αναθήματα κ.λπ. Σημαντική όμως είναι και η εικονογραφία της βάρκας. Το κατάρτι και οι τέσσερις κολόνες παραπέμπουν στους μεγαλιθικούς νουραγικούς πύργους της Σαρδηνίας, ενώ τα πουλιά αποτελούσαν στη ναυσιπλοΐα της αρχαιότητας μέθοδο προσανατολισμού. Θεωρούμε ότι η βάρκα απεικονίζει εμπόρους που ταξίδευαν σε άλλα νησιά, στη νότια Ιταλία και στην Αφρική, και ήθελαν να γίνονται αντιληπτοί από μακριά, απεικονίζοντας την πολιτισμική ταυτότητα της πατρίδας τους, τους πύργους τους, το πιο συμβολικό αρχιτεκτόνημά τους».
Στην έκθεση θα δει κανείς και ένα ρυτό για σπονδές, διακοσμημένο με μαύρα κοράλλια, μαλάκια και φύκια σε διχτυωτό φόντο, χαρακτηριστικά του θαλάσσιου ρυθμού της υστερομινωικής περιόδου (1500-1450 π.Χ.). Βρέθηκε στο Παλαίκαστρο της Κρήτης και όπως σημειώνει η επιμελήτρια, διηγείται την αντίθετη ιστορία από τη βάρκα της Σαρδηνίας: «Αντί για ένα αντικείμενο που φανερώνει εξωτερικές επιρροές, το μινωικό ρυτό είναι κάτι που είχε εξαχθεί σε μέρη όπως η βόρεια Αφρική, η Αίγυπτος, η Ανατολία, η νότια Πελοπόννησος. Δείχνει το εύρος των εμπορικών σχέσεων και της επικοινωνίας των Μινωιτών. Το ρυτό ήταν ένα “luxury item” που το αγόραζαν άλλοι πολιτισμοί, ακριβώς γιατί ήταν ιδιαίτερο».
Αλλα εκθέματα φανερώνουν διαφορετικές όψεις της σύνθετης νησιωτικής ταυτότητας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα μια σειρά πήλινων, αναθηματικών ειδωλίων (625-500 π.Χ.), που ανακαλύφθηκαν από τη Σουηδική Αποστολή στο ιερό της Αγίας Ειρήνης στην Κύπρο το 1929. Απεικονίζουν ανθρώπινες μορφές, σφίγγες, Μινώταυρους, άρματα κ.ά. «Φαίνεται ότι ο θεός που λατρευόταν στο ιερό συνδύαζε πολλά χαρακτηριστικά, όπως οι σύγχρονοι άγιοι των μικρών αγροτικών ιερών της σημερινής Κύπρου. Τα ευρήματα της Αγίας Ειρήνης είναι η πιο αντιπροσωπευτική μικρογραφία της κυπριακής κοινωνίας κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. Ενας ολοκληρωμένος κόσμος από ανθρώπινες και μυθικές μορφές, ήρωες, ζώα, άρματα, μυθολογικά όντα και θεούς», επισημαίνει η Αναστασία Χριστοφιλοπούλου.
Δρόμοι μετανάστευσης
«Το αφήγημα της έκθεσης», καταλήγει, «είναι κατ’ αρχήν μια ιστορία κινητικότητας και σύνδεσης των λαών της Ανατολικής Μεσογείου, χαρακτηριστικά που εμφανίζονται σε διαφορετικές εποχές. Το βλέπουμε και στην εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου και στα κλασικά, αλλά και στα ρωμαϊκά χρόνια, για τα οποία η γενική αντίληψη είναι πως υπήρχε μια ομοιογένεια, λόγω της κατάκτησης των Ρωμαίων. Ακόμη και τότε, όμως, υπήρχαν πολύ ιδιαίτερες εκφράσεις της νησιωτικής ταυτότητας. Το δεύτερο επιχείρημά μας είναι ότι η μετανάστευση αποτελεί ένα αρχαίο και πολύπλοκο φαινόμενο. Συνεργαστήκαμε με ανθρωπολόγους που μελετούν τη σύγχρονη μετανάστευση από τη Συρία, μετά το 2015. Παρά το γεγονός ότι εκείνη είναι αποτέλεσμα πολέμου, οι δρόμοι που χρησιμοποίησαν οι μετανάστες είναι πολύ παλιοί. Το αποδεικνύουμε με αντικείμενα που φαίνεται να έρχονται από την Ανατολία, την Κύπρο και το Αιγαίο. Δείχνουν πόσο συνδεδεμένη ήταν η περιοχή για περίπου 3.000 χρόνια».
Πηγή: kathimerini.gr