Από αριστερά προς δεξιά: Φουστανάκης Στέλιος, Νταλιαδάκης Στέλιος, Σαββάκης Γιώργης και Τσακιράκης Νίκος
Του Ζαχαρία Καψαλάκη
Φωτογραφίες από τις παλιές καλές εποχές δημοσιοποίησε παλιότερα ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πόμπιας.
Φωτογραφίες με Πομπιανούς λυράρηδες και λαουτιέρηδες, να γλεντούν…
Ένας από αυτούς ο συνταξιούχος δάσκαλος και πρώην Διευθυντής Εκπαίδευσης Νομού Ηρακλείου Στέλιος Νταλιαδάκης.
Ένας άνθρωπος που τον αγαπώ και τον εκτιμώ ιδιαίτερα κυρίως για το ήθος του, που σπανίζει στις μέρες μας.
Είδα τις φωτογραφίες και σκέφτηκα ότι θα ήταν μια κλή αφορμή να μιλήσουμε…
– Τότες τα γλέντια ήταν αγνά, όπως και οι άνθρωποι, μας είπε. Γινόταν παντού. Σε σπίτια, σε αυλές, σε καφενεία. Δεν ήθελε πολλά ο άνθρωπος τότε για να βγει στο κέφι, να γλεντήσει….
Μάλιστα μας θύμισε ένα περιστατικό με τον αείμνηστο Φιλόλογο και στιχουργό Ηλία Κατσούλη, όταν υπηρετούσε στο Γυμνάσιο της Πόμπιας.
– Γλεντούσαμε και στην παρέα ήταν και ο Ηλίας, μας λέει χαριτολογώντας ο Στέλιος. Στη λύρα ήταν ο Σαββακης ο Γιώργης, ερασιτέχνης αλλά σπουδαίος λυράρης της εποχής του που έπαιζε και βιολί. Λέει λοιπόν μια μαντινάδα: «Να ζεις κανείς ή να μη ζει, αφού η ζωή ‘ναι άδεια, καλύτερα στη μαύρη γης, στου Άδη τα σκοτάδια…»! Κοντοστέκεται ο Κατσούλης και ρωτά το Σαββογιώργη: «κ. Σαββάκη, έχετε διαβάσει Σαίξπηρ;», κάνοντας συσχετισμό της μαντινάδας με τα λόγια του μεγάλου συγγραφέα: Να ζει κανείς ή να μη ζει-ιδού η απορία (To be, or not to be, — that is the question). Κόκαλο ο λυράρης… Σταματά και κοιτάζει με αγνότητα τον Κατσούλη: Δάσκαλε, ποιος είναι αυτός;
‘Όπως μας είπε ο κ. Νταλιαδάκης το λαούτο που παίζει δεν είναι δικό του αλλά του Τσακιρονικολή…
Όταν το 2004 τιμήθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο ο Ηλίας Κατσούλης σε μια πολύ όμορφη βραδιά, ο αείμνηστος στιχουργός αναφέρθηκε και στην Πόμπια της τότε εποχής (τέλος της δεκαετίας του 1960) κάνοντας μικρές νύξεις στην ομιλία του για τα καφενεία της εποχής εκείνης στην Πόμπια (Αναφέρεται για την πρώτη στιγμή που έφτασε στην Πόμπια):
«…Κατέβηκα στην πλατεία του Σταυρού. Ψιλόβρεχε. Απέναντί το καφενείο του Σαβιολή. Οι ελάχιστοι θαμώνες με κοιτούσαν περίεργα. Εξήγησα σε κάποιον ποιος ήμουν και τι γύρευα στα μέρη τους και φώναξε τον κύριο Περσινάκη που καθόταν με άλλους σ’ ένα τραπέζι. (Ήταν και ο Γιάγκος ο Φουστανάκης; Δε θυμάμαι!) Πάντως σ’ αυτόν με παρέδωσαν για τα περαιτέρω. Ο Περσινάκης αργότερα που γνωριστήκαμε καλά μου έλεγε για τις υποθέσεις που έκαναν σχετικά με το πρόσωπο του και την άφιξη μου εκεί, μόλις με είδαν να κατεβαίνω το λεωφορείο.
– Μήπως είναι κανένας απ’ αυτούς που κάνουν φακιρικά και ταχυδακτυλουργικά; Με είδαν ψηλό, αδύνατο, με δύο βαλίτσες κι ένα καρό παλτό (μια θεία της μητέρας μου, το είχε στείλει από την Αμερική) και τι να υποθέσουν οι άνθρωποι;
Με παρέλαβε λοιπόν ο Γιάγκος και πρώτα με πήγε στο Grand Hotel του Κούκουρου όπου έμενε και ο Λυκειάρχης Βουρλάκης, ενώ το βράδυ πήρα την πρώτη γεύση (τι γεύση, τσιμπούσι κανονικό) της κρητικής φιλοξενίας στο καφενείο του Μπραγουδάκη».
«Η ταβέρνα του Χουλάκη
Τα μεσημέρια και τα βράδια, οι εργένηδες τρώγαμε στην ταβέρνα του Χουλάκη. Τι ωραίος άνθρωπος με κείνες τις αμήχανες νευρικές κινήσεις αίσθηση χιούμορ μοναδική. Κάποια μέρα μου έφερε μια εφημερίδα που έγραφε «Ο βασιλεύς οικουρεί» και ζητούσε να του εξηγήσω τι σημαίνει οικουρεί του εξήγησα κι αυτός γελώντας πρόσθεσε: «Κι εγώ νόμιζα, στο σπίτι κατουρεί», αποδεικνύοντας τα αντιβασιλικά του αισθήματα. Δίπλα του η κυρία Αγγελική, προσωποποίηση της γλύκας και της καλοσύνης, μ’ εκείνη τη γεμάτη μουσική γλώσσα στα κρητικά της».
Νταλιαδακης Στέλιος – Σαββακης Γιώργης