Η είδηση για το θάνατο του Λόγιου διαδόθηκε σαν αστραπή σ’ όλη την Τουρκιά της Κρήτης. Ο Πασάς του Ηρακλείου, Σαμή Μπεκήρ, διέταξε τους χοτζάδες να αναπέμπουν ευχαριστήριες δεήσεις στον Αλλάχ. Σε λίγο φτάνει με πομπή στο Μεγάλο Κάστρο ο Αγριολίδης συνοδευμένος από διακόσιους στρατιώτες του και έχοντας κρεμασμένη από την χρυσοποίκιλτη σέλλα του αλόγου του την κεφαλή του Λόγιου. Ο ίδιος ο ΙΙασάς μαζί με όλους Τους μπέηδες και τους γενιτσάρους του Κάστρου τον υποδέχτηκαν έξω από την πόλη.
Το κεφάλι του Λόγιου έμεινε για τρεις μέρες κρεμασμένο στον πλάτανο του Βαλιδέ Τζαμιού κι έπειτα ταριχευμένο στάλθηκε από τον πασά στο σουλτάνο Μαχμούτ. Ο σουλτάνος για ν’ ανταμείψει τον πασά, τον ονόμασε Γαζή (νικητή) και τού ‘στειλε παράσημα και πλούσια δώρα, γιατί κατόρθωσε να απαλλάξει την Τουρκιά από τον “άπιστο και άτιμο χαΐνη”.
Η ταφή
Ενώ κανείς χριστιανός δεν τολμούσε να θάψει το πτώμα του Λόγιου, ένας Τουρκοκρητικός από το διπλανό χωριό Καλύβια, ονόματι Αλικαμπιώτης, προφασιζόμενος ότι χρωστούσε ευγνωμοσύνη στον Λόγιο, γιατί σαν γιατρός τον είχε σώσει κάποτε από βαριά ασθένεια που Θα τον οδηγούσε σε βέβαιο θάνατο, πήρε το σώμα του και τό ’θαψε κάτω από την αχλαδιά που τό ‘χαν οι Τούρκοι κρεμασμένο, φυσικά χωρίς ιεροτελεστία γιατί απαγορευόταν αυστηρά από τον Πασά. Η παράδοση λέει πως ο Τούρκος αυτός που έθαψε το Λόγιο ήταν κρυπτοχριστιανός και δεν ανέχονταν να βλέπει άταφο τον ηρωικό προστάτη των χριστιανών.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης οι Πολυχρονάκηδες από τους Βώρους έφτιαξαν τον ταπεινό τάφο που βλέπομε σήμερα στη Θέση “Ταράτσες”, μερικές εκατοντάδες μέτρα δυτικά της Καλυβιανής, δίπλα από το δρόμο για το Τυμπάκι.
Το τραγούδι
Η λαϊκή μούσα της εποχής θρήνησε πολύ το χαμό του ήρωα:
«Κρίμα ‘ν’ το μήλο να ψηγεί, το ρόδο να μαδήσει,
Κρίμα ‘τονε κι ο Λόγιος να κακοθανατίσει,
γιατ’ ήτονε καλό παιδί κι όμορφο παλληκάρι
κι έβλεπε και τη Μεσαρά σαν το Καλό λιοντάρι».
Σ’ άλλο τραγούδι ο λαός νοσταλγεί τον προστάτη του και ψάλλει:
«Δημήτρη Λογιώτατε, να θελα ζης καημένε,
να δεις τσι πατριώτες σον μεσ’ στη σκλαβιά να κλαίνε.
Να ξεκρεμάσεις το σπαθί, να βάλεις τ’ άρματά σου
να κόψεις Τούρκους δυο και τρεις με μια γιαταγανιά σου!»
Ο εφημέριος των Βώρων, π. Γιώργης Πολυχρονάκης, με πληροφόρησε κάποτε ότι, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, σε κάθε μεγάλη εορτή οι γυναίκες από τα γύρω χωριά πήγαιναν στον τάφο του Λόγιου, τον θύμιαζαν, άναβαν το καντήλι και άφηναν πάνω στον τάφο φαγητό, για να φάει όποιος περάσει και να συγχωρέσει τον ήρωα. Και το παράξενο ήταν ότι το φαγητό δεν το πείραζαν τα ζώα! Έτσι τιμούσε παλαιότερα ο λαός το μεγάλο προστάτη της Μεσαράς στα χρόνια του φοβερού γενιτσαρισμού.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του εκπαιδευτικού Στυλιανού Ταβερναράκη, Οι αγώνες των Μεσαριτών στην Κρήτη)