Το δαχτυλίδι της αγάπης και της αντρειοσύνης – Το μικρό καφεσιλίδικο δαχτυλίδι

9 λεπτά ανάγνωσης

Σύνταξη κειμένου: Φανουρίου Εμμ. Ζαχαριουδάκη

Είμαι μικρό, λιτό και απέριττο δαχτυλίδι. Δεν σου γεμίζει και πολύ το μάτι. Έκανα δεν έκανα, όπως λένε οι “κακές γλώσσες”, δυο τάλιρα την εποχή που με σάξανε, την εποχή της “Κρητικής Πολιτείας”! Ταίρι μου όμως άλλο, δεν θα πρέπει να υπάρχει, σε ολόκληρο τον κόσμο! Με έχουν ζητήσει να με αντιγράψουνε πολλοί, αλλά ευτυχώς δεν με δίνουν οι δικοί μου! Τους λένε, σε καμία περίπτωση μα σε καμία! Έχουνε περάσει εκατό και πλέον χρόνια από τα τέλη της περιόδου της “Κρητικής Πολιτείας” και συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του 1912, όταν είχε έλθει ο Βορζανός Ζαχαρίας Γεω. Ζαχαριουδάκης ή Ντουϊντοζαχάρης και με αγόρασε, από το ράφι που με είχαν κρεμασμένο, για να με κάνει δώρο! Για να με κάνει δώρο στη πρώτη και μοναδική αγάπη της ζωής του, την Δέσποινα Κων. Χουστουλάκη, κόρη δηλαδή του Βορζανού Κωσταντούλακα! Με τη χειρονομία του αυτή θέλησε να επισφραγίσει την πίστη και την αγάπη του προς αυτή, η οποία σαν ειλικρινής σύντροφος, τον ακολούθησε πιστά σε ολόκληρη τη ζωή της, δημιουργώντας από κοινού μια αξιοπρεπή πολυμελή οικογένεια στο χωριό τους, στο χωριό Βορίζα. Η Δέσποινα με αγάπησε σαν δαχτυλίδι, με έβαλε μέσα στην καρδιά της, με φύλαξε εν κόρη οφθαλμού από παντοίους κινδύνους και με ένοιωθε σαν σύνδεσμο της αιώνιας αγάπης και φύλακα άγγελό της, ακόμα και στις δύσκολες στιγμές και συνθήκες που επακολούθησαν. Τον καιρό εκείνο η πατρίδα, η μάνα Κρήτη, προέτρεπε τα παιδιά της να ενταχθούν εθελοντικά στο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών, για να βρεθούν λίγο αργότερα στη πρώτη γραμμή κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, για την απελευθέρωση των υποδουλωμένων Ελληνικών εδαφών από τον Τουρκικό ζυγό. Ο Ζαχαρίας έφυγε το φθινόπωρο του 1912 και εντάχθηκε σαν εθελοντής στο προαναφερόμενο Σύνταγμα, ενώ πήρε παρέα και τον αδερφό του Κωσταντή και τον αδερφό της αρραβωνιαστικιάς του Δέσποινας, το Μανώλη, για τον ίδιο σκοπό. Λίγο μετά και οι τρεις τους μαζί, βρέθηκαν στη πρώτη γραμμή του μετώπου και με σύνθημα, “η Λευτεριά δε δίδεται, μη σας πλανά το ψέμα, με το ντουφέκι παίρνεται, μονάχα και με αίμα”, όρμισαν κατά του άσπονδου εχθρού των, του Τούρκου, και άφησαν, ο μεν Κωσταντής στο Μπιζάνι, ο δε Μανώλης στη Μανωλιάσα, την τελευταία τους πνοή. Ο Ζαχαρίας είχε τη τύχη να επιστρέψει πίσω, αλλά σαν τραυματίας πλέον, καθ’ όσον τραυματίστηκε στο δεξί κούτελο του κεφαλιού του, στη κοιλιά και στην οσφυϊκή χώρα. Ευτύχησε όμως ο Ζαχαρίας να κατεβάσει από το κοντάρι τη σημαία του Τουρκικού συντάγματος, των υπερασπιστών του Μπιζανίου δηλαδή, κατά τη κατάληψη του οχυρού, από τα Ελληνικά στρατεύματα. Τη Τουρκική αυτή σημαία την απέδωσε στον συνταγματάρχη του το Συνανιώτη, και στη θέση της Τουρκικής στη συνέχεια, υψώθηκε η Ελληνική σημαία. Το πειστήριο αυτό υπάρχει σήμερα σε μεγάλη φωτογραφία, αναρτημένη στο πολεμικό μουσείο του Μπιζανίου. Τα πολεμικά όμως τραύματα του Ζαχαρία άργησαν να επουλωθούν και γι’ αυτό μάταια στο σπίτι του τον περίμεναν, παρ’ όλο που οι μάχες που είχε λάβει μέρος, είχαν τερματιστεί. Τον είχαν ήδη θεωρήσει νεκρό, μάλλον από παραπληροφόρηση. Η Δέσποινα, η αρραβωνιαστικιά του, μαυροφορεμένη καθώς ήτανε, άρχισε να του κάνει τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Μια ωραία όμως πρωία, μες στο μεσοκαλόκαιρο του 1913, ως εκ θαύματος εμφανίστηκε στο σπίτι του ο Ζαχαρίας, ζωντανός μεν, αλλά φέροντας αυτά