του Αντώνη Κουκλινού
Μπροσάφορμος, νευρικός, μονόχνοτος και ξεροκέφαλος ήτονε από μικιός.
Μη σε ‘κούσει να του αντιμιλήσεις, σε όσα λέει…
Με το παραμικρό είχενε όρεξη για καυγά.
Στο ντουκιάνι δε ντο νε παίζανε, μούδε κολιτσίνα, γιατί θελα γραντίσουμε με τη γκρίνια ντου, αδε ντο ν’ ήθελε το χαρτί.
Κοπελιάρης ήτονε ο μπαγάσας και καλός δουλευταράς, από τσι λίγους στα γυροχώργια μα γυναίκα δε ντου σίμωνε κιαμνιά, για δεν είχενε τη ν’ όρεξη, να βάλει ετσά τραβάγια στη (γ)κεφαλή τζη.
Η μάνα ντου δε ν’ ήκαμε άλλα κοπέλια η κακομίτσα και το ‘χενε παράπονο, οντε θε λα ν’ έρθει η κουβέντα τόλεγε.
-Ανε μού ‘πεμπε ο Θεός κ’ άλλα κοπέλια, δε θά ‘σουνε ετσά κουρκουζάνης Στρατή, για θελα σολαγάσαι μνιά ολιά μπάρε μου.
-Ο αφέντης σου δε ν’ έσερνε τα λουργιά οντε ν’ έπρεπε και σε παραίτησε να κάνεις τση κεφαλής σου και νάτα ‘δά τα καταστόλια μας.
-Εξηντάρισα μπλιό κ’ εσύ όπου γιάς, τριανταρίζεις και ‘πόμεινες ετσά.
Όσο του βαταλαλεί η μάνα ντου γυρίζει τη (γ)κεφαλή ντου τα ίσα πάνω, να μη ντη νε ξανοίγει στα μάθια.
Ανημένει να ποκάμει το τροπάρι μπας και το νε φήσει ορνικό ντου μα κιααααα….
-Ίντα κουβέντα ήπχιασες πάλι και με τρυγάς, ετόσηνά ώρα μάνα…!!!
-Στέσε το σάρακα για θα σηκωθώ να χτυπήσω όξω.
-Καλά, καλά, εγώ δε ξαναμιλώ κ’ αφρουκού τση καφκάλας σου, μα καλά θα σου ξελαμίσει τσι δουλειές απου σκέφτεσαι.
Ο κύρης του γροικά τη ν’ αλληνομαχιά, μα δε μιλεί, γιατί κατέχει πως θα το νε καταχεργιάσει η κερά του.
Όσα φέρνει η ώρα όμως, δε ντα φέρνει ο κόσμος όλος απου λένε.
Η χρονιά ήτονε λαδερή και στο χωργιό, είχανε καλή βεντέμα.
Οι φαμπρικάρηδες ετοιμάζουνε τσι μποξάδες για να λαδώσουνε τσι φάμπρικες με τα λιγατάργια, σάμε να ντακάρουνε οι ελιές να πέφτουνε.
Εργάτης πάει κ’ ο Στρατής κάθα χρόνο, απού πχιάνουνε τα χέργια ντου.
Δύσκολη δουλειά, να σακιάζεις τσ’ ελιές, από τα πατητήργια στσι κοκκινόλουρους φάρδους, να τσι σηκώνεις στη ράχη σου, να τσι ντανιάζεις στη καρότσα τση μαούνας. Θέλει γερά μπράτσα, για να σηκώνεις ετόσονά βάρος και να ανεβαίνεις με το μαδέρι, στη καρότσα του φορτηγού.
Πχιάνουνε από πόρτα τα νοικοκυργιά και φορτώνουνε τσ’ ελιές, απού ‘χουνε μαζωμένες οι μαζώχτρες.
Πολλοί αθρώποι τω σε δίδουνε τα κλειδιά του σπιθιού, ν’ αδειάσουνε αμοναχοί ντως το πατητήρι, αφου θελα λείπουνε στη ν’ εξοχή.
Ετσά λαλιέται ούλος ο Χειμώνας κάθα λαδοχρονιά.
Μνιά ταχινή εβροχολόγα και δε ν’ επόρισε κιανείς όξω, να κάμει δουλειά.
Οι φαμπρικάρηδες, μαζί και ο Στρατής, επήγανε να πάρουνε τσ’ ελιές από ένα σπίτι και σαν εφτάξανε εντάκαρε να ρίχνει νερό, με τα σταμνιά.
Εγλακούσανε και τρυπώξανε μέσα στο σπίτι.
-Ελάστε μέσα να ξεκόψει κ’ απός θ’ αδειάσετε το πατητήρι, τω σε κάνει ο νοικοκύρης.
-Λαδοχρονιά ‘ναι οφέτος και θα φτάξει Απρίλης να ‘λέθωμε ακόμη ελιές στη φάμπρικα.
Εφώνιαξε τση κεράς του να βάλει μνιά ρακή, σάμε να περάσει η μπόρα, φέρνει ένα πχιατέλο σταφιδολιές κόβγει κ’ ένα ραπάνι.
-Κάτσετε να πχιούμενε τη ρακή να ξεκουραστείτε και μνιά ολιά.
Ήναφτε το τζάκι και στο πυρόμαχο κάθουνται τρείς κοπελιές.
-Γειά σας κοπελιές….
-Ξεκουράζεστε σήμερο κάνει ένας από τσ’ εργάτες.
-Γειά σας…. κάνουνε και οι τρείς μαζί χαμογελαστές.
Είναι μαζώχτρες απου τσ’ έχει στο σπίτι ντου ούλη τη Χειμωνιά, για το λιομάζωμα.
Οι δυό κοπελιές είναι ερχομένες κ’ άλλη χρονιά, εκτός τη μελαχρινή με τα μακρά μαλλιά απου ήρθενε πρώτη βολά.
Η μελαχρινή εσηκώθηκε να φέρει δυό κουτσουράκια από τη ν’ αυλή, να τα βάλει στη φωθιά…
Στενοκοπχιά με τοσουσάς νομάτους και χρειάστηκενε να μαζώξει τα πόδια ντου ο Στρατής, να τση κάμει τόπο να περάσει.
Σα ν’ επέρασε από δίπλα ντου, τα μακρά μαλλιά τζη, εγγίξανε στο μάγουλό ντου και τού ‘ρθενε αποσκέπαση.
Μνιά μεθυστική μυρωδιά το ν’ έλουσε κι εντάκαρε να τρέμει το φυλλοκάρδι ντου.
Μνιά ζαλάδα σβουρίζει στη (γ)κεφαλή ντου, τάξε πως είχενε πχιωμένο ούλο το μπουκάλι τη ρακή, αμοναχός του.
Ξαναβάνει στα ποτήργια να κεράσει το αφεντικό και σκουτελοβαρίχνουνε.
-Εβίβα παληκάργια και καλή δύναμη.
-Εβίβα μας και καλά ξέτελα να ‘χομε…!!!
Εμπήκε μέσα η κοπελιά με τα ξύλα στη ν’ αμπασκάλη και σηκώνεται ο Στρατής να τη βοηθήσει.
-Στάσου κοπελιά, να τα πάρω εγώ γιατί ναι στενοκοπχιά και δε παντίδει να περάσεις…
-Έλα πέρασε κ εγώ θα τα φέρω.
Το νε ξανοίγει με ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης και του δίδει τα ξύλα.
Τάξε πως το ν’ εχτύπησε το ρεύμα.
Δε ν’ ήφτεγε η ρακή απου ζαλίστηκε, μονο ετούτη νέ η ομορφονιά…. Και πχιός εδά..??? ο Στρατής να πάθει ετσά στραπάτσο..?
Σα ν’ επέρασε, ήκατσε στο πεζουλάκι τση παρασιάς, η κοπελιά, εσήμωσε με τα ξύλα ο Στρατής να τα βάλει να καίγουνται.
Εξανοιξέ ντονε μέσα στα μάθια κ’ εποσβολώθηκε ο νούς του.
Εδά θα πληρώσεις Στρατή τσι μετρητοίς, ούλες τσι παραξενιές σου και τσι αγριγιάδες σου… εδά θα βρείς το μαστορά σου και θα γενείς αρνάκι του γαλάτου.
Δε ν’ επέρασε πολιώρα και ξέκοψε ο καιρός…
Επορίσανε όξω και εντακάρανε να σακιάζουνε τσι φάρδους.
Παντέρμες λαδολιές… σιρώνουνε το λάδι και κάνουνε τα σακιά ολολάδωτα.
Φωνιάζει το αφεντικό να φέρουνε δυό τρία στεγνά τσουβάλια, οι κοπελιές από τη ν’ αποθήκη, για τσ’ εργάτες, να τα κάμουνε καπότο στη ράχη ντος, οντε θα φορτώσουνε τη μαούνα να μη τρέχει το λάδι απάνω στη ράχη ντος.
Πρώτη, πρώτη εβγήκε όξω η μελαχρινή και βάνει στη ράχη του Στρατή το τσουβάλι.
Γυρίζει από μπροστά ντου, να του το στρώσει να κάτσει καλά στη (γ)κεφαλή και μόνο απου δε ντο ν’ αγκάλιασε.
Δε θέλει και πολύ να βρεθείς μνιά τζιμνιάς κουζουλαμένος του έρωντα.
Παντέρμη δύναμη μπροστά στη κοπελιά δε χαμπαργιάζει πράμα.
Εβούτηξε το φάρδο στη ράχη ο Στρατής κ’ εσάλευγε απάνω στο μαδέρι, τάξε πως ήτονε φύλλο… έπχιανε με τα μπράτσα ντου τα τσουβάλια και τά ‘βανε απάνω σ’ άλλο, λες και είχανε μέσα μαρουλόφυλλα.
Σα ν’ αδειάσανε το πατητήρι και φορτώσανε το φορτηγό, έγνεψέ τζη, πως θα ξαναγιαγύρουνε αργά, για να φέρουνε τσι κανίστρες με το λάδι.
Η παρέα το ν’ εψυλλιάστηκε πως τού ‘ρεσε το μελαχρινάκι, μα δε βγάνει σφήνα κιανείς να του πεί πράμα, γιατί μπορεί να το πάρει στραβά και πχιός το νε γροικά ύστερα.
Σα ν’ εγιαγύρανε στη φάμπρικα κ’ εβάνανε τη ζύμη στσι μποξάδες, γροικά ο Στρατής να τσουτσουρίζουνε οι γ’ αποδέλοιποι τη κουβέντα τση ομορφονιάς και δε ντου καλόρθενε.
Εστραβομουτσούνιασε μα δε ν’ είπενε πράμα κιανενούς.
Έχτιζε τσι μποξάδες στο πιεστήριο κ’ ο νούς του εταξίδευγε στο χάδι τω μαλλιώ τζη.
Ήκαμέ ντου τη καρδιά χουμά, κουτάλια ετούτη νε η ομορφογυναίκα.
Ετσά μεθιά ετσά ζαλάδα δε ντου ξανά ‘τυχε ποτές του.
Τση μάνας του τα λόγια έρχουνται ‘δα ένα, ένα, για να του ξυπνήσουνε το θυμητικό απου τού ‘λεγε κάθε φορά, να βάλει μνιά σταλιά νερό στο κρασί ντου ανε θέλει να βρεί το σειρά ντου.
Δε ν’ εθώργιε τη ν’ ώρα να βγεί το λάδι να το πάνε στο σπίτι τ’ αθρώπου, για να τη ξανα’ ιδεί.
Με το που φτάξανε, ήτονε σκοτεινιασμένα μπλιό και δε ν’ ήφεγγε.
Εφώνιαξε ο νοικοκύρης να φέρουνε το φανάρι και πορίζει πεσίχαρη όξω να φέξει.
Με το φανάρι στη χέρα, κλουθά του Στρατή σάμε τη ν’ αποθήκη με τα πιθάργια ν’ αδειάσει τη κανίστρα το λάδι.
Παρόλη τη κρυγιώτη είχενε τσι μανίκες του ανεσκουμπωμένες και εθώργιε τα μαλλιά ντου και τα μπράτσα ντου να γιαλίζουνε από τα λάδια.
Το νε παρατηρεί από τη κορφή ως τα νύχια και του κάνει.
-Δύσκολη δουλειά η φάμπρικα (χαμογελώντας)….
-Και να μαζώνεις από χάμε, κουρκουβιστή ελιές ούλη τη ν’ ημέρα χειρότερο είναι.
-Ότι μπορεί ο καθένας κ’ όπως του ταιργιάζει.
-Έτσάνε οι δουλειές στα χωργιά…από πού είσαι κοπελιά.
-Από τη Μακεδονία είμαι… οι φιλενάδες μου έχουνε ξανάρθει κ’ άλλες χρονιές, εγώ πρώτη φορά έρχομαι.
-Και πως σου φαίνουνται τα μέρη μας…..
-Πολύ ωραία είναι και μ’ αρέσει η Κρήτη γιατί έχει καλοσυνάτους ανθρώπους.
-Ανε σ’ αρέσει να σου βρούμενε γαμπρό να σε παντρέψωμε στο χωργιό μας τση κάνει το αφεντικό απου παρακολουθεί το λάδι να γεμίζει το πιθάρι.
-Λέτε να βρώ γαμπρό και να γίνω Κρητικοπούλα..? χαμογελά και ξανοίγει το Στρατή μέσα στα μάθια…!
-Στρατή εεε Στρατή….για σένα λέμενε επήρες το χαμπάρι…????
Του κάνει το αφεντικό και το νε σκουντά στη χέρα…..!
Εξάνοιγε τη κοπελιά βουβός κ’ αποσβολωμένος και με το που το νε σκούντηξε εξιπάστηκε…
-Ιντα λέτε για μένα…δε ν’ εκατάλαβα…!!!!
-Εμένα πας να ξεγελάσεις Στρατή..??? από τη ταχινή απου εκουτελώσετε και τση πήρες απ’ τα χέργια τα ξύλα, σας σε πήραμε ούλοι χαμπάρι και βάνω στοίχημα πως ούλη τη ν’ ημέρα δε ντη ν’ έβγαλες από τη σκέψη σου, μα να σου πω..? τα ίδια σου κ’ εκείνη, γιατί σήμερο κάνει τσι δουλειές με το στανιό τζη.
Ετούτηνά η κουβέντα το νε σιγούρεψε, πως κ’ εκείνη δε πάει πίσω και πως το νε σκέφτεται.
Μα δεν είναι τυχαίο πως επόρισε ντελόγω πρώτη στη ν’ αυλή με το φανάρι, να του φέξει…!
-Αφεντικό εσυ το λες, μα δε γατέχομε ίντα θα πει και η κοπελιά…?
-Γιάντα δε ντη νε ρωτάς αμοναχός σου Στρατή, να μάθεις ανε θέλει… εμένα πάντως μου φαίνεται πως τη νε σέρνει η γ’ όρεξη…!!!!
Η κοπελιά γροικά τη κουβέντα και χαμογελώντας λέει στο αφεντικό….
-Σα θέλει η νύφη κ’ ο γαμπρός, ο κουμπάρος ίντα θα πει..???
-Ωπαααα….!!! Νάτα μας γροικάς εδά Στρατή..??? και κουμπάρος λέει έγω..!!!
Να φάμενε θέλει κουφέτα..? ίντα λες..!!!
-Ακόμη δε γατέχω μήδε τ’ όνομα τση κοπελιάς και κουφέτα γυρεύγομε..???
-Ελισσάβετ με λένε Στρατή….
-Αλισαβή..!!! ωραίο όνομα έχεις..!!!
-Εδα πού ‘μαθες και τ’ όνομα, κανόνιζε τα υπόλοιπα Στρατή κ’ έπαέ με ‘γω να φέρω τα κουφέτα και τσι λαμπάδες.
Η δουλειά σοβαρεύγει ως φαίνεται και όση ώρα αδειάζουνε τσι κανίστρες στα πιθάργια, η Αλισαβή κλουθά στο μπόδα του Στρατή και του φέγγει με το φανάρι.
Ολοφάνερο πως θέλει κ’ εκείνη.
Σα ν’ εφκερέσανε ούλο το λάδι στα πιθάργια, ήπχιανε και μνιά ρακή με τη ν’ οφτή πατάτα και σα ν’ ήρθενε η γ’ ώρα να καληνυχτίσουνε ο γης το ν’ άλλο, επέταξε τη μπηχτή τ’ αφεντικό.
-Στρατή ανημένω πότες θα πχιούμενε τη ρακή, για να κόψωμε τη κλωστή….!!!!
-Να μ’ ανημένεις και θα σου πέψω ογλήγορα το σημάδι κουμπάρε….
Ροδοκοκκινισμένος με το που εμπήκενε στο σπίτι και το ν’ είδενε η μάνα ντου επαραξενεύτηκε και το νε ρωτά ίντα συμβαίνει.
-Δε ν’ έχω πράμα… κουρασμένος είμαι μάνα…
-Εμένα δε με ξεγελάς Στρατή, σε κατέχω καλά, γιός μου είσαι….
-Ένα δυό ρακές έχω πχιωμένες μόνο παρέτησέ με και βάλε πράμα να φάω να πα να θέσω να ξεκουραστώ.
Δε ντου ξαναμίλησε γιατί και να το κάμει δε θα βγάλει άκρα… εκκένωσε και του φωνιάζει να κοπχίασει στο τραπέζι να χαφτεί μνιά μπουκιά φαί.
Όση ν’ ώρα τρώει το νε ξανοίγει καλά, καλά και δε τζη το βγάνεις απ’ το μυαλό πως για να ‘χει ετσέ χρώμα η μούρη ντου, πράμα καλό του ‘τυχε κ’ άνοιξε το ζουμπούλι ντου.
-Εδά που θα ποφάς να βγάλεις τα ρούχα να στα πλύνω κ’ σού ‘χω απάνω στο κρεβάτι άλλα να βάλεις τη ταχινή που θα πας στη φάμπρικα.
-Καλά μάνα άμε να θέσεις και ξάμου.
Τη ν’ άλλη μέρα στη δουλειά, δε ν’ είχενε μνιαλό για πράμα, δε ν’ έβγαλε άχνα αθρώπου, μόνο σκέφτεται τη ν’ ομορφονιά.
Επαλάμνιαζε πυρήνα αμοναχός του και ήκαμε τίγκα τη καρότσα τση μαούνας, φορτώνει ξεφορτώνει τσουβάλια κ’ όμως δε ν’ ήφηγε λεφτό η σκέψη ντου από τη ν’ Αλισαβή.
Ο καιρός έστρωσε για τα καλά και ούλοι σολατσέρνουνε στα λιόφυτα και δε πομένει αρθούνι στο χωργιό, παρά μόνο οι καλά γερόντοι.
Εχει τα μέντες του όμως αργά, οντε θα γιαγέρνουνε στο χωργιό, να τη νε ιδεί να περνά και ν’ ανοίξει το ζουμπούλι ντου μνιά σταλιά του καψερού.
Οντε ν’ εφάνηκε ούλη η μπαργαλιά να περνά, με τα μουλάργια φορτωμένα γεμάτους τσι φάρδους ελιές, εκλούθανε και η Αλισαβή με τσι αποδέλοιπους.
Εσήμωσε να τη καλησπερίσει και η καρδιά ντου κοντεύγει να κλατάρει…
-Καλησπέρα Αλισαβή καλή ξεκούραση..!
-Να σαι καλά Στρατή μου κ’ εσύ καλή ν’ αργαδινή να ‘χεις.
Εξάνοιγέ ντηνε σάμε να ποκολώσουνε, μα δε κραθιέται μπλιό.
Ανημένει τη Κυργιακή νά ‘ρθει απου δε πάνε στη δουλειά για να πέψει το μαντάτο τση κοπελιάς με τη μάνα ντου.
Ώρα να το μάθει κ εκείνη απου να μη ντο νε ρωτά κάθε ντις και λίγο, ίντα συμβαίνει.
Σα ντό ‘κουσε η μάνα ντου, ετροζάθηκε απ’ τη χαρά τζη.
Δε ντο βάνει ο νούς τση πως, εμέρεψε ετοσές ο άθρωπος, μα τό ‘χενε καταλάβει από τη πρώτη βολά απου εγιάγυρε στο σπίτι και θωρεί ροδοκοκκινισμένα τα μάγουλά ντου.
Εγλίκανε τα χείλη ντου, ήλαξε ο ψυχικός του κόσμος και αθρώπισε ντελόγω.
Εκούστηκε όμως πως το Σαββάτο στο χωργιό να παίξει στο καφενείο σινεμά και άλλαξε τα σχέδια του Στρατή.
Θέλει να σέρνει αγκαζέ τη ν’ Αλισαβή και να κλουθούνε οι γονέοι ντου, να πάνε στο καφενείο, φανερά, για να ιδούνε και οι χωργιανοί, πως ογλήγορα θα φάνε κουφέτα.
Ο κουμπάρος έτοιμος και η δουλειά έσασε ντρέτα.
Εκατεβήκανε οι γονέοι τζη ντελόγω και εσμίξανε τα συμπεθεργιά.
Το Σαββάτο στο καφενείο εδίδανε κ’ επέρνανε οι ευκές για τα καλά στέφανα και ο Στρατής εβάστα τη χέρα τσ’ αγαπημένης του ευτυχισμένος.
Ο κουρκουζάνης, ο μπροσάφορμος, ο ξεροκέφαλος, ο νευρικός, απου δε ντου σίμωνε εύκολα κιανείς γιατί το νε φοβούντο νε, σήμερο είναι ο πχιά γλυκός άθρωπος του χωργιού.
Μα γιάιντα κοντώ…?
Γιατί τα μάθια τση μελαχρινής, είχανε το ‘’φάρμακο’’ απου θα μερέψει το ‘’θεργιό’’ απου εκουβάλιε μέσα ντου και το νε ξαγρίγευγε.
Έσμιξε το ήμερο τζη ζωής του και θα καταλαγιάσει μέσα ντου.
Έσμιξε και η Μακεδονία με τη Κρήτη, για άλλη μνιά βολά, να βλοήσει ετούτο νέ το γάμο.
Η αγάπη σμίγει και βλογά…
Υ.Γ Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο – Φώτο Καστανης Αϊ Γιάννης Σφακίων