Στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα τη ”Συννεφιασμένη Κυριακή”, Χριστούγεννα του 1943.
Αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σε ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από εκεί μέσα.
Με έβαλαν κι έπαιζα μέχρι το πρωί.
Το χάραμα μάς άφησαν να φύγουμε.
Εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα της Κυριακής, είδα το θάνατο ενός παλικαριού.
Γύρισα σπίτι μου κι έγραψα τους στίχους.
Η πείνα, η δυστυχία, ο φόβος, η καταπίεση, οι συλλήψεις, οι εκτελέσεις, μου έδωσαν την έμπνευση.
Μέσα από τη συννεφιά της Κατοχής, μέσα από την απελπισία που μας έδερνε όλους, βγήκε η μελωδία.
Έξι μήνες μου πήρε η Συννεφιασμένη Κυριακή.
Μάτωσαν τα χέρια μου…
Η Συννεφιασμένη Κυριακή δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της Κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο.
Ο αρχικός τίτλος ήτανε ”Ματωμένη Κυριακή”.
Συννεφιασμένη Κυριακή
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή
που ‘χασα τη χαρά μου,
συννεφιασμένη Κυριακή
ματώνεις την καρδιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή
στιγμή δεν ησυχάζω,
μαύρη μου κάνεις τη ζωή
και βαριαναστενάζω.
Βασίλης Τσιτσάνης
Σαν σήμερα, το 1915, γεννήθηκε και σαν σήμερα πέθανε, το 1984, ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Πηγή: Πρόσωπα