Γυναίκα τραπεζοϋπάλληλος εκμεταλλευόμενη τη θέση-κλειδί που είχε στην τράπεζα και σε συνεργασία με επιχειρηματία εμπορίας αυτοκινήτων και πελάτισσα της τράπεζας χορηγούσαν στο όνομα συγγενικών και φιλικών τους προσώπων εικονικά καταναλωτικά δάνεια, χωρίς ωστόσο τα πρόσωπα αυτά να το γνωρίζουν και χωρίς να έχουν οποιαδήποτε ανάμειξη, ενώ τα ποσά των δανείων τα οικειοποιήθηκαν οι δύο γυναίκες.
Τώρα η τραπεζοϋπάλληλος μέσα από τις Γυναικείες Φυλακές Ελαιώνα Θηβών ζήτησε να αναιρεθεί η καταδικαστική για εκείνην απόφαση, αλλά ο Αρειος Πάγος απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους λόγους που επικαλέστηκε, με αποτέλεσμα τη συνέχιση της διαμονής στον Ελαιώνα.
Μέσα σε 7 μήνες, η τραπεζοϋπάλληλος μαζί με την επιχειρηματία χορήγησαν 15 με 20 εικονικά δάνεια ζημιώνοντας την τράπεζα με 700.000 ευρώ. Και σταμάτησαν τη χορήγηση των δανείων, όταν ανακαλύφθηκε η κομπίνα τους από τους επιθεωρητές της τράπεζας.
Από το Πενταμελές Εφετείο καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 7 ετών, η πρώτη (τραπεζοϋπάλληλος) για απάτη κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και από κοινού και για πλαστογραφία μετά χρήσεως και η δεύτερη, η επιχειρηματίας, για συνέργεια σε απάτη κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και για πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση.
Η τραπεζοϋπάλληλος εργαζόταν στον τομέα χορήγησης καταναλωτικών δανείων και ο προϊστάμενός της είχε «επίδειξη ιδιαίτερης προς το πρόσωπό της εμπιστοσύνης»,και, όπως αναφέρει η αρεοπαγιτική απόφαση, «αφελώς συμπεριφερόμενος της εμπιστεύθηκε τον κωδικό εισαγωγής του στο πρόγραμμα πώλησης δανείων “credit scoring” και έτσι μπορούσε να εισέρχεται στο σύστημα και να ενεργεί αντ’ αυτού, όσο και του κεντρικού ταμία της τράπεζας, ο οποίος παρέδιδε στην επιχειρηματία τα εκταμιευόμενα χρηματικά ποσά, με προφορική εντολή της καταδικασθείσας υπαλλήλου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας της αυτοπρόσωπης παρουσίας και υπογραφής των δανειοληπτών επί των οικείων παραστατικών (ενταλμάτων πληρωμών, κ.λπ.)».
Η τραπεζοϋπάλληλος, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, «άδραξε την ευκαιρία και κινήθηκε δολίως προκειμένου να αποσπάσει χρήματα της τράπεζας υπό μορφή χορήγησης δανείων, δηλαδή δημιούργησε, με τη συνδρομή της επιχειρηματία, εικονικά δάνεια, με φερόμενους ως πιστούχους υπαρκτά μεν πρόσωπα αλλά μηδέποτε πραγματικά συμβαλλόμενα».
Για «την πραγμάτωση του εγκληματικού της σκοπού», ήλθε σε συνεννόηση με επιχειρηματία εμπορίας αυτοκινήτων της, η οποία ήταν γνωστή πελάτισσα της τράπεζας και «με κατανομή των εγκληματικών τους ρόλων, η επιχειρηματίας, εν γνώσει της αποφάσισε να συνδράμει την υπάλληλο, πριν και κατά τη διάρκεια τέλεσης της άδικης πράξης της απάτης, κατ’ εξακολούθηση, ήτοι της δημιουργίας των εικονικών δανείων».
Η επιχειρηματίας είχε αναλάβει το έργο «της ανεύρεσης από τον ευρύτερο κύκλο του συγγενικού επί το πλείστον περιβάλλοντός της, ονοματεπώνυμα προσώπων, εν ζωή ευρισκομένων, καθώς και άλλα προσωπικά (ΑΔΤ) και φορολογικά τους στοιχεία (ΑΦΜ) ή κάποιες φορές και ΑΦΜ τρίτων προσώπων, που μπορούσαν να πληκτρολογηθούν στον υπολογιστή για να ανοίξει το σύστημα έκδοσης καταναλωτικών δανείων».
Τα στοιχεία αυτά «που όντως η επιχειρηματίας αλίευε» τα παρέδιδε στην τραπεζοϋπάλληλο. Στη συνέχεια η τελευταία, με τη χρήση του κωδικού εισαγωγής του ηλεκτρονικού υπολογιστή του προϊσταμένου της, τα καταχωρούσε στο πρόγραμμα «credit scoring», «ώστε τα πρόσωπα αυτά να εμφαίνονται ως υποψήφιοι δανειολήπτες, ενώ στην πραγματικότητα αυτά ουδεμία είχαν γνώση ή σχέση των εις βάρος τους τεκταινομένων».
Στη συνέχεια τροφοδοτούσε το αυτοματοποιημένο-εγκριτικό σύστημα της τράπεζας με ψευδή και ανακριβή στοιχεία των υποψήφιων δανειοληπτών ως προς το ύψος του εισοδήματός τους, έτσι ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις και να καθίσταται δυνατή η έγκριση των εικονικών δανείων από το σύστημα, ενώ κάποιες φορές νόθευε και τα στοιχεία αυτά.
Ακολούθως, έθετε στο πρόγραμμα την ηλεκτρονική υπογραφή του προϊσταμένου της και για την εκταμίευση του δανείου δημιουργούσε εικονικούς χορηγητικούς λογαριασμούς, επ’ ονόματι των φερομένων ως δανειοληπτών και ταυτόχρονα δημιουργούσε λογαριασμούς εξυπηρέτησης δανείων.
Οπως είναι φυσικό, οι εικονικοί πελάτες-δανειολήπτες ουδέποτε πήγαν στην τράπεζα να εισπράξουν τα ποσά των δανείων, αφού «σε όλες τις περιπτώσεις είχε προηγηθεί εκ μέρους της τραπεζοϋπαλλήλου άνοιγμα λογαριασμών ταμιευτηρίου, στους οποίους είχε τοποθετήσει ως συνδικαιούχο την επιχειρηματία, προκειμένου αυτή να δύναται να αναλάβει το ποσό της χρηματοδότησης, που προηγουμένως είχε πιστώσει».
Ομως, μετά τη διενέργεια ελέγχου από κλιμάκιο επιθεωρητών της τράπεζας αποκαλύφθηκε η κομπίνα. Σύμφωνα με το πόρισμα της επιθεώρησης, οι δύο γυναίκες «μεθόδευσαν, οργάνωσαν και εκτέλεσαν περιστάσεις που μαρτυρούν οργανωμένη εγκληματική υποδομή, εγκληματικό σχέδιο εξαπάτησης των αρμοδίων οργάνων της τράπεζας».
Αρχικά και οι δύο παραδέχθηκαν ότι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδόθηκαν, αλλά παρ’ όλα αυτά στη συνέχεια ενώπιον των δικαστηρίων αναδιπλώθηκαν και επιχείρησαν να ανασκευάσουν όσα οι ίδιες παραδέχθηκαν. Η υπάλληλος προσπάθησε να μετακυλίσει την ευθύνη της στη γενική διευθύντρια της τράπεζας, ισχυριζόμενη ότι «γνώριζε τα πάντα, ότι όλα έγιναν υπό τις εντολές και οδηγίες της και ότι η ίδια εισέπραξε και τα χρήματα των δανείων που εκταμιεύθηκαν».
Ενώ η επιχειρηματίας αρνήθηκε τις κατηγορίες, τονίζοντας ότι «δεν πήρε χρήματα και ότι δεν γνωρίζει ούτε ποιος τα πήρε αλλά ούτε και πού πήγαν τα χρήματα».
Από το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απερρίφθησαν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι αναίρεσης της εφετειακής απόφασης και επιδικάστηκαν στην τραπεζοϋπάλληλο δικαστικά έξοδα 250 ευρώ και 500 ευρώ για δικαστική δαπάνη της τράπεζας.
Πηγή: protothema.gr