Ο Τάσος Λειβαδίτης είχε έρθει στο σπίτι μου και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω.
Του άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική κι έτσι γράψαμε το:
”Μάνα μου και Παναγιά”.
Για να βγει σε δίσκο, όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το ”ζευγαρώσουμε”, γιατί τότε βγαίνανε οι δίσκοι μικροί, με δύο τραγούδια ο καθένας.
Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες από τις παράγκες τους, στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση.
Για εκείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής ή θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια.
Ο αδερφός μου, μου πρότεινε να γράψω ένα τραγούδι για τα γεγονότα.
Μια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο
προς την Κολούμπια για φωνοληψία του ”Μάνα μου και Παναγιά”, μου ήρθε ξαφνικά
η έμπνευση για τη ”Δραπετσώνα”.
Σταμάτησα κι έγραψα τη μελωδία.
Το ίδιο βράδυ, τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα από το τηλέφωνο τη μελωδία κι εκείνος έγραψε τους στίχους.
Έτσι βγήκαν τα δύο τραγούδια σ’ ένα δίσκο 45 στροφών.
Μ’ αίμα χτισμένο,
κάθε πέτρα και καημός,
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός.
Μα όταν γυρίζαμε
το βράδυ απ’ τη δουλειά,
εγώ κι εκείνη όνειρα, φιλιά.
Το ‘δερνε ο αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά
και γλυκιά απαντοχή.
Αχ, το σπιτάκι μας
κι αυτό είχε ψυχή.
Παρ’ το στεφάνι μας,
παρ’ το γεράνι μας,
στη Δραπετσώνα πια
δεν έχουμε ζωή.
Κράτα το χέρι μου
και πάμε αστέρι μου,
εμείς θα ζήσουμε
κι ας είμαστε φτωχοί.
Μίκης Θεοδωράκης
………………………………………………………….
Πηγή: fosonline. gr
Πηγή: Πρόσωπα