Γράφει η Τζο Ραπτούδη
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με θυμάμαι κολλημένη πάνω σου. Σαν βδέλλα. Όπου εσύ και γω από πίσω. Επίσης θυμάμαι το πόσο πολύ αντιδρούσα σε ότι και αν μου έλεγες. Στα πάντα! Από το να μαζέψω το σπίτι μέχρι το να είμαι σπίτι στην ώρα μου. Κάτι που δεν έκανα ποτέ.
Το θέμα είναι ότι σου έμοιαζα πολύ κάτι που άργησα αρκετά να συνειδητοποιήσω. Και εγώ αλλά κυρίως εσύ. Όχι μόνο στα σγουρά μαλλιά και στο χαμόγελο. Αλλά σχεδόν σε όλα. Και όσο μεγαλώνω σου μοιάζω περισσότερο.
Ξέρω ότι δεν ήμουν το καλύτερο, το πιο ήρεμο και υπάκουο παιδί. Άλλωστε αυτόν τον ρόλο τον είχε αναλάβει η μεγάλη. Σαν μικρότερη είχα πάντα την ανάγκη να διαφέρω. Όχι για να σε πικάρω η να σου σπάσω τα νεύρα. Αλλά όταν μου έλεγες να κάνω κάτι, ειδικά με εκείνο το αυστηρό σου βλέμμα πολύ απλά ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω το αντίθετο! Και το έκανα και φυσικά εσύ νευρίαζες και γινόταν μακελειό στο σπίτι! Δεν ανεχόμουν από κανέναν να μου λέει τι να κάνω. Με έπνιγε.
Βασικά η σχέση μας ποτέ δεν ήταν εύκολη. Είναι που μοιάζαμε τόσο και δεν το καταλάβαινε καμιά μας. Νευρική εσύ, νευρική εγώ, αντιδραστική εσύ, αντιδραστική κι εγώ. Ακόμα και σήμερα έτσι είμαι, δεν έχω αλλάξει στο παραμικρό.
Ξέρω πως στην εφηβεία μου έγινα ακόμα πιο δύσκολη. Όλα τα παιδιά σε εκείνη την ηλικία νομίζουν πως οι γονείς τους θέλουν το κακό τους. Πως ότι και να λέτε το λέτε απλά για να μας κοντράρετε. Πόσο ανόητη ήμουν…
Άργησα πολύ να καταλάβω πως είχες δίκιο σε ό,τι κι αν μου έλεγες.
Μου έμαθες να ζω με αξιοπρέπεια και να μην αφήσω κανέναν να μου την πατάει.
Προσπαθούσες να με κάνεις λιγότερο αγαθή, να σταματήσω να δίνω σε όλους τα πάντα και κυρίως τον εαυτό μου. «Μην είσαι τόσο καλή με όλους, στο τέλος σε πατάνε.» Κι εγώ φυσικά δε σε άκουγα.
Μέχρι να φάω τα μούτρα μου και να καταλάβω πόσο δίκιο είχες. Όμως δε σου αναγνώριζα ποτέ πως ό,τι έλεγες ήταν σωστό. Δε σου μιλούσα, δε σου ανοιγόμουν κι εσύ μονίμως μου γκρίνιαζες. Είχε φυτρώσει στο επίμονο μυαλό μου πως η αγάπη σου για την αδερφή μου ήταν μεγαλύτερη. Τόσα ήξερα κι εγώ το χαϊβάνι τότε.
Πάντως η αλήθεια είναι ότι σε θαύμαζα ανέκαθεν πολύ. Και όχι μόνο εγώ. Οι πάντες. Ήσουν μια νέα, όμορφη, δυναμική γυναίκα που δούλευε όλη μέρα για να μεγαλώσει 2 παιδιά. Σε αποκαλούσαν όλοι παλικάρι. Είχες τσαμπουκά και δε φοβόσουν τίποτα. Όπου και αν πήγαινες κέρδιζες τα βλέμματα και τον σεβασμό όλων. Κυρία με τα όλα σου.
Στην οδήγηση δε σε λέγανε πιλότο! Πραγματικά η καλύτερη γυναίκα οδηγός που έχω γνωρίσει και δεν το λέω επειδή είσαι μαμά μου. Πάντως κι εγώ καλά οδηγώ το μηχανάκι που με τόσο κόπο σε έπεισα να με αφήσεις να πάρω. Ξέρω πως φοβόσουν γιατί έλεγες ότι είμαι νευρική. Τα καντήλια μου τα ρίχνω πάντως. Εδώ τα έριχνα όταν οδηγούσες εσύ! Και μου λεγες ότι βρίζω περισσότερο και από σένα.
