Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Έλα δα, να σου ρμηνέψω για τη γέψη τ’ αθρώπου, και για τον άθρωπο τση γέψης.
Ο άθρωπος, καμάρι μου, δεν πρέπει να μασεί και να καταπίνει, μα πρέπει να γεύεται ό,τι βάνει στη μπούκα του.
Γιατί μοναχά οι γέψεις περνούνε από την ψυχή κι από το μυαλό του, κι ετσά μπορεί και σκαρφαλώνει ίσαμε την παράδεισο.
Αμοναχά τα ζούμπερα μασούνε και καταπίνουνε.
Είναι σα να ‘χεις στη χέρα σου ένα ανοιχτό βιβλίο κι αντί να περνάς τση λέξεις από την κνισάρα του μυαλού σου, το μόνο που κάνεις είναι να μασείς τση λέξεις και ντελόγο να τση φτεις, για να φκερέσεις τη μπούκα σου και να μασήσεις άλλες.
Αμοναχά οι γέψεις απού ‘χουνε σφηνωθεί στο νου και στην ψυχή σου, μοναχά αυτές μπορούνε να γενούνε σκαλούνια που οδηγούνε κατά τσ’ εφτά ουρανούς τον άθρωπο.
Θυμήσου, παιδί μου, τη γέψη του γαλάτου κατευτείαν από το μαστάρι τσ’ αίγας και του προβάτου.
Θυμήσου τη γέψη των τραταρισμάτων, απού ‘βγανε η μάνα σου από την τσάντα της, όπου τα ‘ βανε σαν τηνε τρατάρανε στις επισκέψεις όπου επήγαινε και δεν τα ‘τρωγε η ίδια, μα τα ‘φερνε σε σένα σαν εγιάγιερνε στο σπίτι.
Θυμήσου, και ανέβαινε τα σκαλούνια του παραδείσου.
Το σταφιδόψωμο απού έβγανε η γιαγιά σου από την τσέπη της ποδιάς της και σου το ‘βανε στη χέρα, ζεστό κι αφράτο.
Τις καραμέλες μέντας, εκείνες με την τρύπα στη μέση, που ήτανε ο μεζές για το κονιάκ του παππού σου, μα αυτός δεν τσ’ έτρωγε γιατί ‘θελε να σου τση φέρει στο σπίτι.
Το παγωτό στο χωνάκι, απού εδάγκανες την από κάτω μπάντα του χωνακιού και επιπίλιζες σιγά σιγά, για να μη τελειώσει ογλήγορα η μαγεία του παγωτού.
Τση πατάτες απού ‘τανε ψημένες στη φωθιά της παραστιάς με τα λιόκλαδα, σ’ εκείνο το τηγάνι απού ‘χε ένα δαχτύλι καρβουνιά απόξω, μα που όμοιο του στη νοστιμάδα των πατατών δεν υπήρχε.
Το αχνιστό ψωμί του ξυλόφουρνου, με τση φέτες αλειμένες με λάδι και ζάχαρη ή με λάδι και αλάτσι ή τοματοπολτό ή γλύνα από το χοίρο που ‘χε σφάξει ο κύρης σου τα Χριστούγεννα.
Τση πρώτες ρακές απού ήπιες και δεν εκάτεχες άμα σκοτώνανε τση διαόλους που ‘τανε μέσα σου γή γενοβολούσανε κι άλλους.
Το μισό μπισκότο που σου ‘δωσε η πρώτη αγάπη σου στο δημοτικό, για να σου δείξει πως κι αυτή σ’ αγάπα, μα εντρεπότανε να σου το μολοήσει.
Τα σταφύλια απού ‘τρωγες στον τρύγο, για να χορτάσεις, αφού πράμ’ άλλο δεν είχες να φας.
Τα σοκολατάκια απού τανε σαν τση μαργαρίτες και τα ‘κλεβες τση μάνας σου που εθάθιε πως εκειά απού τα ‘χε χωσμένα δεν εμπόριες να τ’ ανακαλύψεις ποτές σου.
Τα αντικρυστά, τα οφτά και τα βραστά κρέατα απού τρωγες στση χαρές των φίλων και των συγγενών σου.
Τση μαντιλήθρες και τις αγριοαγκινάρες απού έκοβες και εξεφλούδιζες στα χωράφια και που τση μασούσες με κλειστά τα μάθια σου, λες και δεν ήθελες να πορίσει από κει η νοστημιά τους και να τηνε χάσεις.
Το αντίδωρο και τον άρτο απού σου δίνανε στην εκκλησιά και τα κόλυβα που εμοιράζανε άμα ετύχαινε και είχανε κανα μνημόσυνο.
Τη γέψη του πρώτου τσιγάρου απού ‘βαλες τα χείλια σου και απού σ’ έκαμε να νοιώσεις ξετελεμένος νελικανής και άντρας δυνατός κι ανίκητος.
Το σουσάμι απού ‘χε απομείνει ομπρός σου σαν επόφαγες το κουλούρι και το ‘τρωγες θρουλί θρουλί με το σαλιωμένο δαχτύλι σου.
Τα φλοκάκια απού σου ‘δινε ο περιπτεράς αντί για ρέστα σαν αγόραζες τσιγάρα του κυρού σου και που, σαν τα ‘βαζες στη μπούκα σου και ντακέρνανε να λιώνουνε, σ’ ανεβάζανε ίσαμε τση κορφές των Αστερουσίων.
Θυμήσου, καμάρι μου, και τη γέψη του πρώτου φιλιού που επήρες από τα χείλια του πρώτου σεβντά σου και που σ’ ακλουθά σ’ όλη σου τη ζωή.
Πολλά έχεις να θυμηθείς, γιατί πολλά είναι και τα σκαλούνια που σε βγάνουνε στην παράδεισο.
Μα να θυμάσαι ετούτο το λόγο μου:
Η κάθε θύμηση και το κάθε σκαλούνι, κι ένας ξεχωριστός παράδεισος είναι.
Θυμήσου και σκαρφάλωνε.
Άμα βαρεθείς γη κιοτέψεις, παράδεισος δεν σου πρέπει.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς