Η αρχαία πόλη Γόρτυνα ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης στα γεωμετρικά, αρχαϊκά, κλασικά και ελληνιστικά χρόνια. Έγινε πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης τη ρωμαϊκή και την πρωτοβυζαντινη περίοδο.
Είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση αρχαιολογικός χώρος της Κρήτης και βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του Ηρακλείου, στην πεδιάδα της Μεσαράς. Τα ερείπια της απλώνονται σε μεγάλη έκταση κατά μήκος του Ληθαίου ποταμού (σημερινός Μητροπολιανός) και καταλαμβάνουν έκταση 2000 τετραγωνικών μέτρων. Οι ανασκαφές στην περιοχή άρχισαν το 1884 από ιταλούς αρχαιολόγους και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Ο οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει τον ναό του «Αγίου Τίτου», το Ωδείο και τη Μεγάλη Επιγραφή με τον Κώδικα Νόμων της Γόρτυνας, καθώς και τη Γλυπτοθήκη δίπλα στο αναψυκτήριο. Ένας συνολικός διαχρονικός κατάλογος των μνημείων της Γόρτυνας περιλαμβάνει: τη γεωμετρική/αρχαϊκή, ελληνιστική και βυζαντινή οχύρωση, την κλασική/ελληνιστική και τις δυο ρωμαϊκές αγορές/κέντρα της πόλης, δύο υδραγωγεία, πολλές κρήνες και Νυμφαία, το ελληνιστικό θέατρο, το ρωμαϊκό Ωδείο, το θέατρο στο ιερό του Απόλλωνα, το μεγάλο ρωμαϊκό Θέατρο και το Αμφιθέατρο, ένα Στάδιο και ένας Ιππόδρομος, τέσσερα συγκροτήματα λουτρών, πέντε ιερά και ναοί ειδωλολατρικών θεών, εννιά κτίρια χριστιανικής λατρείας και δεκάδες υπόγεια μαυσωλεία και εκατοντάδες τάφοι στις νεκροπόλεις.
Οι ελαιουργικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Γόρτυνας βρίσκονταν έξω από την πόλη, στη ρίζα του λόφου κοντά σε παροχή νερού. Στο μικρο πάρκο που σχηματίζεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της Γόρτυνας έχουν συγκεντρωθεί λίθινα αντικείμενα που ανήκουν σε ελαιουργικές εγκαταστάσεις και προέρχονται από όλη την περιοχή της αρχαίας πόλης.
Ο τύπος του ελαιοτριβείου, που χρησιμοποιήθηκε στην ελληνορωμαϊκή περίοδο και αργότερα, αποτελείται από ένα σύστημα οριζόντιων και κάθετων ξύλινων δοκών που είναι μπηγμένες στην κοίλη λεκάνη άλεσης και με μια ή δυο μυλόπετρες συνήθως κυρτεπίπεδες. Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχε ένα κιονίσκος σύμφυτος στη λεκάνη και σε αυτόν μπηγόταν ένας χαμηλός κάθετος ξύλινος άξονας που συνδεόταν με την οριζόντια δοκό που μπηγόταν στις μυλόπετρες. Έτσι υπήρχε δυνατότητα συνεχούς άλεσης, αφού η ελαιοζύμη απομακρυνόταν σταδιακά για το ελαιοπιεστήριο και το ελαιοτριβείο τροφοδοτούνταν με νέο ελαιόκαρπο.
Το ελαιοπιεστήριο στα ελληνορωμαϊκά χρόνια αποτελούνταν από μια οριζόντια δοκό στερεωμένη σε τοίχο, ενώ το ελεύθερο άκρο της δενόταν χαλαρά με σχοινί σε σταθερό κάθετο πάσσαλο και στο άκρο ήταν ένα πέτρινο αντίβαρο. Στο μέσο της απόστασης στο πάτωμα έβαζαν την κάτω πλάκα του ελαιοπιεστηρίου και πάνω της τοποθετούσαν τα πλεχτά κοφίνια ή καλάθια με την ελαιοζύμη. Η πλάκα είχε περιφερειακά ένα αυλάκι για να διοχετεύεται το υγρό της σύνθλιψης στο δοχείο του ελαιοδιαχωριστήρα. Η ελαιοζύμη συμπιεζόταν από μια άλλη πλάκα κάτω από τη δοκό. Με ένα απλό σύστημα μοχλού το αντίβαρο συμπίεζε την ελαιοζύμη και τα υγρά συλλέγονταν στον ελαιοδιαχωριστήρα.
Η κάτω πλάκα του πιεστηρίου ήταν μια επίπεδη ή ελαφρά κοίλη πλάκα, κυκλική ή ελλειψοειδής, από ασβεστόλιθο ή σκληρό πωρόλιθο, που είχε περιφερειακά ένα αυλάκι, και επίσης ένα ακόμη ευθύγραμμο αυλάκι για να διοχετεύεται το υγρό της σύνθλιψης στο πέτρινο ή πήλινο δοχείο του ελαιοδιαχωριστήρα.
Πάνω στην πλάκα αυτή η ελαιοζύμη συνθλίβονταν με τη βοήθεια πλεκτών πανεριών, με πέτρες – βάρη και αντίβαρα – που λειτουργούσαν με μοχλούς.
Τέτοιες επίπεδες πλάκες ελαιοπιεστηρίων έχουν βρεθεί σε πολλές ανασκαφές ή έχουν περισυλλεχτεί από πολλές αρχαιολογικές θέσεις.
Πηγή: sedik.gr