Του Σωκράτη Αργύρη
«Η καθημερινή ζωή μας τρέφεται ολοένα με μύθους: το κάτς, το αυτοκίνητο, η διαφήμιση, ο τουρισμός… – που όλο και περισσότερο μας καταδυναστεύουν. Έτσι κι απομονωθούν από την επικαιρότητα που τους γεννάει, αμέσως φαίνεται η ιδεολογική κατάχρηση που τους επικαλύπτει.»
Αυτά γράφει ο Roland Barthes κάνοντας τον σχετικό απολογισμό, φροντίζοντας – στο δοκίμιο του «Μυθολογίες» να συμβιβάσει την πραγματικότητα με τους ανθρώπους, την περιγραφή με την εξήγηση, το αντικείμενο και τη γνώση.Και συνεχίζει: «Ταξιδεύουμε χωρίς σταματημό ανάμεσα στο αντικείμενο και στην απομυθοποίησή του, ανίκανοι να πιάσουμε την ολότητά του: γιατί αν εισχωρήσουμε στο αντικείμενο, θα το ελευθερώσουμε αλλά και θα το συντρίψουμε. Κι αν του αφήσουμε τη βαρύτητά του, το σεβόμαστε, αλλά το μυθοποιούμε ακόμα περισσότερο».
Εκεί αναφέρεται και στην περίφημη βασιλική κρουαζιέρα που οργάνωσε το 1954 το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Με το σκάφος «Αγαμέμνων» ο Παύλος και η Φρειδερίκη με τους γαλαζοαίματους προσκεκλημένους τους, μεταξύ των οποίων ήταν τα βασιλικά ζεύγη της Ολλανδίας, της Ισπανίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Γαλλίας κάνουν τον γύρο της Ελλάδας και επισκέπτονται από την Κέρκυρα και τη Ρόδο ως τη Σαντορίνη, τη Δήλο και τη Μύκονο.
Όμως ο Γάλλος ανταποκριτής της εφημερίδος «Φιγκαρό» σημείωσε σε τηλεγράφημά του προς την εφημερίδα του, πως κρυφή επιθυμία της Βασίλισσας Φρειδερίκης, ήταν η αναζήτηση μεταξύ των μικρών πριγκιπισσών, οι οποίες επέβαιναν του Αγαμέμνονος, της μελλοντικής συζύγου του γιου της Κωνσταντίνου. Μόνο που αυτή δεν ήταν παρούσα όπως θα απεδείκνυε το μέλλον.
Ήταν αντιθέτως παρόν ο μέλλοντας σύζυγος της κόρης της, Σοφίας, ο Δον Χουάν Κάρλος των Βουρβόνων, εγγονός του τελευταίου βασιλιά της Ισπανίας, Αλφόνσου ΙΙΙ, και γιος του διαδόχου, Δον Χουάν, αφού τότε η Άννα Μαρία ήταν μόλις 8 ετών.
Ήταν μια κρουαζιέρα, στην οποία, όπως παρατηρεί ο Μπαρτ, οι μονάρχες «έπαιζαν τον ρόλο των κοινών θνητών», διασκεδάζοντας με την αντίφαση των δανεικών ρόλων τους. Οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες ξυπνούσαν σε εργάσιμες ώρες, ξυρίζονταν μόνοι τους, ντύνονταν με casual ρούχα και ζευγάρωναν σύμφωνα με το νόμο της «φυσικής επιλογής» και της ενδογαμικής αναπαραγωγής, που όριζε η γαλαζοαίματη ράτσα τους. Σε αυτή την παράξενη εθνογραφική κιβωτό του μοναρχικού «είδους», η μεταμφίεση των βασιλιάδων σε «συνηθισμένους ανθρώπους» έμοιαζε να αποτελεί μια αιφνίδια αλλά και γενναιόδωρη θυσία των προνομίων τους μια θυσία, όμως, που απλώς επιβεβαίωνε την «παρά φύση» διακοπή του ρόλου τους. Διαβασμένες αντίστροφα, όπως σωστά σημειώνει ο Μπαρτ, όλες αυτές οι εκδηλώσεις επικύρωναν και οριστικοποιούσαν τις διαφορές τους με τους «κοινούς θνητούς», την απόσταση τους με τους «συνηθισμένους ανθρώπους», την παθολογική διασκέδαση τους σε βάρος των «κοινών θνητών».
