Του Μιχάλη Στρατάκη*
Τι θυμήθηκα τώρα, που βλέπω να γίνονται αυτά που δεν έπρεπε να γίνονται, και δεν βλέπω να γίνονται αυτά που θα ‘πρεπε να γίνονται…
Σαν επόθανε ο άντρας της, η κερά Βαγγελιώ ισομοίρασε τη ζήση της σε δυο μερτικά.
Τη μέρα βρισκότανε στο νεκροταφείο του Άη Κωνσταντίνου και τη νύχτα στο κονάκι της.
Μα και στο κονάκι της που κουλουριαζότανε αποζητώντας την ανάπαψη, μοναχά το βασανισμένο κορμί της ήτανε στη στρωμνή.
Ο νους και η καρδιά της στο νεκροταφείο εξωμένανε και αρνιούντανε να κλουθήσουνε του κορμιού.
Και ίντα ‘κανε στο κοιμητήριο;
Εκράθιε συντροφιά στον άντρα της.
Ολημερίς του μίλιε, εσαπούνιζε τση μαρμαρόπλακες, άλλαζε τα λουλούδια στα βάζα κι άναβε το καντήλι στο μνήμα.
Χρόνια ολάκερα, χειμώνα καλοκαίρι, ίσαμε που τη βαστούσανε τα πόδια της, ίδιες κι απαράλλαχτες οι μέρες κι οι νύχτες της.
Ερώτηξα τηνε μια φορά, γιάντα δε βάνει κι αυτή μια καντηλού ν’ ανάφτει το καντήλι και να μη πηγαίνει στο νεκροταφείο, τουλάχιστο άμα εχάλα ο κόσμος από την κακοκαιρία.
Εξάνοιξε με μ’ ένα παράπονο, λες και είχε προσβαλθεί βαθειά από την κουβέντα μου.
«Όϊ παιδί μου, ετσά πράμα δε μπορώ να το κάμω. Έχω μια καντηλού, μα την έχω μόνο και μόνο για να ‘χει το νου της, μη γενεί πράμα τη νύχτα απού λείπω. Μα δεν εχρειάστηκε ν’ ανάψει το καντήλι. Μοναχά μια φορά το άναψε, όταν ήμουνε αρρωσταρά και δεν εμπόρουνα να σηκωθώ από το κρεβάτι» μου ‘πε.
Ήθελε να μου πει κι άλλα κι εκατάλαβα το, από τον τρόπο απού με ξάνοιγε.
Σε μια ολιά ώρα, μου το ‘πε κι αυτό.
«Δυό μέρες έκαμα να πάω στο μνήμα. Κι άμα επήγα, το καντήλι ήτανε αναμμένο, μα ετσιτσίριζε το λάδι. Κατέχω πως παράπονα μου ‘κανε ο πατέρας σου που δεν επήγα δυό μέρες. Τα κλάηματα που ‘κανα, μοναχά εγώ κι ο Θεός τα κατέχομε. Μα δεν εξανάλειψα, ίσαμε που εγίνηκε η εκταφή του» συμπλήρωσε.
Κι είχε γενεί η κακομοίρα, ένα κουβάρι από τα βάρυτα του χρόνου κι από τον αβάσταχτο πόνο.
Σήμερα, η κερά Βαγγελιώ είναι ήσυχη κι ευτυχισμένη.
Γιατί τα οστά της βρίσκονται αγκαλιασμένα με τα οστά του κυρού της, στο ίδιο κασελάκι.
Είμαι και του λόγου μου μερωμένος κι αυτό το χρωστώ στη γυναίκα μου που φρόντισε για το ξανασμίξιμο των γονέων μου.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς