Δημοσιεύουμε το βίντεο του Νικολάου Μαθιουδάκη με τον επικήδειος λόγος π. Αντωνίου Φραγκάκη Ι. Μ. Κουδουμά στην κοίμηση του Γέροντα Αναστασίου Κουδουμιανού στις 2 Δεκεμβρίου 2013!
Γέροντας Αναστάσιος Κουδουμιανός «Μιά ἁγιασμένη μορφή τῶν ἡμερῶν μας»
Ὁ μακαριστός Ἀρχιμανδρίτης Ἀναστάσιος κατά κόσμον Γεώργιος Λεονταρίδης, γεννήθηκε στόν Πανασό Κρήτης, στίς 20/7/1927.
Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Νικόλαος, καταγόμενος ἀπό τή Σελεύκεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μέ πολλούς συγγενεῖς στό χωριό Δαμάνια Μονοφατσίου Κρήτης, τόπο ἐγκατάστασης προσφύγων ἀπό τή Σελεύκεια, μετά τή μικρασιατική καταστροφή.
Ἡ ἀγράμματη μητέρα του Ἑλένη, καταγόταν ἀπό τό χωριό Πανασός Καινουργίου Κρήτης, ἡ ὁποία ἀγαποῦσε τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία καί ἡ ὁποία ἀργότερα ἔγινε Μοναχή μέ τό ὄνομα Εὐγενία.
Οἱ γονεῖς τοῦ Γέροντα εἶχαν τρία παιδιά, τόν Γεώργιο, τή Μαρία καί τήν Κυριακή, ἡ ὁποία κοιμήθηκε σέ ἡλικία 7 ἐτῶν. Τά τρία αὐτά παιδιά χάσανε νωρίς τόν πατέρα τους, σέ δύσκολη ἐποχή καί μεγάλωσαν μέσα σέ δυστυχίες, πεῖνες, ἀρρώστιες καί ταλαιπωρίες.
Τόν Γέροντα, ὡς μικρό Γεώργιο, τόν ὤθησε στά στοιχειώδη γράμματα τοῦ δημοτικοῦ σχολείου ἡ μητέρα του. Ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε τά πράγματα τότε ἦταν πολύ στενά, ἀγόραζαν ἀκόμα καί τά βιβλία τοῦ σχολείου.
Ὁ μαθητής Γεώργιος ὅμως εἶχε φιλομάθεια καί ἔλαβε, τότε, πέντε ἐνδεικτικά μέ βαθμό ἐννιά καί τό ἀπολυτήριο μέ ἄριστα δέκα. Ἡ δύσκολη ἐκείνη ἐποχή διέκοψε τίς ἄριστες μαθητικές ἐπιδόσεις του.
Ἡ εὐλαβέστατη μητέρα τους ἀπό νωρίς τούς μετάγγισε τή δύναμη τῆς πίστεως καί τῆς προσευχῆς. Ὁ Γέροντας ἔμαθε νά νηστεύει αὐστηρά, νά μελετᾶ καί νά προσεύχεται μέ ὅλη τή δύναμη τῆς καρδιᾶς του.
Ὡς μικρό παιδί, μελέτησε τόν βίο τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου, ἐμπνεύστηκε ἀπό τούς ἄθλους τῆς ἔνθεης βιοτῆς του καί ἄρχισε νά ἐξασκεῖ τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ καί Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διά τῆς Θεοτόκου, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».
Ὅπως ἀφηγεῖτο ὁ ἴδιος, αὐτή ἦταν ἡ μόνιμη προσευχητική του ἐνασχόληση. Δημιουργήθηκαν ἔτσι οἱ προϋποθέσεις ἀπό τά παιδικά χρόνια του ὥστε νά ἀναπτυχθεῖ ἀργότερα ἡ ἐσωκάρδια νοερά προσευχή, ὅταν ἐνεδύθη τό μοναχικό σχῆμα.
Ἡ προσευχή του ὅμως προσήλκυσε τή χάρη τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία τοῦ χορήγησε στήν πρώτη τάξη τοῦ δημοτικοῦ τό χάρισμα τῆς χωρητικότητος τοῦ νοῦ. Ἡ εὐλογία τῆς Θεοτόκου τόν συνόδευε πάντοτε.
Ἀργότερα ὁ Γέροντας μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τούς πνευματικούς του ἀγῶνες ἔγινε ὁ βιωματικός ἄνθρωπος, μέσα στό πνευματικό στερέωμα τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅταν ὡς ἔφηβος βρέθηκε στήν πόλη τοῦ Ἡρακλείου ἐργαζόμενος, παρασύρθηκε ἀπό ἕναν συγχωριανό του πού ἀνῆκε σέ κάποια εὐαγγελική αἵρεση καί παρακολούθησε μιά ὁμιλία πού ἔγινε σέ αἴθουσά τους. Εὐθύς ἀμέσως ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε ἀστραπιαία στό νεαρό Γεώργιο, δείχνοντάς του τό μεγαλεῖο τῆς Θ. Λειτουργίας ἀπό τό ὁποῖο κινδύνευσε νά ἀποκοπεῖ.
Ὑπηρέτησε στίς τάξεις τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ἐνῶ τά προηγούμενα χρόνια εἶχε ταλαιπωρηθεῖ ἀπό τή γερμανική κατοχή καί τά δεινά τοῦ γνωστοῦ ἐθνικοῦ διχασμοῦ.
Ἡ παιδιόθεν κλίση του πρός τή μοναχική πολιτεία ἄρχισε νά γίνεται πραγματικότητα μέ τήν εἴσοδό του, ὡς δοκίμου μοναχοῦ, στήν Ἱ. Μ. Βροντησίου, στίς 26/7/1957, ἡμέρα ἑορτῆς τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς, σέ ἡλικία 30 ἐτῶν. Τό γεγονός τῆς ἀναχώρησής του ἀπό τόν κόσμο τό ἀπέκρυψε ἐντελῶς ἀπό τούς συγγενεῖς του καί ἀπό κάθε ἄλλο ἄνθρωπο.
Γιά τήν προσέλευσή του στήν Ἱ. Μ. Βροντησίου συνετέλεσε καί τό γεγονός ὅτι ὁ τότε ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ του, Πανοσ. Ἀρχιμ. Θεοδόσιος, ἦταν τήν περίοδο ἐκείνη καί Ἡγούμενος τῆς ἐν λόγῳ Ἱ. Μονῆς, εὑρισκομένη σχεδόν πλησίον τῆς γενέτειράς του Πανασός. Ὁ τότε Γεώργιος Λεονταρίδης καί μετέπειτα δόκιμος μοναχός, δέν γνώριζε τίποτα περί Ἱ. Μονῶν.
Βοηθήθηκε πνευματικά ἀπό τόν Ἱερομόναχο Γελάσιο τῆς Ἱ.Μ. Βροντησίου, ἔκανε τόν κανόνα του, πού μεταξύ ἄλλων συμπεριελάμβανε ἑκατό μετάνοιες κάθε βράδυ. Στήν Ἱ. Μ. Βροντησίου χειροθετήθηκε ἀναγνώστης ἀπό τόν τότε ἀοίδιμο Μητροπολίτη Κρήτης Εὐγένιο.
Τήν περίοδο ἐκείνη στήν Ἱ. Μ. Βροντησίου ἐμόναζε ὁ π. Ἀντώνιος Γεπεσάκης, ὁ ὁποῖος ἀργότερα πῆγε στήν Ἀνώπολη. Ἀπό τήν Ἀνώπολη μετακινήθηκε στήν Ἱ. Μ. Κουδουμᾶ, ὡὡς Ἡγούμενος, ἀπό τόν ἀοίδιμο Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Τιμόθεο, σέ ἀντικατάσταση τοῦ Πανοσ. Ἡγουμένου, Ἀρχιμ. Ἰωακείμ Δρακωνάκη.
Μετά τόν διορισμό τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Γεπεσάκη, ὡς Ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Κουδουμᾶ, ὁ δόκιμος μοναχός Γεώργιος, ἔχοντας γνωριμία μαζί του ἀπό τό Βροντήσι, ἀποφάσισε νά κατευθυνθεῖ πρός τήν Ἱ. Μ. Κουδουμᾶ.
Ἀντί ὅμως νά πορευθεῖ πρός τήν Ἱ. Μ. Κουδουμᾶ, πῆγε στήν Ἱ. Μ. Ὁδηγήτριας, ἐπί ἡγουμενίας τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. Καλλινίκου, κατόπιν προτροπῆς τῶν πατέρων τῆς Ἱ. Μ. Καλυβιανῆς.
Κατά τήν διάρκεια τῆς παραμονῆς του στήν Ἱερά Μονή Ὁδηγήτριας καί συγκεκριμένα στίς 29/12/1957 δοκίμασε μιά ἀπροκάλυπτη καί ἀνελέητη κακουργία τῶν δαιμόνων.
Ἀντιμετώπισε ὁλοφάνερη καί ἀδυσώπητη πολεμική ἀπό διαβολικά τάγματα τά ὁποῖα – ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας- θέλουν νά συντρίψουν κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Ἔμεινε γιά λίγες ἡμέρες ἀκόμα στήν Ἱ. Μ. Ὁδηγήτριας καί κατόπιν προσῆλθε καί ἐνεγράφη ὡς δόκιμος στήν Ἱ. Μονή Κουδουμᾶ.
Στίς 12/8/1958, ἐπί ἡγουμενίας τοῦ Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Γεπεσάκη, ἐκπληρώθηκε ὁ θεῖος του πόθος καί ἐκάρη μοναχός, μέ τό ὄνομα Ἀναστάσιος. Τόν ἑπόμενο χρόνο, δηλαδή στίς 11/8/1959, χειροτονήθηκε διάκονος στήν Ἱ. Μονή τῆς μετανοίας του, ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Τιμόθεο καί ἀργότερα Πρεσβύτερος.
Ἐδῶ ἐμπνεύστηκε ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση τοῦ Μοναστηριοῦ τήν παραδεδομένη ἀπό τούς Ἁγίους νέους κτήτορές του, Παρθένιο καί Εὐμένιο καί ἐπιδόθηκε σέ σπουδαίους πνευματικούς ἀγῶνες.
Ἀθλήθηκε πρωτογενῶς στήν ὑπακοή, ἀγόγγυστα διακόνησε σέ ὅλα τά διακονήματα, τά ὁποῖα τόν καιρό ἐκεῖνο, ἰδιαίτερα στήν Ἱ. Μ. Κουδουμᾶ, ἦταν ἐξαιρετικά κοπιαστικά καί ἐπίπονα.
Ἐμπνεύστηκε ἀπό τή ζωή παλαιοτέρων καί ἐναρέτων Μοναχῶν, ὅπως τοῦ Παρθενίου Ψαράκη, πνευματικοῦ τέκνου τῶν Ἁγ. Πατέρων Παρθενίου καί Εὐμενίου, τοῦ Νικοδήμου Καλιγιαννάκη καί τοῦ Εὐμενίου Χαριτάκη.
Ὑπῆρξε συνασκητής καί συναγωνιστής τοῦ ὁσίου Γέροντα Εὐμενίου Σαριδάκη καί ἀρωγός του στόν μεγάλο πειρασμό πού ἀντιμετώπιζε τά χρόνια ἐκεῖνα. Πάντοτε μιλοῦσε γιά τόν π. Εὐμένιο μέ μεγάλο σεβασμό καί τόν τιμοῦσε ὡς ἕνα ὅσιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐντός τῆς χάριτος καί τῆς ὑπακοῆς τῆς ἁγιάζουσας Ἐκκλησίας, μέ ὀρθό ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου του καλλιέργησε τή σιωπή καί τήν εὐχή καί ἀθέατος ἀπό τήν ὑπόλοιπη ἀδελφότητα κατέφευγε στά σπήλαια καί τά ἁγιασμένα ἀσκητήρια, ἰδιαίτερα τίς νυχτερινές ὧρες, μέ νηστεῖες, μέ χαμαικοιτίες, μέ ἀγρυπνίες, μέ τήν ἐσωτερική νοερά ἐργασία καί ἄλλα πνευματικά γυμνάσματα καί ἀσκητικά παλαίσματα, ἀπό τά ὁποῖα ἀπόκτησε σπουδαῖες καί βαθειές πνευματικές ἐμπειρίες.