«Η κρουαζιέρα των γαλαζοαίματων», η οποία κόστισε τελικά στο ελληνικό κράτος που ζούσε από τα δολάρια του σχεδίου Μάρσαλ, $140.000, ήταν ίσως η πιο δημοφιλής δημοσιογραφική είδηση για ένα αναγνωστικό κοινό, που εξακολουθούσε να πιστεύει ότι το φάντασμα της Μαρίας Αντουανέτας στοίχειωνε ακόμη τη μεταπολεμική Ευρώπη. Ίσως ακριβώς επειδή, όπως λέει, ο Μπαρτ, σε αυτή την παράξενη παράσταση της κρουαζιέρας, έσμιγαν «το θέμα του Βασιλιά-Θεού» και το «θέμα του Βασιλιά-Αντικειμένου».
Στη Γαλλία του ’50, η «ανεπίσημη μοναρχία» ενθουσίαζε ακόμη το κοινό. «Ο βασιλιάς Παύλος φορούσε ένα κοντομάνικο πουκάμισο και η βασίλισσα Φρειδερίκη φορούσε ένα πλουμιστό τσιτάκι». Στα «κινηματογραφικά επίκαιρα» της εποχής, είναι σαφής αυτή η ανεμελιά που ριψοκινδυνεύει τον «εκδημοκρατισμό» του θεσμού μέσα από τις θάλασσες του Αιγαίου. Συχνά, όμως, η θάλασσα γκρεμίζει τα παλάτια στην άμμο. Όπως σωστά θυμίζει ο Μπαρτ, ακόμα και τότε οι μονάρχες δεν σταμάτησαν να ασκούν πολιτική και να κρίνονται για αυτή. «Ο Κόμης των Παρισίων εγκαταλείπει τον «Αγαμέμνονα» και ξαναγυρίζει στο Παρίσι για να «επιβλέψει» την καλή λειτουργία της Οργάνωσης της άκρας δεξιάς CED, και ο νεαρός Χουάν της Ισπανίας στέλνεται επειγόντως στην πατρίδα του για να στηρίξει τον ισπανικό φασισμό».
Το 1957 εκδόθηκε η κεφαλαιώδης μελέτη του Ernst Kantorowicz, Το διπλό σώμα του βασιλιά. Η μελέτη αυτή, που έμελλε να επηρεάσει καταλυτικά τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, εξηγούσε το θεσμό της μοναρχίας ως μια «πολιτική θεολογία». Με οδηγό τη φράση «ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς», ο Καντόροβιτς, μελετώντας τον Μεσαίωνα, εξηγούσε πως ο βασιλιάς έχει ταυτόχρονα ένα «φυσικό» σώμα αλλά και ένα «πολιτικό» σώμα, το οποίο επιτρέπει τη συμβολική αναπαραγωγή της εξουσίας του και την κυριαρχία του θεσμού, ακόμη και ερήμην του πραγματικού προσώπου ή μάλλον ακριβώς επειδή το πραγματικό πρόσωπο είναι ήδη εγκλωβισμένο μέσα στο συμβολικό του ρόλο.
Αργότερα, στη δεκαετία του ΄70, ο Μισέλ Φουκώ ανέλυσε αυτή την παράδοξη βιο-εξουσία που δομείται πάνω στις αναπαραστάσεις ισχύος που παίρνει το «σώμα» του ηγεμόνα για την πειθάρχηση του «πληθυσμού».
Πηγή: grpress.gr