Πάντα προσπαθούσα να σε προστατέψω, με τον τρόπο μου. Δεν ήθελα να σε πληγώσει ποτέ κανείς. Δεν άφηνες ποτέ κανένα να δει τις αδυναμίες σου. Άνθρωπος είσαι, δεν γινόταν να μην έχεις. Και αυτό από σένα το πήρα λοιπόν. Γι αυτό δε σου μιλούσα ποτέ. Τα κρατούσες όλα μέσα σου, τα κρατούσα κι εγώ…
Σε θυμάμαι πάντα με ένα τσιγάρο στο χέρι. Μόνιμα αγχωμένη προσπαθώντας να μην το καταλάβει κανείς. Στο σπίτι μας, στο σαλόνι σχεδόν κάθε βράδυ. Καθισμένη στην αριστερή γωνία του καναπέ με ένα ποτήρι ουίσκι και ένα πακέτο Καρέλια. Αχ αυτά τα Καρέλια σου… Τρία πακέτα την ήμερα έκανες. Και μετά μάλωνες εμένα που δεν άδειαζα το τασάκι μου και το δωμάτιο γινόταν τεκές.
Αχ μωρέ μαμά…
Έχουμε πολύ καιρό να μιλήσουμε. Από τότε που έφυγες από το σπίτι… Πάνε τώρα 5 χρόνια. Σε πήρα αρκετές φορές στο κινητό σου, αλλά πάντα βγαίνει ο τηλεφωνητής σου. Το ξέρω ότι δεν σε έκανα πάντα περήφανη με τις επιλογές και τις κινήσεις μου αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μην μου μιλάς.
Ξέρω ότι σε πλήγωσα αρκετά με την συμπεριφορά μου. Αλλά ήμουν μικρή και ανόητη, μεγάλωσα όμως τώρα πια. Έβαλα μυαλό. Έγινα σχεδόν όλα όσα με κυνηγούσες να γίνω. Καλά, ακόμα μια σχέση της προκοπής δεν έχω κάνει! Αλλά δε φταίω για όλα εγώ, στο ορκίζομαι.
Να σου πω κάτι; Είμαι λίγο θυμωμένη μαζί σου, μαμά. Έχεις χαθεί τόσον καιρό. Έχουν γίνει πολλά που δεν τα ξέρεις. Και στη δική μου ζωή και στης μεγάλης. Περάσαμε πολλά και ζόρικα από τότε που έφυγες κι ακόμα περνάμε.
Κάθε μέρα σε έπαιρνα να σου τα πω αλλά τηλεφωνητής συνέχεια. Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα σου τα πούμε. Θα έρθεις δε θα έρθεις; Είχες πει πως θα γυρίσεις. Πως θα είσαι πάντα δίπλα μου. Γι αυτό θυμώνω, μαμά. Λείπεις τόσο πολύ καιρό. Σε έχω ανάγκη και δεν είσαι εδώ. Τώρα που ξεκίνησα να σου λέω τα πάντα.
Θυμάμαι την ημέρα που με πήρες τηλέφωνο και ήμουν στην δουλειά. Μου είπες να μην ανησυχήσω. Ότι είσαι καλά και έπρεπε να μπεις στο νοσοκομείο για κάτι ασήμαντο. Εκείνη την ήμερα τρομοκρατήθηκα. Σε είχα πάντα στο μυαλό μου σαν άτρωτη, τίποτα δεν μπορούσε να σε ρίξει..
Εκείνη την ημέρα υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα σου λέω τα πάντα, ότι θα γίνω όπως ακριβώς ήθελες. Γιατί από εκείνη την ημέρα και για τα υπόλοιπα χρόνια κατάλαβα πόσο πολύ σε αγαπούσα και σε χρειαζόμουν. Ότι ήσουν η ζωή μου. Και φοβήθηκα. Φοβήθηκα για πρώτη φορά στην ζωή μου για σένα.
Εσύ από την άλλη δεν έδειξες ποτέ να φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά, έλεγες, να μη στεναχωριέμαι. Ακόμα κι όταν χρειάστηκε να ξυρίσεις το κεφάλι σου το διακωμωδούσες. Κι εγώ με την αδερφή μου από την μια θέλαμε να βάλουμε τα κλάματα κι από την άλλη αντί να σου δίνουμε δύναμη, την είχες εσύ και για τις τρεις μας. Πόση δύναμη μπορεί να κρύβει μέσα του ένας άνθρωπος; Άπειρη… Εσύ μου το έμαθες και αυτό.
Πάντως να ξέρεις πως σου είμαι λιγάκι θυμωμένη. Πριν φύγεις μας έβαλες να υποσχεθούμε πως θα προσέχουμε η μια την άλλη. Ορκίστηκες πως θα είσαι πάντα δίπλα μας. Θα έρχεσαι συνέχεια να μας βλέπεις.
Έχεις πολύ καιρό να έρθεις μαμά…
Έχω πολύ καιρό να σε δω στον ύπνο μου…
Έχω τόσα πολλά να σου πω…
Μα κυρίως έχω απίστευτη ανάγκη από την ζεστή αγκαλιά σου,. Εκείνη που τα έκανε όλα να μοιάζουν τόσο μικρά. Άργησα πολύ να σε κάνω περήφανη, το ξέρω. Αλλά νομίζω πως κάτι κατάφερα. Πότε θα έρθεις να μου το πεις; Γιατί δεν έρχεσαι να μου το πεις;
Μου λείπεις τόσο πολύ, μανούλα…
Συγγνώμη για όλες τις φορές που δεν σου είπα το πόσο σε αγαπάω…
Η μικρή σου..