τα πολλαπλά βαριά τραύματα του πολέμου. Βρέθηκε ξανά στην αγκαλιά της πολυαγαπημένης του Δέσποινας στα Βορίζα, που με τόση λαχτάρα τον περίμενε όλο το πρότερο καιρό. Απ’ αυτή την αγάπη δεν άργησε να έρθει και ο “πρώτος καρπός”, δηλαδή το πρώτο παιδί, ο Μανώλης, και συγκεκριμένα στις 16 Αυγούστου του έτους 1914. Ο Ζαχαρίας με τη Δέσποινα στη συνέχεια, πέρα από το Μανώλη, έφεραν από κοινού στη ζωή άλλο ένα γιο και τρεις κόρες, δημιουργώντας μια αξιοπρεπή, με ήθος και χαρακτήρα οικογένεια. Εγώ, σαν δαχτυλίδι, ένοιωθα περήφανο για όλη τους αυτή τη προκοπή. Ενώ περνούσαν οι μέρες, άλλαζαν οι μήνες, διάβαιναν τα χρόνια, ώσπου η Δέσποινα κάποια μέρα με είχε βάλει σε ένα μικρό κουτί και με είχε φυλάξει πάνω ψηλά στο εικονοστάσι του σπιτιού της. Σε κάποια στιγμή, εντελώς απρόσμενα, ξαφνιάστηκα! Άρχισε να τρέμει το “φυλλοκάρδι μου”! Άκουσα συνεχόμενες πολλές και δυνατές ομοβροντίες! Η γης έτρεμε! Το σπίτι της Δέσποινας ισοπεδώθηκε γιαμιάς! Καπνός και συντρίμμια ήταν στη συνέχεια όλο το σκηνικό παντού, ενώ εγώ βρέθηκα βαθιά μέσα στις ανακατεμένες με τα χώματα πέτρες, για πολλά χρόνια! Όλα αυτά έγιναν όταν τα Γερμανικά αεροπλάνα έριξαν εικοσιμία μπόμπες μεγάλης ισχύος και ισοπέδωσαν τα Βορίζα! Τα ίχνη μας με τη Δέσποινα έκτοτε χάθηκαν εντελώς! Δεν ήμουνα σίγουρο ότι θα ξανασυναντιόμασταν ποτέ άλλοτε! Δεν ήμουνα σίγουρο εάν κάποιος κάποτε θα μ’ έβρισκε και θα με ’κανε δικό ντου! Δεν ήμουνα σίγουρο για το τι μέλλει γενέσθαι! Χειμώνα και καλοκαίρι ήμουνα εκτεθειμένο στις δύσκολες καιρικές συνθήκες της περιοχής! Στα νερά και τα χιόνια το χειμώνα, στη πολλή ζέστη το καλοκαίρι! Λίγα χρόνια αργότερα, εδέησε ο Κύριος, και η Δέσποινα επέστρεψε πάνω από το ερειπωμένο πρώην σπίτι της. Άρχισε αμέσως να κάνει το σταυρό της και να παρακαλεί από τα βάθη της καρδιάς της τον Άγιο Φανούριο του Βαλσαμονέρου, να με φανερώσει κάτω από τα χαλάσματα και να ξαναανταμωθούμε κι οι δυο μας πάλι μαζί. Με υπομονή, μεγάλη καρτερικότητα και απερίγραπτο κουράγιο, πετραδάκι πετραδάκι, ξεσήκωσε το ισοπεδωμένο πρώην σπίτι της, που είχε κατεδαφιστεί από τον Γερμανικό βομβαρδισμό. Ο Άγιος Φανούριος ήταν όμως παρών! Όπως πάντοτε κάνει το θαύμα του, το έκανε και τότε! Και φυσικά η Δέσποινα με βρήκε ακέραιο! Ήμουν όμως αγνώριστο από τα χώματα! Δεν άργησε όμως να με επαναφέρει στη πρότερη μορφή μου και να μου δώσει τη λάμψη και την ομορφιά που είχα! Με πήρε, με φίλησε και μ’ έσφιξε καλά μες στις παλάμες της, σαν νά ’θελε να μου πει ότι δεν πρόκειται ποτέ να αποχωριστούμε! Στη συνέχεια πήγαμε παρέα με τη Δέσποινα, στη καινούρια της κατοικία, στο χωριό Γαλιά. Η Δέσποινα, προχωρημένης ηλικίας καθώς ήτανε, αποφάσισε να με δωρίσει στην αγαπημένη της ζωής, του πρώτου της γιου, την Αρετή. Η Αρετή με φύλαξε σαν κόρη οφθαλμού, σαν ιερό κειμήλιο πλέον. Εγώ συνέχισα να συνενώνω και αυτών τις καρδιές, του Μανώλη και της Αρετής δηλαδή, όπως και μέχρι σήμερα έκανα, με τη Δέσποινα και το Ζαχαρία. Σαν δαχτυλίδι μεγάλης συναισθηματικής και συμβολικής αξίας, η Αρετή, σε προχωρημένη ηλικία, αποφάσισε να με δωρίσει στα δυο της παιδιά, μαζί με τα άλλα ατομικά της χρυσαφικά. Είμαι όμως σαν δαχτυλίδι διπλά “ευτυχισμένο”, που με επέλεξε ο μικρός της γιος ο Φανούριος, και πήρε εμένα και μόνο εμένα, έναντι όλων των χρυσαφικών πολλαπλής χρηματικής αξίας, που πήρε ο αδελφός του, έναντι της συναισθηματικής και μόνο δικιάς μου αξίας! Είμαι και πάλι “ευτυχισμένο”, γνωρίζοντας σε ποια χέρια ευρίσκομαι αυτή τη στιγμή και ένεκα τούτου δεν θα σταματήσει η αξία μου να υφίσταται, ποτέ μα ποτέ!

Κι εγώ, το μικρό καφεσιλίδικο δαχτυλίδι, που δεν άξιζα δυο τάλιρα όταν πρωτοβγήκα από το ράφι, έγινα με τον καιρό ακριβότερο από κάθε θησαυρό. Γιατί δεν είμαι μέταλλο· είμαι μνήμη και αίμα, είμαι δάκρυ και χαμόγελο. Μέσα μου κλείνω την πίστη της Δέσποινας, που με κράτησε σαν κόρη οφθαλμού, και την αντρειοσύνη του Ζαχαρία, που γύρισε ζωντανός από το μακελειό για να ξαναπιάσει το χέρι της. Φυλάω τις πληγές του πολέμου, τα συντρίμμια του βομβαρδισμού, και το θαύμα που ξαναβρεθήκαμε κάτω απ’ τα χαλάσματα. Και τώρα, περνώντας από χέρι σε χέρι, δεν είμαι στολίδι, μα δεσμός. Είμαι η αλυσίδα που δένει γενιές, το άρρηκτο σημάδι ότι η αγάπη, όταν είναι αληθινή, δεν χάνεται ποτέ. Έτσι θα μείνω στον αιώνα, μικρό και ταπεινό φαινομενικά, μα αιώνιο σύμβολο μεγάλης αγάπης, οικογένειας και πίστης. Είμαι ο κύκλος που δεν κλείνει ποτέ.

Μοιραστείτε το άρθρο