Του Μανώλη Μακρυδάκη
Εκάμανε οι γερμανοί εγκλήματα μεγάλα
και το Τυμπάκι ήτανε κι αυτό μαζί με τ’ άλλα.
Φλεβάρη του σαρανταδυό ήρθενε το χαμπέρι
ν’ αφήσουνε τα σπίτια ντος να πάνε σ’ άλλα μέρη.
Μονάχα τ’ απαραίτητα εβάλανε τον ώμο
κι επήρανε με κλάματα τσι προσφυγιάς το δρόμο.
Γερόντοι και μικρά παιδιά και μισεροί αθρώποι
ήταν ένα μαρτύριο για αυτούς οι ξένοι τόποι.
Η μοίρα ντος το φύλαγε να διασκορπιστούνε
σε εικοσιοκτώ χωριά να φιλοξενηθούνε.
Εφύγανε κι εγίνηκε καταστροφή μεγάλη
στο γυρισμό δε βρήκανε μια πέτρα απάνω σ’ άλλη.
Γκρεμίσαν όλο το χωριό τσι κόπους των αθρώπω
και το Τυμπάκι θύμιζε μόνο κρανίου τόπο.
Τη δύναμη οι Τυμπακιανοί μπορέσανε να βρούνε
και μέσα από τη στάχτη ντος να ξαναγεννηθούνε.
Με πίκρες και με βάσανα με κόπο και ιδρώτα
χτίσανε το Τυμπάκι μας ξανά όπως και πρώτα.
ΥΓ Είμαι κι εγώ απόγονος εκείνων των ανθρώπω
και νιωθω υπερήφανος για τουτονέ τον τόπο!!!