Ἔζησε, ἐπί 7 περίπου χρόνια, στό Ἱ. Μετόχιο τῆς Ἱ. Μ. Κουδουμᾶ, στόν Ἅγ. Ἰωάννη πού βρίσκεται σέ παραλιακό χῶρο. Ἐκεῖ διέμενε ἐντός σπηλαίου μέσα σέ ἀπαράκλητες γιά τά ἀνθρώπινα μέτρα συνθῆκες διαβίωσης. Τήν περίοδο αὐτή εἶχε συνασκήτρια τή μητέρα του ἡ ὁποία, ὅπως προείπαμε ἐκάρη Μοναχή μέ τό ὄνομα Εὐγενία.
Τό βαρύ ἐγκεφαλικό πού ὑπέστη ἡ μητέρα του τό 1973 τόν ἀνάγκασε νά ἐγκαταλείψει τόν ἀγαπημένο του χῶρο τῆς ἀσκήσεως καί νά ἐπανέλθει στό χωριό του Πανασός γιά νά δώσει τήν ἀναγκαία βοήθεια σ᾽ ἐκείνη, ἡ ὁποία ἐκοιμήθη τό ἴδιο ἔτος καί ἐτάφη στό ἐν λόγῳ χωριό.
Μετά τήν κοίμηση τῆς μητέρας του μετέβη στό Ἅγ. Ὄρος, ὅπου περιόδευσε σέ Ἱ. Μονές καί Σκῆτες, χάριν εὐλογίας καί ἐγκαταβίωσε στήν σκήτη τῶν Ἰβήρων, κοντά στόν Γέροντα Γρηγόριο γιά ἕνα περίπου ἔτος.
Ἡ ἐκεῖ παραμονή του ἦταν ὠφέλιμη, καθώς ἔζησε τόν ἁγιορείτικο τρόπο ζωῆς, ἀλλά καί γνώρισε σπουδαῖες προσωπικότητες, ὅπως τόν Γέροντα Ἀθανάσιο τόν Ἰβηρίτη.
Ἐπανῆλθε στήν Κρήτη γιά λόγους ὑγείας τό ἔτος 1974, καί μετά ἀπό συνάντηση μέ τό γνωστό του Μητροπολίτη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Τιμόθεο, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στίς 24/11/1974. Ὁ ἐπίσκοπος Τιμόθεος τοῦ πρότεινε νά ἐπιλέξει μεταξύ τῶν Ἐνοριῶν Ἀντισκαρίου καί Τσούτσουρου.
Ὁ Γέροντας ἐπέλεξε τήν ἐνορία Τσούτσουρου στήν ὁποία ἐφημέρευσε ἀπό τό 1974 ἕως καί τίς 30/6/2000, ὁπότε καί συνταξιοδοτήθηκε. Διετέλεσε παράλληλα καί ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Προσκυνήματος τοῦ Ἁγ. Νικήτα ἀπό τό 1992 ἕως καί τό 1995 καί ἐπίσης διετέλεσε καί Ἐφημέριος στήν Ἐνορία Μαχαιρᾶ.
Ἔλεγε γιά τίς τότε ἐμπειρίες του «ἀπό τή διακονία στόν κόσμο, εἶχα ξεκλείνει τοῦ αὐστηροῦ ἐκείνου μοναστικοῦ περιορισμοῦ, γιατί ἡ κοινωνική ζωή ἦταν διαφορετική». Τά ὀνόμαζε «παρατράγουδα» τοῦ κόσμου.
Ἐπανῆλθε στήν Ἱ. Μονή τῆς μετανοίας του μόνιμα τό ἔτος 2002, ὅπου ἔζησε τόν ὑπόλοιπο βίο του ἀσκητικά καί σιωπηλά, «πλήρης χάριτος καί Πνεύματος Ἁγίου», διδάσκων τόν ἀνεκτίμητο λόγο τῆς πατερικῆς παραδόσεως καί ἀπολαμβάνων τόν ἀπεριόριστο σεβασμό τῆς ἀδελφότητας καί τῶν προσκυνητῶν τῆς Ἱ. Μονῆς, μέχρι τῆς ὁσιακῆς τελευτῆς του, ἡ ὁποία ἐπῆλθε στίς 2/12/2013.
(ἀπό ἀνάτυπο τῆς Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Κουδουμᾶ)