Του Μιχάλη Στρατάκη*
Σ’ όλο το μοιράσι των παιδικάτων μου, απού ήμουνε παπαδάκι στην Αγιά Βαρβάρα στα Καμίνια του Μεγάλου Κάστρου, κανονικός παραγιός τση χάρης τση και του παπά Μανόλη Στρατάκη, η καλύτερη μέρα μου ήτανε τα Φώτα.
Πώς και πώς την ανίμενα, γιατί ‘τανε η μοναδική μέρα απού εμπόρουνα κι έμπαινα στα κονάκια όλω των αθρώπω τση φτωχογειτονιάς μας και τα θώρουνα κι από μέσα.
Εκλούθουνα του παπά Μανόλη στο ατέλειωτο ξεποδάριασμα του αγιάσματος των σπιθιών, βαστώντας το γανωμένο κουβαδάκι με τον αγιασμό, κι εθάρουνα πως δίχως τη συντρομή μου ήτανε αμπόρετο ν’ αγιαστεί κιανένα σπίτι.
Έψαλλα κι όλας το «Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου Σου Κύριε», μα έκανα τη χλεμπατζά και το ‘λεγα φωναχτά στα πλουσιόσπιτα και πλιό σιγανά στα σπίθια των κακοποδισμένων γειτόνων.
Σάικα επειδή εγάτεχα πως οι πλούσιοι εδίνανε περσσότερα λεφτά στον παπά Μανόλη, απ’ όσα εδίνανε οι φτωχοί.
Μας εκερνούσανε κι όλας πολλοί νοικοκυραίοι, μας περιποιώντουσαν σαν μαντατοφόρους του Χριστού απού εβαφτίστηκε, μπέης αιστανόμουνα σε κάθε κονάκι απού εμπαίναμε για να τ’ αγιάσουμε.
Χώρια απού εγάτεχα πως στο τέλος των αγιασμάτων, σαν εγιαγιέρναμε στην εκκλησά, ο παπά Μανόλης όλο και θα μου ‘δινε γερό χαρτζηλίκι από τα μαζωμένα του.
Ένα αγιασμό σπιθιού δε θα ξεχάσω ποτέ μου.
Είχαμε πάει στο συνοικισμό των προσφύγων, πίσω από το γήπεδο του ΟΦΗ και πίσω από το αρμένικο νεκροταφείο.
Φτώχεια και δυστυχία να θωρούσανε τα μάθια σας.
Ήσανε παρακεί και τα ταμπακαριά και η βρώμα των δερμάτων εκουκούλωνε ολάκερο το συνοικισμό.
Παράγκες παντού, που εθάρριες πως ήσανε βάρκες απού επλέανε απάνω στα λασπόνερα.
Σε όλα τα κονάκια εμπήκαμε για να τ’ αγιάσομε.
Εμπήκαμε και σε μια παράγκα από νάυλον και τσίγκους στην πέρα άκρα του συνοικισμού.
Ήτανε το κονάκι τση κεράς Ουρανίας, τση χήρας, τση άκλερης, απού εζούσε ολομόναχη τα ύστερα τση, κι άμα δεν υπήρχανε και οι γειτόνοι τση, δε θα ‘χε προλάβει κι εκείνα να τα ύστερα.
Ίσαμε τσ’ αστραγάλους εχωθήκανε τα πόδια μας στη λάσπη, ίσαμε να μπούμε στο σπίτι.
Κι ήτανε κι εκείνη να η βρώμα των ταμπακαριών απού μας έκρουβε κι επλαντούσαμε.
Μα η καλύβα τση κεράς Ουρανίας άστραφτε από καθαριότητα.
Όπως άστραφτε και το πρόσωπο τση, όσο εθώριε κι εγροίκα τον παπά Μανόλη να κάνει τα πρέποντα.
Για πρώτη φορά είδα τον παπά Μανόλη ετόσο να σκολαστικό στον αγιασμό.
Σα να μην ήθελε να τελειώσει και να φύγομε.
Επαρασύρθηκα κι εγώ κι έψελνα το «Εν Ιορδάνη» ετόσο να δυνατά, που σίγουρα θα μ’ άκουγαν όλοι οι γειτόνοι στο συνοικισμό.
Και η κακομοίρα η κερά Ουρανία, στεκότανε με σταυρωμένα τα χέρια κι εχαμογέλα.
Κι από το χαμόγελο της λες και ξεχυνότανε τα νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Εμπίτησε ο αγιασμός κι εκάτσαμε σε δυο ψάθινες, ξεντεριασμένες, καρέκλες, όσο η κερά Ουρανία ετοίμαζε το τρατάρισμα.
Και όσο μας είχε γυρισμένη την πλάτη, ο παπά Μανόλης εσήμωσε το δαχτύλι του στα χείλια του, κάνοντας μου νόημα να μη μιλήσω.
Έβαλε τη χέρα του στην τσέπη του ράσου του κι έβγαλε ένα μάτσο χαρτονομίσματα, όλα όσα είχε μαζωμένα από τα προηγούμενα σπίθια απού είχαμε αγιάσει.
Εσήκωσε μια γωνιά του υφαντού τραπεζομάντηλου και έχωσε τα λεφτά από κάτω.
Μας έφερε η κερά Ουρανία τα κεράσματα, έπιασε την κουβέντα με τον παπά Μανόλη για τα βάσανα τση ζωής και για τη δύναμη του Θεού κι εσηκωθήκαμε να φύγουμε.
Ετότε σας εσυνειδητοποίησα ετούτο το φοβερό:
Μήτε βρώμα από τα ταμπακαριά εγροίκουνα, μήτε λασπόνερα εθώρουνα, μήτε φτώχεια εκουτούλουνα.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς